Ντοπιολαλιά της Φθιώτιδας
Οι ξενικές αυτές λέξεις αφομοιώθηκαν γραμματικά και συντακτικά με την ελληνική γλώσσα και κάλυψαν κάποιους τομείς της αγροτικής ζωής με αποτέλεσμα ήμερα να αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ντοπιολαλιάς του κάθε τόπου.
Έτσι έγινε πιο πλούσιο και εκφραστικό το λεξιλόγιο όπως πάντα συμβαίνει, χωρίς όμως ν' αλλοιωθεί ο ελληνικός γλωσσικός τύπος. Μάρτυρες παλιά και σήμερα είναι το Δημοτικό Τραγούδι, οι αφηγήσεις των γεροντότερων, οι μοραπίες, τα παραμύθια, οι συζητήσεις των γεροντότερων στα καφενεία, σ’ αυτή την φτωχή, αλλά και πανέμορφη περιοχή.
Με τη βιολογική φθορά των ανθρώπων μεγάλης ηλικίας, που ήταν φορείς τοπικών ιδιωματισμών, επικρατεί κι εδώ ο τύπος της νεοελληνικής και μόνο όταν οι νεότεροι βρεθούν με τους ηλικιωμένους βγαίνουν ασυναίσθητα από το στόμα των νεότερων ήχοι αλλιώτικοι και αυτό είναι ένα σημάδι συνέχειας. Παρατηρώντας όμως στις λεπτομέρειες και σε βάθος τη γλώσσα της περιοχής, επισημαίνουμε μόνο μερικά γλωσσικά φαινόμενα με φανερή ιδιαιτερότητα.
Άλλοτε, ως πριν από 50 χρόνια περίπου, κυριαρχούσαν στη γλώσσα των κατοίκων τώρα τα συναντάς σαν ετοιμοθάνατα κατάλοιπα, που αξίζουν όμως να μελετηθούν γλωσσολογικά.
Η ντοπιολαλιά των βουνίσιων είναι πιο βαριά, με μια μουσική απόχρωση που ταιριάζει με την αντήχηση των τσουκανιών στις τριγύρω σάρες, στα γούπατα και στα καραούλια. Στον ήχο των φύλλων όταν λυσσομανάει ο μέγας. Και τέλος στο βουητό των ρεμάτων την άνοιξη με τα λαγάρια και γάργαρα νερά. Η βιαστική διατύπωση, που "τρώει" τους φθόγγους δημιουργεί ένα ηχητικό αποτέλεσμα ταιριαστό με το περιβάλλον.
Σύμφωνα μ' ένα ανέκδοτο, δύο λαοί σ' όλο τον κόσμο "τρώνε" στην ομιλία τους τα φωνήεντα και τις συλλαβές. Οι Βρετανοί και οι Στερεολλαδίτες. Οι πρώτοι από λαιμαργία κι οι δεύτεροι από πείνα. Μέσα στις συγκοπές του λόγου, μπορεί κάποιος να ανιχνεύσει τις δύσκολες καταστάσεις μέσα στις οποίες πήρε μορφή η καθομιλουμένη γλώσσα του λαού.
Το λεξιλόγιο της νεοελληνικής γλώσσας όπως χρησιμοποιείται στην περιοχή αλλά και γενικά στην Ελλάδα έχει την καταγωγή του στην αρχαία ελληνική γλώσσα, όπως μας παραδόθηκε με τα συγγράμματα των μεγάλων αρχαίων συγγραφέων. Τα συναντούμε επίσης στα χριστιανικά και βυζαντινά κείμενα. Στο λεξιλόγιό μας προστέθηκαν οι ξενόφερτες λέξεις, που με την πάροδο των χρόνων , αφομοιώθηκαν απ' αυτήν και ακολουθούν τους κανόνες των άλλων λέξεων της νεοελληνικής.
Μερικές αρχαίες λέξεις που υπάρχουν στο χωριό μας κι έχουν ομηρική καταγωγή:
αγκωνή, αγριάδα (χόρτο), αδράχνω, αλέθω, αλυχτάω, αμόνι, αναδεύω, ανάρμεγος, άρμεγμα, αρμέγω, αρμάθα, αποκείθε.
βέλασμα, βίος, βυζαίνω, βρε (απ' τα: βροτός-βροτέ).
γαβάθα, γανώνω, γνέθω, γούβα, γούπατο,
δαυλί, δυχατέρα, εψές- ψες, θράκα, θρύμμα,
κακαρίζω, κατσουφιάζω- κατσούφης, κλωθογυρίζω, κουβάρι, λακάω, λουβί, λουφάζω, λαχαίνω, λωβιάζω, λιχνίζω,
μέλεγος (φυτό), νόστιμος, ξαίνω,
πανί, παρδαλός, πασπαλίζω, περονιάζω, πλαντάζω, ρεβύθι, ροβολάω, σκάβω, σκαφίδι, στειλιάρι, στείρος-στέρφος, σαούρα,
τούμπα, χάφτω, χουγιάζω- χούισμα, παστρεύω.
Τούρκικες (με περσική και αραβική προέλευση οι περισσότερες) λέξεις όπως: σοβάς, ταβάνι, ντερβένι, γκιόλι, σαρμάς, μπαγδαντή,ντολμάς,γκούβδας,τσατάλι,τσατμάς,αρμούτα κ.α.
Αρβανίτικες λέξεις όπως: μαμαλίγκα, λιάρος, γκορτσιά κτλ.
Σλάβικες: καρβέλι, λόγγος, βάβω κτλ
Γραμματικές παρατηρήσεις
Το -ε και -αι όταν δεν τονίζεται προφέρεται -ι
πχ.πιρίμινι,αδιρφός,
Το -ο και -ω προφέρεται συνήθως -ου
π.χ.χουργιό,χουρεύω κτλ, αυτό μπορεί να ειναι καταλοιπο της αρχαίας αττικής-ιωνικής διαλέκτου ,όπου το -ο προφέρονταν -ου ή επιρροή από τα αραβικά όπου η αραβική γλώσσα δεν έχει -ο
Σε κάποιες περιπτώσεις το -ε και -ι προφέρεται -ο
π.χ. όξου,ουχτρός
Πολλές φορές πρίν από κάποιες λέξεις αναπτύσσεται ένα -α
πχ.απαλάμ’,αχώρια,αγλήγορα κτλ.
Συνηθισμένες αλλαγές συμφώνων
Το -γ ανάμεσα σε δύο φωνήεντα ή ανάμεσα σε φωνήεν και δίφθογγο πολλές φορές δεν προφέρεται
π.χ.φλουέρα,φαούρα,λυκουφάουμα κτλ.
Το -θ μετατρέπεται σε -τ
π.χ. ουχτρός,χτισινός
Το -κ μπροστά απο -τ γίνεται -χ
πχ. κτίστης σε χτίστης
Το -τ μετά από -φ προφέρεται -κ
πχ. φκιάρ αντι για φτυάρι
φκιάνου αντι για φτιάχνω
Το -σ ή -σ μπροστά από το -μ ή -β προφέρεται ως -ζ
π.χ. κόζμους αντι για κόσμος ,θκόζμ’ αντί για δικός μου,ζβέλτους
Ανάπτυξη συμφώνων
Μετα το -μ αν ακολουθεί -ι,-οι,-ει,υ, ακούγεται και ένα ν
πχ.άμνυαλους,θυμνιάμα,θυμνιατήρι κτλ.
Αν μετα από σύμφωνο ακολουθεί ο φθόγγος -ια,-ιο,-ιε,-οιος,-οια,-οιες,ειος,-εια,-ειες κτλ. ,αναπτύσσεται ανάμεσά τους ένα -γ
π.χ. χουργιό αντι για χωριό,δγυο,αδγιάζω κτλ
Μετά την αποβολή του φωνήεντος ανάμεσα σε -μ και -λ αναπτύσσεται ένα π
π.χ. ξυνόμπλου αντι για ξυνόμηλο
Συνηθισμένες αποβολές φωνηέντων
Στο τέλος της λέξης το -ι,-η,-υ,-ει,-οι αν δε τονίζεται συνήθως χάνεται
π.χ. μοιράδ’,κουπάδ’,χουρ’αφ’, κτλ
Η δίφθογγος -ου αν είναι άτονη ,ανάμεσα σε σύμφωνα δεν προφέρεται
π.χ. πλί,μπλάρ’,βνό,γμάρ,κτλ.
Το τελικό -ν στα δεν,μην,σαν παραμένει ,αλλά όταν ακολουθεί λέξη που αρχίζει από κ,π,τ, τα μετατρέπει σε γκ,μπ,ντ
π.χ. δε μπάμε
Παρατήρηση δικιά μου : Οι περισσότερες από τις αλλαγές έχουν σαν βασικό στόχο την ευκολία στη προφορά,την γρήγορη προφορά,πετυχαίνοντας έτσι εξοικονόμηση ενέργειας, καθώς έτσι λειτουργεί όλη η φύση.
Επίσης να μην ξεχνάμε ότι η ομιλία είναι μουσικό κομμάτι και προσαρμόζεται στα ακούσματα των ομιλητών.
Αυτές οι αλλαγές δεν συνέβησαν μόνο στη ρουμελιώτικη γλώσσα ,αλλά σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.
Ιδιωματικές λέξεις ντοπιολαλιάς
Α
αβαρία= ζημιά
αβδέλλα=βδέλλα
αβέρτα=πολύ
αβέρτο=ανοιχτό,ελεύθερο
αγάλια= σιγά-σιγά,ήρεμα, απαλά
αγάνα= κόκκαλο ψαριού, στάχυ
αγανός= λεπτός, αραιός
αγάντα=πιάνομαι
αγιάζι=κρύος αέρας
αγκίδα=μυτερό κομμάτι ξύλου ή φυτού
αγκλίτσα=ραβδί του τσοπάνου
αγκορτσιά= αγριοαχλαδιά
αγκόρτσο= ο καρπός της αγκορτσιάς, που ωριμάζει το φθινόπωρο και τρελαίνονται γι’ αυτό τα γίδια
αγκούσα==δύσπνοια
αγκυλώθηκα-καρφώθηκα
αγκωνάρι= γωνιακή πέτρα σπιτιού
αγκωνή= η γωνιά του τζακιού, η θαλπωρή. «Στην αγκωνή μ' θεραπεύομαι»
αγναντεύω= κοιτάω το τοπίο
αγρωπό= άγουρο φρούτο
αγώι=τα μεταφορικά έξοδα με ζώα ή με όχημα
αδ’εκεί= λίγο πιο πέρα,εκείνη τη στιγμή
αδ’τώρα=αυτή τη στιγμή
αδειάζω= έχω χρόνο για μια δουλειά
αδιάσμος= δυόσμος
αδράχτι=έργαλείο για την επεξεργασία του μαλλιού
αδρό=χοντρό,σκληρό
ΑηΝτριάς= (Αγ. Ανδρέας) ο μήνας Νοέμβριος
Αη-Δημητριάς= ο μήνας Οκτώβριος
άιντε=πάμε,εμπρός
άκριτος= αμίλητος- απόμακρος άνθρωπος
αλάνα= χώρος για παιχνίδι,ξέφωτο
αλάνταβος= ο βιαστικός, ο απρόσεχτος. «Αυτός είναι αλάνταβος στη δουλειά».
αλάργα= μακριά
αλαργεύω= ξεμακραίνω
αλαταριές= επίπεδες πέτρες που τάιζαν οι γιγοβοσκοί τα γίδια
αλατ’σμένο=αλατισμένο
αλαφιάζω= ανησυχώ, υποψιάζομαι. «Καθώς περπατούσε το ζώο αλαφιάστηκε».
αλέστα=σε ετοιμότητα
αλιά σου =αλοίμονό σου
αλισβερίσι= σχέση, συναλλαγή, δανεισμός. «Έχουμε πάρε δώσε».
αλισίβα= σταχτόνερο που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες για να φτιάξουν γλυκά
αλμπάνης=πεταλωτής
αλποτινάζομαι= τινάζομαι ξαφνικά
αλυχτάει=γαυγίζει το σκυλί
αλωνάρης= ο μήνας Ιούλιος,
αλώνι= επίπεδο μέρος για την επεξεργασία των σιτηρών με τη βοήθεια των ζώων
αμάκα=δωρεάν
αμανάτι=ενέχυρο
αμάν= ωχ
αμανάτι= ενέχυρο, μτφ “έμεινα αμανάτι “= δεν πήρα κάτι
άμνυαλους=άμυαλος
αμολάω=αφήνω
αμπάρα= πόρτα, είσοδος αυλής
αμπάρι= κιβώτιο, αποθήκη για δημητριακά που βρίσκονταν στην αχυρώνα
αμπέχονο=στρατιωτική καπαρτίνα
άμπλας= ,πηγή νερού με πόσιμο νερό
αμπ’δάω=πηδάω στον αέρα
αμποδάω= εμποδίζω κάποιον
ανάερα=άκρη-άκρη
αναπαμός==ξεκούραση
ανάρτ’γο= φαγητό που δεν είναι αρτήσιμο, νηστήσιμο
ανάρια= αραιά, στην άκρη
ανάρχ’τα= ρίχνω κάτι στην πλάτη μου χωρίς να το φορέσω πχ. Το σακκάκι
ανάσα= «δεν πήρε ανάσα» δεν μίλησε, όταν χρησιμοποιείται ως εντολή εννοεί, σιωπή
ανασκουμπώνομαι= φοβάμαι από τα λεγόμενα των άλλων πχ. «ανασκουμπώθηκε μόλις τ’ άκουσε»
ανεμ’κε= δεν μπορεί να ανασάνει πχ. Ανέμ’κε από το πολύ κλάμα»,ή απέμεινε πχ.φαγητό
ανεμόστρατα= λωρίδα χωραφιού με μικρή παραγωγή,λόγω σύστασης του εδάφους
ανεμοστρόβιλους =σίφουνας
ανεμοχάδτ’=έχει ανοιχτό το στόμα χωρίς λόγο
ανεφακάς= διατροφή
αντάρα=ομίχλη
απάγκειο= μέρος που δεν φυσάει και ήταν βασικό κριτήριο για να επιλέξουν ένα μέρος για μαντρί.
αντερώνομαι= τεντώνομαι για να ξεπιαστώ μετά τον ύπνο
αντρέπομαι= ντρέπομαι
αντί= πίσω ξύλο του αργαλειού
αντράκλα=γλυστρίδα
απαγάδα= νηνεμία, χωρίς αέρα, κατάλληλος καιρός για πότισμα χωραφιών
απαγάδιασε= έπεσε ο αέρας
απάγκειο=μέρος προστατευμένο από τον αέρα
απαράτησε= εγκατέλειψε, πχ. «τον απαράτ’σε η γ’ναίκα κι έφκε»
απίστομα=μπρούμυτα
απίβδησα= δεν αντέχω άλλο
απίστομα= μπρούμυτα πχ. «κοιμάμαι τ’απίστομα»
απ’στομιέμαι= πέφτω μπρούμυτα
αποκόβω=σταματάω το θηλασμό ενός ζώου
αποκοντριάζομαι= απογοητεύομαι, τα χάνω
αποκοτιά=η τόλμη, το θάρρος, η παλικαριά
αποκούμπι=το στήριγμα, η απαντοχή. «Τον έχω για αποκούμπι των γηρατειών».
απομώνουμαι= δεν παίρνω αέρα πχ. «μην απομώνεις την φωτιά γιατί θα σβήσει»
αποσταίνω= κουράζομαι (μετοχή: αποσταμένος)
αράδα =σειρά
αραήλιασμα= ζάλη από τον ήλιο, ηλίαση
αρατίζομαι= εξαφανίζομαι-φεύγω πχ. « αυτός αρατήστικε και ησύχασε ο τόπος»
αρβάλι= πηγαίνω πολύ γρήγορα
αργάζω= ό,τι γίνεται σιγά - σιγά. «Αργάζω στη στάχτη την ίσκα», «έχω βάλει το τυρί στην άργαση»
άργαση= επεξεργασία-σήτεμα
αργητό=δεν αργεί
αρεύω= αραιώνω τα φυτά πχ. «είναι πολύ δασιά τα καπνόφυτα θέλουν άρεμα»
αρήλογο= αραιά πλεγμένο ή φυτεμένο
αρμάθα= φύλλα καπνού περασμένα σε σχοινί με τη βοήθεια μιας ειδικής βελόνας ή με τη βοήθεια μηχανής
αρμάθα=φύλλα καπνού περασμένα σε σχοινί με ειδική βελόνα για αρμάθιασμα.Μήκος περίπου 1 μέτρο
αρμαθιάζω= φτιάχνω αρμάθες
αρμάθιασμα= η διαδικασία περάσματος των φύλλων του καπνού σε σχοινί με τη χρήση ειδικής βελόνας
άρμεγμα= συλλογή γάλακτος από τα ζώα
αρμέγω= συλλέγω γάλα από τα ζώα
αρμένες= ανοιξιάτικο φυτό που μοιάζει με μεγάλο χαμομήλι
αρμεξιά= η ποσότητα του γάλακτος που παίρνουμε κάθε φορά που αρμέγουμε τα ζώα
αρμόλυσσα= πολύ αλμυρό πχ. «το φαγητό είναι αρμόλυσσα»
αρμούτα=μεγάλο αχλάδι που υπήρχε στα Αμπέλια,τουρκιkά armut
αρπάκι= μακρύ ξύλο από πουρνάρι κυρίως, «θα πάρω ένα αρπάκι και θα σε πλακώσω»,
αρποκολλιέμαι= πιάνομαι από κάπου, κρεμιέμαι από κάποιο κλαδί.
αρτ’μένο= αρτήσιμο, μη νηστήσιμο
αρύ= αραιό πλέξιμο, αραιό φύτεμα
ασήχαστος= ανήσυχος πχ. «αυτός είναι ασήχαστος δε κάθεται σε μια μεριά»
αστόχαστος= απερίσκεπτος
αστοχάω= λησμονώ, ξεχνώ, πχ. «μαρή ,τ’αστόχησα να σ’φέρω το ταψί σ’»
αστραποβολάει= ρίχνει αστραπές πχ. «αστροβολάει κατ’ το Δομοκό, θα μας πάρει και μας απόψε η βροχή»
αστραπόβολο= κεραυνός
αστρέχα-στρεχιάζω= το μέρος κάτω από τη σκεπή που μας προστατεύει από τη βροχή
αστρίτης= μικρό φίδι
ασωτείες= υπερβολές σε φαγητό ,ποτό κτλ.
άτσαλος=ακατάστατος
ατζαμής= αρχάριος, αδέξιος.
ατζιάκ= μόλις, ακριβώς,ξαφνικά πχ. « ατζιάκ να έρθ’ ο πατέρας σ’ να δούμε που θα κρυφτείς»
αυγατίζω=αυξάνω
αχαμνός= αδύνατος,κοντός
αχάραγα=πριν χαράξει
αχερώνα= αποθήκη
αχούρι= στάβλος, βρώμικο σπίτι
αχώρια=χωριστά
αψύς=τσακώνεται εύκολα
Β
βάζ’= βουίζει,(«Βάζουν τα ρέματα»: Βουίζουν από τις κατεβασιές των νερών τα ρέματα.)
βαΐζω= γέρνω– λυγίζω από το φορτίο. «Βάισε η φράχτ’ πρέπει να τη σ’κώσουμε».
βακούφι, βακούφικο= εκκλησιαστικό αφιέρωμα,
βαλαντώνω=στεναχωριέμαι
βαμπακέλα= τσιμπέρι, μαντήλι κεφαλιού από βαμβάκι.
βαντί= δέκα ή παραπάνω αρμάθες καπνού μαζεμένες σαν τσαμπί για την μεταφορά τους και την αποθήκευση τους στην αχυρώνα.
βάρα=χτύπα
βαρβατίλα=μυρωδιά αρσενικών ζώων
βαρβάτο =τραγί για γονιμοποίηση
βαρδάκι= είδος λευκόσαρκου δαμάσκηνου
βαρκό= μέρος ή χωράφι που κρατάει νερό.
Βαρκούτσικα=περιοχή του χωριού με στάσιμα νερά
βαρυγκομάω=δυσανασχετώ
βαρυγκόμηση= η δυσανασχέτηση, η όχι καλή συμπεριφορά, η απροθυμία.
βασκαίνω= ματιάζω πχ. «τι έπαθες βασκάθ’κες κι είσαι έτσι»
βασκαμμένος=αυτός που έχει βασκαθεί από κάποιον
βάτα= το φυτό της βατομουριάς
βατεύω=γονιμοποιώ
βάτόμ’ρο=βατόμουρο
βγάνω= βγάζω
βελέντζα= μάλλινη κουβέρτα με κρόσσια στη μια πλευρά
βένω= βάζω, τοποθετώ
βερβερίτσα= ανοιξιάτικο έθιμο για να φέρει βροχή
βερεσές= πίστωση
βετούλι= χρονιάρικο κατσίκι
βζί=στήθος
βίτσα= λεπτή βέργα, μαστίγιο, λούρα πχ «άιντε και πάρω μια βίτσα και σ’ αρχίσω»
βλάμης= αδερφικός φίλος του γαμπρού που βοηθούσε στο γάμο
βλάφτ’=σε ζημιώνει,σου κάνει κακό
βλιάει= βουλιάζει πχ. « Μην πας απο κει γιατί θα βλιάξει το τρακτέρ»
βνο=βουνό
βοδώνω= προλαβαίνω, πχ. « Δεν βόδωσα το λεφορείο κ’ ήρθα με ταξί»
βοϊδογλειψιά= κυρτωμένη προς τα πάνω τούφα μαλλιού στο μέτωπο αγοριών
βουλά= φορά
βολή=άνεση, τρόπος ζωής πχ. «στο σπίτι μ’ ,έχω τη βολή μ’»
βόμπιρας= μικρό παιδί που ενοχλεί τους άλλους
βοτανίζω= βγάζω τα ζιζάνια από τα καπνοφ’τά ή από τα χωράφια
βουκέντρα= εργαλείο για καθοδήγηση ζώων
βουνιά ή σβουνιά= ακαθαρσία αλόγου ή αγελάδας
βραγιά=παρτέρι μακρόστενο
βρακί=εσώρουχο
βρακουζώνα= ζώνη για τη βράκα-παντελόνι
βριζόνια= χειροποίητο σύστημα μεταφοράς των άχυρων μετά τον αλωνισμό στην αποθήκη από βρίζα
βροντάει= κτυπάει,κάνει θόρυβο
βρονταλίδι=κουδούνι
βροντολογάει= κάνει θόρυβο
βυζαίνει=πίνει γάλα το μωρό
βυζακάντι= μυζητικό έντομο που μοιάζει με σφήκα για τη θεραπεία της ελονοσίας
Γ
γαβάθα=πλατύ και μεγάλο σκεύος
γάβρος= είδος δέντρου
γαζί= ραφή
γαζώνω= ράβω
γαϊτάνι=σιρίτι,κορδόνι
γαλάρια= τα γίδια που έχουν γάλα
γαλατσίδα= άγριο χόρτο που όταν το κόβεις βγάζει ένα λευκό υγρό σαν γάλα
γαλατοντενεκέδες=δοχεία για το γάλα
γαλέτα= παξιμάδι του στρατού
γαλίφης=κόλακας
γαλότσα= μπότα ελαστική μέχρι το γόνατο
γαμπρίζω= ψάχνω κοπέλα
γανώνω= επικασσιτερωνω τα χάλκινα σκεύη για προστασία από την οξείδωση του χαλκού που είναι επικίνδυνη για τον άνθρωπο
γανωτής= αυτός που γανώνει τα χαλκώματα, συνήθως πλανόδιος (καλατζής)
γαρδαβίτσα= δερματολογικό εξάνθημα στο χέρι (πίστευαν ότι εμφανίζεται αν κάποιος μέτραγε τ’αστέρια )
γαρδούμπα- κοκορετσάκι φούρνου
γάρος= το υγρό που προκύπτει μέσα στο ντενεκέ του τυριού μετά το αλάτισμα
γάστρα= σκεύος για μαγείρεμα
γδέρνω=βγάζω το δέρμα ενός ζώου
γδικέμαι= εκδικούμαι πχ. « τον γδικήθκε για το περσινό χουνέρι που του έκανε»
γδούπος=θόρυβος βαρύς
γείρω= ξαπλώνω,γέρνω
γεμάρα=κούραση,ταλαιπωρία
γεύομαι= υποφέρω, παιδεύομαι, πχ. «γεύομαι σα το Χριστό αφού δεν έχω βοήθεια από κανέναν»
γιαίνω= γίνομαι καλά μετά από αρρώστια ή ατύχημα
γιακάς= περιλαίμιο ρούχων ,τουρκικά yaka =πλαγιά
γιακί= έμπλαστρο
γιαούρτ’= επιδόρπιο από το πήξιμο του γάλακτος με ειδική ζύμη
γιαπί=ημιτελής οικοδομή
γιαπράκι=τυλιχτά αμπελόφυλλα με ρύζι
γιαρμάς=είδος ροδάκινου
γιατάκι= στρώμα «να πέσω στο γιατάκι μου να αναπαυθώ»
γιαχνί=φαγητό με πατάτες με σάλτσα
γιδόστρατα= στενό μονοπάτι γιδιών
γίκος =στοίβα με τα σκεπάσματα του σπιτιού
γινάτι= θυμός, πείσμα
γιομάτος= γεμάτος
γιόμ’σι=γέμισε
γιορντάνι= στολίδι γύρω από το λαιμό των γυναικών
γιουρούσι= έφοδος στρατιωτικού σώματος
γιούρτ’σε=όρμησε
γιουρτάει= ορμάει πχ. «το σκ’λί σ’ γιουρτάει, να το δέσεις»
γιούρτι= οικόπεδο φρασμένο ,όπου υπήρχαν το καλοκαίρι οι λιάστρες για την ξήρανση του καπνού ή ο μπαξές κάθε σπιτιού.μογγολικής προελεύσεως yurt =ιδιοκτησία,πατρίδα
γκαβός=αλλοίθωρος,δεν βλέπει καλά
γκαβώνομαι= χάνω το φως μου. «Αυτός γκαβώθηκε κι απ' τα δύο μάτια» ή « Αυτός γκαβώθηκε , και την πήρε αυτή για γ’ναίκα τ’»
γκαϊδός= αλλήθωρος
γκαλντερίμι= λιθόστρωτο δρομάκι,
γκανιάζω= κλαίω γοερά, διαμαρτύρομαι έντονα, πχ. «το κούτσκο γκάνιαξε στο κλάμα»
γκανιάζω= διψάω πολύ πχ. «γκάνιαξα για νερό σήμερα»
γκαρδιώνω= Παίρνω θάρρος, αναθαρρώ. «Φίλος γκαρδιακός».
γκαστριά= εγκυμοσύνη
γκαστρωμένη= έγκυος
γκαστρώνω= αφήνω έγκυο μία γυναίκα
γκέκας =ράτσα σκυλιού,μεταφορικά είναι αυτός που είναι άξεστος-από τα αλβανικά
γκέλα=αναπήδηση,ελιγμός
γκιρίζι=περιοχή στα χωράφια,σωλήνα από τα αλβανικά
γκέμια= χαλινάρια του αλογου
γκισέμι= κριάρι πρωτοπόρο στο κοπάδι
γκιζεράω= περιπλανιέμαι πχ. «αυτή γκιζεράει ούλη μέρα τ’ς γειτονιές»
γκίνια=ατυχία
γκιόλι= μικρός λάκκος με νερό πχ. «γκιόλιασε το νερό τς αυλακιές με τη βροχή πο’ ριξε»
γκιώνης= είδος κουκουβάγιας
γκιόσα= γίδα γέρικη
γκλάβα= κεφάλι, πχ. «αυτός κάνει ότι κατεβάζει η γκλάβα τ’, δεν ακούει κανένα»
γκλαβανή= καταπακτή στο ξύλινο πάτωμα του σπιτιού που οδηγούσε στο υπόγειο
γκλαμπατσίμπαλα=κάποια που χτυπώντας τα κάνουν θόρυβο
γκλίτσα=ράβδος του τσοπάνη
γκόρπα= μαύρη γίδα
γκουμανάτος= αυτός που αρρωσταίνει εύκολα
γκούσα= ο πρόλοβος των πουλερικών
γκουστέρνα= σαύρα
γκουσουμανάω= ανασαίνω βαριά από την κούραση, υποφέρω.
γκράς=πολεμικό όπλο
γλέντ= διασκέδαση
γλέπω=βλέπω
γλήγουρα=γρήγορα
γλίνα= λαδερή λάσπη ή λίπα από το γουρούνι που έσφαζαν τα Χριστούγεννα
γλυκάδια= κομμάτια από το λαιμό του ψητού κατσικιού-αρνιού
γμάρ’ =γαϊδαρος, μεταφορικά ο άνθρωπος με γαϊδουρινή συμπεριφορά
γούβα=κοιλότητα
γουρλώνω=ανοίγω πολύ τα μάτια μου
γούπατο= οριζόντιο μέρος σε μια πλαγιά
γούρμος= Ο ώριμος, ο γινωμένος καρπός
γούρνα= φυσική ή τεχνητή υδατοδεξαμενή στα χωράφια, μεγάλος λάκκος με ή χωρίς νερό
γουρνοτσάρουχα= παπούτσια φτιαγμένα από το δέρμα του γουρουνιού
γράδα=βαθμοί του κρασιού
γράνα=ακριανή αυλακιά του χωραφιού-σύνορο
γραπώνω=πιάνω-αρπάζω
γρατζουνάω=χαράσσω
γρατζουνιά=χαρακιά
γρέκι= τόπος διανυκτέρευσης των κοπαδιών
γρεντιά= το ξύλο που μπαίνει ως κορφιάς στη στέγη σπιτιού η σε μαντρί
γρίβας=σταχτύς
γροικώ= καταλαβαίνω-θυμάμαι πχ. «Τ’ αγροίκ’σα το παληό το σχολείο»
γρούβα=βρούβα
γρουμπούλι=σβώλος
γρούνι=γουρούνι
γύκος= στοίβα κλινοσκεπασμάτων και στρωσιδιών γενικά
γυρβολιά= περιστροφή πχ. «Άιντε πάμε στο χορό να ρίξουμε μια γυρβολιά»
Δ
δά=βεβαίως
δαμάλι= εξαμηνιάτικη αγελάδα
δάχλο=δάχτυλο
δέντρο=στο χωριό εννοούμε κυρίως τη δρυ,αγαπημένη τροφή των γιδιών
δέση= συμβολή ρεμάτων όπου έφτιαχναν μικρά φράγματα για να αντλήσουν νερό
δεφτέρι=μικρό σημειωματάριο
δημοσιά= φαρδύς ασφαλτοστρωμένος δημόσιος δρόμος «Θα βγώ στη δημοσιά να πιάσω το λεωφορείο για τη Λαμία»
διακονιαρεύω=ζητιανεύω
διακονιάρης= ζητιάνος
διαούρτι=γιαούρτι
διάσελο= πέρασμα κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο λόφους
διασίδι=έτοιμο στημόνι στον αργαλειό για ύφανση
διάτα= συμβουλή, προτροπή, «Δεν θέλω διάτες,ξέρω τη δ’λειά μ’»
διάτανος= διάβολος, «άιντε να πας στο διάτανο»
διάφορο=κέρδος
δικριάνι= εργαλείο ανακατέματος χόρτων σαν μεγάλο πηρούνι
δίμιτο= ύφασμα με δύο κλωστές πχ για τροβάδες σακκάκια
δισάκι= δίδυμος σάκκος για καλύτερη κατανομή του βάρους στο σαμάρι των ζώων
δλεια=δουλειά
δόκανο= παγίδα για ζώα
δοκιέμαι= αντιλαμβάνομαι. «Σε δοκήθηκα όταν ήρθες»
δούγα= σανίδα απ' αυτές που αποτελούν το βαρέλι του κρασιού
δραγάτης= αγροφύλακας (παράγωγο: δραγασιά ).
δράμι= το 1/400 της οκάς ή 3,2 γραμμάρια
δραπέτσι (τραπέτσι)= πολύ ξινό «Πώς το τρως αυτό είναι τραπέτσι».εννοεί πχ.το άγριο κορόμηλο.
δρασκελιά=μεγάλο βήμα
δρημόνι=κόσκινο
δρουλάπι= πολύ δυνατή βροχή (ύδωρ+λαίλαψ) «Έρ’ξε ένα δρουλάπ’ εχτές τα γκρέμ’σε όλα καταή»
δυχατέρα=θυγατέρα
δώθε=εδώ,από εδώ
Ε
ειδίσματα= διακοσμητικά-εξοπλισμός σπιτιού, αποσκευές
ελατορέτσινο=ρετσίνι ελάτου ως φάρμακο
εμ= και
έμ’κε=έμεινε πίσω ή του κόπηκε η αναπνοή
έμπλαξα= συνάντησα κάποιον «Άμα τον μπλάξω θα δει τι έχει να πάθει»
εξόν=εκτός
εργένης= ανύπαντρος
έρεψε=αδυνάτισε πολύ
έρμους=έρημος άνθρωπος,’η έρημος τόπος
εσνάφ, συνάφι= συντεχνία.
εύκαιρος= διαθέσιμος
εφτάζυμος= ζυμωμένος χωρίς προζύμι (αυτόζυμος)- ψωμί που φτιάχνονταν για το γάμο
έχνι=έχουνε
έχος= περιουσία ή ζωικό κεφάλαιο
εψές=χθες βράδυ
Ζ
ζαβλακωμένος=ηλίθιος
ζαβολιά=ατιμία στο παιχνίδι-κλοπή
ζαβός= αυτός που έχει κακή συμπεριφορά
ζαβώνω =στραβώνω
ζαγάρι= κυνηγόσκυλο, κατεργάρης
ζαϊρές= υλικό, εφόδιο ,συνοδευτικό φαγητού
ζακόνι= έθιμο «κάθε μαχαλάς και τάξη,κάθε τόπος και ζακόνι»
ζαλίκα= φόρτωμα πραγμάτων στην πλάτη
ζαλικώνομαι= φορτώνομαι
ζαλωμένος=φορτωμένος
ζαλώνω= φορτώνω
ζαμάνι= καιρός, χρόνος,
ζαρζαβατικό= λαχανικό
ζαρίφ’κος= μικρός και αδύνατος
ζάρκος-ξεζάρκωτος= ο γυμνός, ο χωρίς προστασία.
ζάφτι= υποταγή, νίκη «δεν μπόρεσε να τον κάνει ζάφτι»
ζβέλτους=σβέλτος
ζβέρκος= τράχηλος
ζαβζέκι=ανήσυχο παιδί
ζεγκί= αναβολέας για την ίππευση αλόγου
ζαμπερέκι=πόμολο πόρτας
ζάφτ=κυριαρχία,νίκη
ζγούρ’=αρνί ή κατσίκι 2 ετών
ζεμπίλι= πλεχτό σακούλι
ζερβός= αριστερός
ζεύω= ενώνω δύο ζώα στο ζυγό
ζέχνω= βρωμάω, «Αυτός ζέχνει από μακριά»
ζητούνι= πόλη πίσω ή πέρα από το ποτάμι (η Λαμία),
ζιαφέτι= το φαγητό και γλέντι για κάποιο ευχάριστο γεγονός
ζίλια=χειροκούδουνα,τάσια
ζιπούνι=γιλέκο με μανίκια
ζ’λάπι= λύκος-χαζός
ζμάρ’=ζυμάρι
ζ’μι=ζουμί ,μεταφορικά οι μέρες που θα ζήσει κάποιος
ζναρ ή ζουνάρ’=ζώνη
ζόρι= βία
ζουλάπι=άγριο ζώο
ζούμπερο=έντομο στα σλαβικά,μικρό ζώο
ζούρα=κατακάθι
ζουράκι=το περίγραμμα ενός κεντήματος
ζουρνάς= αυλός-μουσικό όργανο
ζουχός=ζωχός,άγριο βρώσιμο χόρτο
ζύγι= βάρος
ζυγούρι=δίχρονο αρνί
ζυγώνω= πλησιάζω
ζωντανό= κυρίως κατοικίδιοζώο
Η
ήμερο=ήσυχο ζώο
ήρα=άγριο χόρτο
ήσκα=μύκητας που προσκολλάται σε δέντρα και χρησιμοποιούνταν για το άνναμα φωτιάς μετα από επεξεργασία
Θ
θάμα=θαύμα
θαμπά= πρωί - πρωί, δεν βλέπω καθαρά
θαραπεύομαι= μένω ευχαριστημένος
θέμελα=θεμέλια σπιτιού
θεριστής= ο μήνας Ιούνιος
θέρος= θερισμός
θημωνιά= σωρός από δεμάτια δημητριακών
θκομ’=δικό μου
θληκώνω= κουμπώνω- ενώνω
θλια=θηλιά
θλίκι= θηλειά-κουμπί
θράκα= κάρβουνα φωτιάς(ανθρακιά)
θραψερός= ο ζωηρός και γεμάτος ζωμό βλαστός των φυτών, το αποτέλεσμα είναι να σπάει εύκολα
θυμητκό= μνήμη, «αυτός έχει πολύ καλοθ’μητικό»
θυμνιάμα=θυμίαμα
θυμνιατήρι=θυμιατό
Ι
ίγκλες= δερμάτινα λουριά για την στερέωση του σαμαριού
ινάτι=πείσμα ,τουρκ.
ίσκα= μύκητας που συναντάμε κυρίως σε πλατάνια, χρησιμοποιούνταν μετά από επεξεργασία για να ανάψουν φωτιά με τσακμακόπετρες
Κ
καβάκι= λεύκα
καβαλικεύω=ανεβαίνω στο άλογο ή στο γαϊδούρι
καβάλλο=το μέρος του παντελονιου που συνδέει τα δύο μπατζάκια
καβγάς=μάλλωμα
καβούκι=κέλυφος χελώνας
κάδη= ξύλινο κυλινδρικό δοχείο για τρόφιμα πχ. για γάλα
καζάκα=αμάνικη μπλούζα
καζάνι= λέβητας που χρησιμοποιούνταν για να βράσουν νερό ή να βγάλουν τη λίπα του χοιρινού
καζάντι= κέρδος, πλουτισμός
καζαντίζω= κερδίζω-προκόβω
καζάρμα= φυλάκιο-στρατώνας
καϊλα=κάψιμο,ενδιαφέρον (μεταφ)
καθ’σιό= αργία-ξεκούραση
κακάδα=ξερή βλέννα της μύτης
κακαράτζα= ακαθαρσία κατσικιών
κακαρώνω=πεθαίνω
καλαϊτζής= γανωτής, από το καλάι που είναι ο κασσίτερος
καλαμιά= αυτό που μένει στο χωράφι μετά το θερισμό, αρχές φθινοπώρου την έκαιγαν για να προετοιμασουν το χωράφι για όργωμα
καλαμοβύζα (γίδα)= αυτή που έχει μακρόστενα στήθη σαν καλάμια
καλαμπούρι=αστείο
καλίγωμα= πετάλωμα ζώων από τους ιδιοκτήτες η από τον αλμπάνη-πλανόδιο πεταλωτή
καλκάνη =πλευρά του σπιτιού προστατευμένη από το κρύο,(τουρκικά=ασπίδα)
καλόϊρους=καλόγερος
καλοκρισιάρης= καλομίλητος άνθρωπος
καλοπίχερα= εύκολα, χωρίς κόπο. «Δεν θα πάρει αυτό καλοπίχερα»
καλούδια=αγαθά-δώρα
καλπαζιά=σφαλιάρα
καλωσκερίζω=τρώω για πρώτη φορά,ή απλώς τρώω
καμούτσιασε:αγρίεψε
καμπλιαύκι=το καπέλο του παπά ή απλά καπέλλο
καμτσίκι= μαστίγιο
καναπίτσα= λυγαριά .χρησιμοποιούνταν στην κατασκευή καλαθιών
κανάτι= δοχείο υγρών
κάνουλα=βρύση
κανούτος,-α,-ο= ζώο με τρίχωμα φαιόξανθο, σταχτί
καντάρι= σατέρι, στατήρας (44 οκάδες)
κάπα= πολύ χοντρός επενδύτης βοσκών
καπάρος= προκαταβολή για το κλείσιμο μιας συμφωνίας ή μιας αγοράς
καπάτσα=επιτήδειος-καταφερτζής
καπίκι= πόντος στην πρέφα
καπστράλι= χαλινάρι
καπστράνα= περιλαίμιο για άλογα
καπτσάλια= μικρά ξυλαράκια που έμπαιναν στο στόμα νεογέννητου μικρού κατσικιού για να εμποδίσουν το βύζαγμα, έτσι ώστε οι κτηνοτρόφοι να συλλέγουν το γάλα και να το πουλούν ή να φτιάχνουν τυρί
καραβάνα= δοχείο φαγητού
καραούλι= φυσικό παρατηρητήριο με πανοραμική θέα, «θα βγώ στο καραούλι να δω που είναι τα γίδια»
καράς= μαύρος
καραμάνικο=μαύρο πρόβατο
καραμούζα=πνευστό μουσικό όργανο
καραμπίνα=κυνηγετικό όπλο
καρβέλι= ζυμωτό ψωμί σε φιάφορα σχήματα ,συνήθως φακοειδές
κάργα=πλήρες
καργάρω= φορτώνω-σφίγγω
καρδάρα= ξύλινος ή μεταλλικός κάδος της στάνης όπου συλλέγονταν το γάλα κατά το άρμεγμα
καρέλες= κόκκινα δερματικά εξανθήματα
καρέλι=τροχαλία ή αυτο που ήταν τυλιγμένες οι κλωστές του εμπορίου
καρίκι= δοκιμαστική-διαχωριστική αυλακιά ή ραφή
καρικώνω= ράβω δοκιμαστικά πριν το τελικό ράψιμο
καρκατσελιάς= κοκίτης, ασταμάτητος βήχας
καρκαβίτσα=σπυρί στο χέρι σε σχήμα κουνουπιδιού
καρλάφτης= αυτός που έχει πεταχτά αυτιά
καρλάφτικο=ζώο με μεγάλα αυτιά
καρμαλίζω= καίω αρκετά το ψωμί πάνω στη σόμπα
καρούμπαλο=εξόγκωμα στο κεφάλι
καρούτα ή κουρίτα= σκάφη, σκαφίδα, για το τάισμα ή το πότισμα των ζώων
καρτεράω=περιμένω
κασμάς=εργαλείο για σκάψιμο
καρτέρι=ενέδρα
κασαβέτ’=στεναχώρια
κασμάς= σκαπάνη
καταπότι= κεφαλή αυλακιού ποτίσματος πχ.ντομάτας
κατάσαρκα= να ακουμπάει το ρούχο στη σάρκα
κατεβασιά= ορμητική ροή νερού μετά από βροχή «τον πήρε η κατεβασιά και τον έπνιξε»
κατιά= υπόστεγα για ζώα
κατράμι= πίσσα-μαύρος
κατσαμάκι= τσιγαρισμένο καλαμποκάλευρο με τυρί
κατσάρια= πέδιλα κοριτσιών
κατσίκα= γίδα
κατσιλιέρης= είδος πουλιού (κορρυδαλός)
κατσιλώνω= σηκώνω τ’αυτιά, (είμαι σε επιφυλακή), «το σκυλί κατσίλωσε τα αυτιά μόλις τον κατάλαβε»
κατσούλα= σκούφια
κατσούλι= λοφίο
κατώι= υπόγειο
καυκαλίθρα=αρωματικό βρώσιμο χόρτο ,για πίτες
κάφκαλο= κέλυφος χελώνας
καψώνω= ζεσταίνομαι, «Τι,κάψωσες κι έβγαλες το πουκάμισο;»
κβαρ’=κουβάρι
κεντρόφυγγα= αντλία νερού για μικρά βάθη άντλησης που έπαιρνε κίνηση από το τρακτέρ ή ήταν αυτόνομη με δικό της κινητήρα
κενώνω=γεμίζω φαγητό τα πιάτα
κεφαλώνω= προσπερνάω τα ζώα προσπαθώντας να τους αλλάξω κατεύθυνση
κεφτεδακί-μικρο μπαλάκι κιμά
κιλίμι= ψιλό χαλί,
κιοσσές=σπανός, Κίοσια περιοχή χωρίς βλάστηση
κιοτεύω= φοβάμαι
κιοτής= δειλός
κιρκινάζι=είδος μικρού πουλιού
κλάπα= ξύλο για υποστήριξη σπασμένων άκρων ζώων ή ανθρώπων ή συνδετικό ξύλο σε κατασκευές.
κλαπάτσα= διστομίαση του προβάτου ή κατσίκας
κλειτσίκια= τα άκρα (πόδια) του σώματος
κλειτσινάρια= αδύνατα πόδια- ξύλο
κ’λος=κουλός
κλούβιο= μπαγιάτικο-χαλασμένο αυγό
κλούκι=το παραβλάσταρο, τρυφεροί βλαστοί του καπνού που έπρεπε να αφαιρεθούν
κλουπακάω= ανακινώ ένα υγρό
κλουφ΄=το κέλυφος πχ. από τα φασόλια
κ’ναβ’=κουνάβι
κ’νουπ’=κουνούπι
κοδέλα= στράτα με εναλλασσόμενες στροφές.
κόκα=βαθούλωμα-εγκοπή σε ξύλο για να μη φύγει από τη θέση του πχ.στη στέγη της καλύβας
κόρα= κρούστα, άκρη του ψωμιού
κλωτσοτύρι=τυρί μετα την επεξεργασία του ξυνόγαλου
κοκκάρι= μικρό κρεμυδάκι για φύτεμα
κοκόνι= αδέσποτο σκυλί
κοκορέτσι= σούβλα με τα εντόσθια του ζώου
κόθρος=η ξερί άκρη από το καρβέλι
κοκκάρι=μικρό κρεμμύδι για φύτεμα
κοκκόσα=καρύδι
κοκκοφρίνι=το πρώτο γάλα μετά τη γέννα πηγμένο γάλα,τρώγεται με ζάχαρη ή αλάτι
κολατσιό=πρόγευμα
κολλάστρα= πρωτόγαλα των γεννημένων ζώων
κολήγος=υπηρέτης του τσιφλικά
κολοβό= ζώο χωρίς ουρά
κολοκούρ’σε= τα κλάδεψε πολύ πχ. τα δέντρα
κολτσίνα=παιχνίδι με χαρτιά
κονάκι= κατάλυμα, σπίτι, βλάχικη καλύβα
κόνξα=καπρίτσιο πεισμα
κοπανόκαδη= ξύλινο μακρόστενο δοχείο για την εξαγωγή του βούτυρου
κοπριά=ζωικά απόβλητα
κοπρίτης=ανεπρόκοπος,τεμπέλης
κόπτσα= κουμπί μεταλλικό
κόρα= κρούστα ψωμιού
κορασίδια= άγουρα πεπόνια
κορομούζι= ο κωνικός καρπός του καλαμποκιού
κορόμπλο= κορόμηλο
κορφολόγ’μα= κόψιμο των κορυφών ενός φυτού
κόρφος= μασχάλη-αγκαλιά
κοσεύω= τρέχω γρήγορα
κοσιά= μεγάλο δρεπάνι (σε μορφή γάμμα) για κόψιμο χόρτων
κοτάω=τολμάω, ριψοκινδυνεύω
κοτέτσι= ορνιθώνας
κοτζάμ= μεγάλος
κουμανταρίζω=κοντρολλάρω-ελέγχω
κουπάνα= κατασκευή από τσιμέντο για να πίνουν το νερό τα ζώα
κουσμάρι=χλωρό τυρί ,ανάλατο
κουτρίδι= άγουρο φρούτο
κοτρώνι= πολύ μεγάλη πέτρα
κότσαλο= κοτσάνι καλαμποκιού
κοτσάνα= ψέμα
κότσι= κόκαλλο ,αστράγαλος ποδιού
κοτσονάτος= ηλικιωμένος που το λέει η ψυχή του
κουβάς=δοχείο νερού
κουκνιάζω= διώχνω
κουκουμπέλες= μανιτάρια
κουκούτσι-σπόρος δένδρων
κουλουτούμπα=κωλοτούμπα,περιστροφή του σώματος
κουμάσι= παλιοχαρακτήρας
κουμάσι= πρόχειρη κατασκευή για το γουρούνι ή για τις κότες
κουμπαράς=θήκη για χρήματα
κουνιάδος= γυναικαδελφός
κουντράω=χτυπάω με τα κέρατα
κούντρημα= κτύπημα των κεφαλιών δύο αιγοπροβάτων
κουντριέμαι= χτυπώ το κεφάλι μου με κάποιον-αντιδικώ
κούπωμα=καπάκι,σκέπασμα
κουράδι=περίττωμα ανθρώπου
κούρβουλο=πολύ καμμένο,γέρικο
κουρδιλιάγγος=οισοφάγος ,λαιμός κότας
κουρελού= χαλί φταγμένο στον αργαλειό από κουρέλια
κουρίτα= σκάφη,λεκάνη για πότισμα ζώων
κουρκούτι= χυλός
κουρμπέτι= ξενιτιά-η γύρα σε διάφορα μέρη
κούρνια= φωλιά για να μένουν οι κότες
κουρνιάζουν= πάνε στη φωλιά τους οι κότες
κουρνιαχτός= σκόνη
κούρος= κούρεμα αιγοπροβάτων
κούσαλο= πολύ γέρος, χωρίς δύναμη
κουσούρι= ελάττωμα
κουτάβι=-νεογέννητο σκυλάκι
κουτάρα= χώρος στέγασης ζώων στο μαντρί
κουτουράδα= απερισκεψία
κουτουρού= στην τύχη, πρόχειρος υπολογισμός του κόστους μιας εργασίας
κούτρα= κεφάλι
κουτρουλός= στρόγγυλος σπόρος-στρογγυκοκέφαλος
κούτσ’κο=μικρό
κουτσιλιά= περίττωμα πουλιών (διαλυμένο στο νερό χρησιμοποιούνταν σαν υγρό λίπασμα στα καπνοφυτά)
κουφάλα= κοιλότητα δέντρου-δοντιού
κουφάλογο=αυτός που δεν ακούει καθόλου
κοφίνι= μεγάλο ή μικρό πλεχτό καλάθι για μάζεμα καπνού– σταφυλιών ή αυγών
κόφτ’=κόβει,πηγαίνει πχ. κοφτ’ σαπέρα
κοψίδι= κομμάτι κρέας
κρανιά= είδος δέντρου
κράση= οργανισμός –DNA «αυτός έχει γερή κράση»
κρέμαση= σημείο με πολύ νερό που πέφτει από ψηλά
κρένω= μιλώ (στον αόριστο: έκρινα)
κρικέλα= μεγάλος κρίκος, δημόσιο-κράτος (μεταφορικά)
κρικέσσα=σταυροδρόμι ,αλβανικά kriqeza
κρίκικο= μη ήρεμο -ζαβό σκυλί
κρίνε=μίλα
κριντ’=μίλα του
κριτσανάω=τρώω κάτι σκληρό με θόρυβο
κριτσιανίζω= μασώ με τα δόντια κάτι σκληρό
κρούπ’= μεταλλικό δοχείο-άνθρωπος χωρίς αξία (μετ)
κρούτο= κριάρι με μικρά κέρατα
κρούω=ακουμπάω
κ’τάζομαι=ξαπλώνω,κοιμάμαι
κ’τάσ’=κοιμήσου
κ’τσός=κουτσός
κ’τσάθηκι=κουτσάθηκε
κυβερνάω= κάνω κουμάντο στη ζωή μου
κυτάρι= ο πλακούντας που περιβάλλει τα έμβρυα, (αλλιώς: ύστερο),
κ’φάθκι=κουφάθηκε
κ’φός=κουφός
κωθώνια= τεμπέληδες’αυτοί που ζουν σε βάρος των άλλων
κωλάθρα= μεγάλα οπίσθια
κωλόπανα= τα πανιά που έβαζαν στα μωρά παλιά πριν ανακαλυφθούν τα πάμπερς
κωλοτούμπα= στροφή, τούμπα στον αέρα
κωλοφούσι=παραφιάδα πχ.στο καπνό
Λ
λαβούρα= πολύ ζέστη, φόβος,ερημιά
λάβρα= ζέστη
λαβώνω=τραυματίζω
λάγαρο= καθαρό
λαγγιόλι= η δίπλα της μαλλίνας ή της φουστανέλας.
λαγούμι= υπόγεια φωλιά ζώου
λαιμαργιά= περιλαίμιο
λαϊνι= δοχείο νερού
λάιο= μαύρο πρόβατο
λαιμαριά=κολλάρο για ζώα
λακάω= φεύγω
λάκκα= σχετικά επίπεδο μέρος χωρίς δέντρα
λαλαγγίτα= τηγανίτα, πρωινό το χειμώνα πασπαλισμένη με ζάχαρη.
λανάρι= εργαλείο για να ξάσουμε το μαλλί
λαναράς= εριουργός- ειδικός στην επεξεργασία μαλλιού
λάου-λάου=σιγά-σιγά
λάπατο= λάπαθο-άγριο σπανάκι
λασκάρω=ξεσφίγγω
λαφιάζομαι= ξαφνιάζομαι
λαχανιάζω= κοντανασαίνω
λαχαίνω=πετυχαίνω
λαψάνα= είδος βρώσιμου χόρτου-ελαιοκράμβη που παράγει το κραμβέλαιο
λεβέντης=δυνατος απο το ιταλικό levare,ανατολίτης
λεβίθα= παράσιτο εντέρου γουρουνιού σε μορφή μεγάλου σκουληκιού
λειανίζω= κόβω σε μικρά κομμάτια- μεταφορικά=κτυπάω κάποιον
λειανός=λεπτός
λειρί= κόκκινη προεξοχή στο πάνω μέρος του κεφαλιού κόκκορα ή κότας
λέλεκας= πελαργός
λελούδι=άνθος
λέρα= βρωμιά-ανήθικος άνθρωπος
λέσιο= το πολύ αδύνατο, το πτώμα. «Βρωμάει σαν το λέσιο».
λέτσος= βρωμιάρης
λημέρι= κρυψώνας
λιάρος= ασπρόμαυρο ζώο,
λιάστρες= ξύλινες ή μεταλλικές κατασκευές για την ξήρανση των καπνών στα γιούρτια
λίβας= πολύ ζεστός νοτιοδυτικός αέρας
λίγδα= λαδιά
λιγούρης= καχεκτικός
λιγώθηκα= έφαγα κάτι πολύ γλυκό και δεν αισθάνομαι καλά
λιζγάρι= πατόφτυαρο,τουρκικά izgar
λιθάρι ή λ’θάρ’=μεγάλη πέτρα
λιλιά= χρήματα
λιλίτσια= μικροαντικείμενα που βροντάνε
λιμάζω= πεινάω πολύ
λιμασμένος= πεινασμένος
λιμαργάω= επιθυμώ πολύ κάτι
λιμοτάγαρα= ανήθικοι άνθρωποι-φτωχοί,αυτοί που δεν είναι σταθεροί στις απόψεις τους
λιμπίζομαι= μου αρέσει πολύ
λιτσαρέκι= βρεγμένος
λιχνάω= πετάω ψηλά κάτι για να το καθαρίσω με την βοήθεια του αέρα.
λιχνίζω= πετάω ψηλά στον αέρα τα δημητριακά για να φύγει το άχυρο
λόγγος= πολύ πυκνό δάσος
λογιάζω=σκέφτομαι=υπολογίζω
λοϊδια= ποικιλίες (λοϊών-λοϊών πράγματα)
λόρδα= μεγάλη πείνα
λοστός= σιδερένιος μυτερός μοχλός χρήσιμος στη διάνοιξη οπών στο έδαφος για την τοποθέτηση παλουκιών
λουβί= καρπός φασολιάς
λουθνάρι= μεγάλο εσωτερικό σπυρί το οποίο αντιμετωπίζονταν με ελατορέτσινο .
λούκι= υδρορροή-δυσκολία
λουμάκι=ξύλινος βλαστός
λούμι= θολό κατακάθι
λουμίνι= φυτίλι καντηλιού από άγριο φυτό
λούμπα= χάσιμο,αποτυχία
λούρα= λεπτή ευλύγιστη βέργα χρήσιμη στην κατασκευή πχ. φραχτών
λουρίδα= ζώνη
λούτσα= περιοχή με στάσιμο νερό, μούσκεμα, βρέξιμο
λούτσα= μούσκεμα
λουτσίδι=μούσκεμα
λουφάζω=κρυβομαι,δεν μιλάω από φόβο
λύσσα(φαγητό)= πολύ αλμυρό
λύσσα (σκύλου)= αρρώστια
λωβιάζω= μαγαρίζω, μολύνω
λωβιάρης= μολυσμένος
λωβιασμένο=μολυσμένο,βρώμικο
Μ
μαγαζί= καφενείο-παντοπωλείο και γενικά κατάστημα
μαγαρίζω= μολύνω
μαγκάλι= πύραυνο φορητό
μαγκούρα= ξύλινο στήριγμα χειροποίητο
μαγκούφης= έρημος, χωρίς οικογένεια
μαντζούνι= δυναμωτικό φάρμακο, γλειφιτζούρι
μαγκούφης= έρημος
μαγκώνω=πιάνω σφιχτά
μαζώνω= μαζεύω
μαλαγάνας= κόλακας ή καταφερτζής
μαλάζω= αγγίζω
μαλτέζα= φυλή κατσίκας από τη Μάλτα
μαμαλίγκα= είδος πίττας με χυλό και διάφορα υλικά π.χ.κολοκυθομαμαλίγκα
μανάλι= μεγάλο κηροπήγιο
μανάρι= θρεφτάρι οικόσιτο ζώο
μανέστρα=ζυμαρικό κριθαράκι
μανουάλι=κηροπήγιο εκκλησίας
μαντάλι= μάνδαλο
μανταλώνω = κλειδώνω
μαντανία= στρωσίδι
μανταρίστρα= επδιωρθώτρια καλσόν
μαντάρω=καρικώνω-επιδιορθώνω
μαντράχαλος=ψηλός και ανεπιτήδευτος
μαξούλι= σοδειά, συγκομιδή, κέρδος
μαράζι=στεναχώρια
μαραφέτι=εργαλείο,εξάρτημα
μαργωμένος= κρυωμένος
μαργώνω= κρυώνω
μαργωσιάρης= αυτός που δεν αντέχει το κρύο
μαρή= προσφώνηση σε γυναίκα (μαρή Κώσταινα κάνε σα ‘δώ)
μαρκαλάω= γονιμοποιώ, για ζώα
μαρκάλισμα, (-άλος, -ίζω)= βάτεμα-γονιμοποίηση των γιδιών και των προβάτων
μαρκάλος= συνουσία ζώων
μαρκούτσι= σωλήνας
μαρμάρα=γίδα ή προβατίνα που είναι άκαρπη
Μάρτ’ς=Μάρτιος
μασιά= τσιμπίδα του τζακιού,
μασούρι= καρούλι-ή λεφτά σε κύλινδρο
μαστάρ’= στήθος
μαστραπάς= δοχείο για το νερό-κρασί
μάσω= μαζέψω
ματαβρίσκω=ξαναβρίσκω
ματάδα=ξανά είδα
ματάρθα=ξαναήρθα
ματσαλάω=μασάω, μεταφορικά μιλάω
ματσούκα=ποιμενική ράβδος
ματσούκι=μακρύ ξύλο
μαχαλάς=γειτονιά
μαχιά= σενάζι
μέγγλα=νάζι-πείσμα
μεζές =λιχουδιά
μελετάω= μεταφορικά ,μιλώ για κάποιον που λείπει
ματοτσίνορα= βλεφαρίδες
μάτσα-μάτσα= κόβω το κρέας σε μικρά κομμάτια, άτσαλα, επειδή δεν έχω σταθερό χέρι
μαυραγάνι= είδος σιταριού με μαύρες αγάνες
μέγας= βόρειος άνεμος
μένη= ξύλινο κιβώτιο, πρέσσα για το πάτημα του καπνού
μεράκι= αγαπημένη ασχολία
μερεμέτι= μικρή επιδιόρθωση
μέρος= τουαλέτα εξωτερική
μεσάλι= τραπεζομάντηλο
μέσκλα (ρ. μεσκλίζομαι)= σκίζομαι
μέχομαι= επιθυμώ έντονα
μηνίγγια= κρόταφοι
μιλιόρι= αρνί ή κατσίκι δυο χρονών
μιλιούνι=πάρα πολλά
μίνιο=βαφή για τις σόμπες
μούσκρο= γκρίζο
μισκλάω=σκίζω, κάνω κομμάτια
μόλα=άφησε σχοινί
μολεμένο= μολυσμένο
μολεύω= μολύνω, μεταδίδω κάποια αρρώστια
μόλτσα= σκόρος
μολόγα= αφηγήσου-μαρτύρα κάτι που ξέρεις
μονέδα=το χρήμα
μόρα= εφιάλτης, κακό όνειρο
μοραπία,μοραπάς= παροιμία,τετράστιχο
μοσκιό=μουσκεμένο
μούλα= θηλυκό μουλάρι
μου πρόχει= με βολεύει, με εξυπηρετεί
μουνούχι= ευνουχισμένο ζώο
μουντός= σκούρος, σκοτεινός
μουραπάδες= τα παραμύθια, οι ανέκδοτες ιστορίες.
μούρκος ή μούργος= σκουρόχρωμος (για σκυλιά)
μουρλός=χαζός
μουρντάρ=πονηρός
μουσαφίρης= επισκέπτης
μουσκιό= βρεγμένος-στο νερό
μουσκ'φός= ο κρυφοπόνηρος,ο ύπουλος, ο πονηρός, ο εχθρικός άνθρωπος.
μουτλάκ= επίμονα,βεβαίως,τέλος πάντων
μουτσούνα=μούρη
μπλαρ΄=μουλάρι
μπαγδαντί= μεσότοιχος από ξύλινες βέργες και σοβατισμένος με λάσπη.
μπαγιάτικος= πολυκαιρισμένος
μπαγλαρώνω=δένω,περιορίζω
μπαϊρι= ακαλλιέργητο χωράφι-πλαγιά
μπάκα=κοιλιά
μπάκακας= βάτραχος
μπακάλης= παντοπώλης
μπακίρι= χάλκινο σκεύος
μπακράτσι= χάλκινο δοχείο με χερούλι για υγρά
μπαλάντζα=ζυγαριά
μπάλιος= παρδαλός, με στίγματα στο τρίχωμα,
μπαλντάς= μικρό τσεκούρι για τεμαχισμο κρέατος
μπατζανάκια= άνδρες που έχουν παντρευτεί δύο αδερφές
μπαλντίμια= προστατευτικά λουριά για τα καπούλια του ζώου
μπαλτάς= κοντόχοντρο μαχαίρι
μπάλλιο= γίδα- πρόβατο με άσπρο σημάδι στο μέτωπο
μπαλώνω= επιδιορθώνω
μπαμπανέτσα=χορτόπιτα με καλαμποκάλευρο
μπαμπέσης= αυτός που δεν κρατάει τον λόγο του
μπάντα=πλάι,επιτοίχιος τάπητας στο πλάι του κρεβατιού
μπαξίσι= δώρο
μπάρα-μπάρα= στα ίσα
μπαρμπούτι=τυχερό παιχνίδι με ζάρια
μπάστακας=αδιάκριτος παρατηρητής
μπατάκι= βυθισμένο
μπατάλικο= άχρηστο
μπαταριά=πυροβολισμός
μπαταχτσής= χρωστάει σε πολλούς, απατεώνας
μπατζάκι= σκέλος παντελονιού
μπατήρης=άφραγκος
μπάτσα=σφαλιάρα
μπάφιασα=κουράστηκα
μπαχαντέλα=χαλασμένο πράγμα,ασήμαντο πράγμα
μπεγλέρι=κομπολόι
μπεζαχτάς=συρτάρι με χρήματα
μπεζερίζω=κουράζομαι,αποκάμνω
μπεκιάρης= εργένης-άγαμος
μπελάς=πρόβλημα
μπερεκέτι= καλό εισόδημα, ευφορία
μπερτάχι= το δάρσιμο με τη γκλίτσα. «Τού 'δωσα ένα καλό μπερτάχι».
μπέσα= λόγος τιμής
μπινιάρικο= δίδυμο
μπισίκι= κούνια για μωρά
μπιτ= εντελώς
μπιτίζω= τελειώνω
μπιτόνι= πλαστικό δοχείο νερού-πετρελαίου
μπογάζι=αέρας που έρχεται μέσα από στενό πέρασμα
μπόγος=δέμα με ρούχα
μπλάνα= μεγάλος βώλος από χώμα μετά από όργωμα
μπλάστρης= κυλινδρικό λεπτό ξύλο για άνοιγμα φύλλων
μπλατσανάω=χτυπώ το νερό άσκοπα
μπλιόρα= γίδα με πολύ γάλα
μπλουγούρι=χονδροαλεσμένο σιτάρι για τραχανά
μπόι= ανάστημα,
μπόλια=τσεμπέρι
μπολιάζω= εμβολάζω δένδρα-συμπληρώνω φυτά
μπόλικο= άφθονο
μπόλκα= ζακέτα
μπομπότα= καλαμποκίσιο ψωμί
μποναμάς=δώρο
μπόρα=καταιγίδα
μπόσικος= χαλαρός,άδειος,μεταφορικά υποχωρητικός άνθρωπας
μποστάνι= περιβόλι, λαχανόκηπος
μπροστούρα= η διογκωμένη και προεξέχουσα κοιλιά.
μπουέτι= δροσερός αέρας
μπούζι= πολύ κρύο
μπουκουβάλα= πρόχειρο φαγητό από ψωμί και τυρί ανακατεμένα.
μπούμτσας=αυτός που κάνει θόρυβο
μπουνάτσα=νηνεμία,γαλήνη,απαγάδα
μπουνιά=γροθιά
μπουρδουκλώνω=μπερδεύω,τακτοποιώ οπως-όπως
μπουρί=σωλήνα κανοδόχου για τη σόμπα
μπουσμάκι= είδος βρώσιμου βολβού
μπουσουλάω=περπατάω στα τέσσερα
μπούτι=μηρός
μπουτόκι= ρέμα,χαντάκι
μπουτσνάρ= στόμιο από δοχείο
μπούχαβο= αφράτο χώμα
μπουχαρί= καπνοδόχος
μπουχός= καπνός «Έγινε μπουχός, έγινε άφαντος».
μπόχα= η ανυπόφορη βρωμιά, η δυσοσμία. «Με πήρε η μπόχα».
μπότσι= δοχείο για νερό ή κρασί
μπράσκα= ο φρύνος, μεγάλος βάτραχος
μπρατίμ’= κολλητός φίλος
μπραφ= πετάγομαι απότομα από τη θέση μου
μπριάνι=μπριάμ ,με την σωστή προφορά από τα περσικά
μπροστάντζα=προκαταβολή
μπροστέλα= ποδιά για μωρά
μπρούμυτα=πρηνηδόν
μπρουχαλίζω ή μπρουτσαλίζω= καταβρέχω με νερό, που κρατώ στο στόμα (αμπούκα) ή φτύνω
μ’σιακός=μισό-μισό με κάποιον
μσκάρ’=μοσχάρι
μυγοχάφτει= έχει ανοιχτό το στόμα συνέχεια σαν χαζός
Ν
νάκα= δερμάτινη κούνια
νάμ’=δ’ωσε μου
νάνι= ύπνος
νειρεύομαι=ονειρευομαι
νεροτριβιά= μαντάνι, (δηλαδή εργαστήρι κατεργασίας μάλλινων υφαντών σε κάδο με νερό)
νεροντενεκάδια= δοχεία μεταφοράς νερού
νέτα=καθαρά,σταμάτα
νιανιά=το ψιλοκομμένο φαϊ
νίβομαι= πλένω το πρόσωπό μου
νισάφι=φτάνει,έλεος
νισεστές=αμυλάλευρο για χαλβά φαρσάλων
νογάω=ξέρω,καταλαβαίνω
νοματαίοι= άτομα
νσάφ’=νισάφι,φτάνει
νταβάνι=οροφή σπιτιού
νταβάνι=μεγάλη μύγα των ιπποειδών
νταβαντούρια= φασαρία, δυνατός θόρυβος. «Απόψε είχαμε νταβαντούρια».
νταβάς=στρογγυλλό ταψι
νταβραντισμένος= δυνατός
νταγιαντάω= στηρίζω
ντάλα=στο, από τα ιταλικά
νταλαβέρι= συμφωνία-συναλλαγή
νταμάρι= φλέβα-γεννιά
νταμαχιάρης= ο αχόρταγος, ο ανικανοποίητος. «Αυτός είναι νταμαχιάρης σ' όλα».
νταμιντζάνα= γυαλινο δοχείο για ποτά
ντάνα=στίβα,στήλ πραγμάτων
ντανιάζω=φτιάχνω στοίβες πχ. από τελάρα
νταντέλα= δαντέλα
νταούλι= τύμπανο
νταουσάνι=δαμάσκηνο
νταραβέρι= συναλλαγή, αλληλοβοήθεια. «Μ' αυτούς έχουμε νταραβέρι».
νταραβέρια= γεννητικά όργανα ανδρών
ντελής= τρελός
ντερβένι= στενό πέρασμα βουνών
ντερλικώνω= τρώω πολύ φαγητό
ντερώνομαι= τεντώνομαι για να ξεμουδιάσω.
ντζιανός= ο σβέρκος. «Θα σου στρίψω το ντζιανό»
ντζιόρας=ισχυρογνήμονας
ντιβάνι= κρεβάτι
ντιπ= καθόλου
ντιριέμαι= επιφυλάσσομαι, συγκρατούμαι, διστάζω ντρέπομαι. «Μη ντιριέσαι, φάε, λένε στον ξένο».
ντλάπ’=ντουλάπι
ντολμάς= χωράφι που βουλάζει εύκολα,φαγητό
ντόμπρος= ανοιχτόκαρδος, άδολος
ντορβάς=σάκκος τσοπάνη
ντορής= κόκκινο άλογο
ντόρος=φασαρία
ντορός= ίχνος, πατημασιά
ντόρτια=τεσσάρες
ντουβάρι= τοίχος
ντούγα= σανίδα κρασοβάρελου
ντουγρού= ευθεία
ντουνιάς=κόσμος
ντουλάπι, -α= ερμάριο, ιματιοθήκη, ντουβάρι= τοίχος
ντουμάνι= πυκνός
ντούχνα=καπνός
ντουχνιάζω= σηκώνω σκόνη, καπνό. «Ντούχνιασε ο τόπος από την αντάρα».
ντρίλιο= είδος υφάσματος για αντρικά παντελόνια
ντριστέλα=νεροτριβή
νυχτέρι=νυχτερινή εργασία
Ξ
ξαγγλίζω=χτενίζω-ξεπλέκω
ξαγλιστράω=ξεγλιστράω
ξαγναντάω=ξεπροβάλλω
ξαγναντεύω= βλέπω το προορισμό μου
Ξάι= αλεστικό δικαίωμα σε είδος
ξαίνω=λαναρίζω,ξεπλέκω τα μαλλιά
ξακρίζω= πηγαίνω μακριά από τους άλλους
ξαμώνω= απλώνω τα χέρια μου για να διώξω κάτι
,χειρονομώ απειλητικά
ξαποσταίνω=ξεκουράζομαι
ξαστουχάου=ξεχνάω
ξεγαλίστηκα= γδάρθηκα, γρατζουνίστηκα
ξεζάρκωτος= γυμνός
ξεζεύω=βγάζω τα ζώα από το ζυγό
ξεζώνω=βγάζω τη ζώνη μου
ξεθεώνομαι=κουράζομαι υπερβολικά
ξεθλικώνω=ξεκουμπώνω
ξεκαπίστρωτος= ο χωρίς καλές αρχές, ο ανήθικος
ξεκλοιάζω= ανοίγω την κοιλιά
ξεκόβω=απομακρύνομαι από την ομάδα
ξεκουμπίζω= διώχνω κάποιον από το μέρος που κάθεται
ξεκουμπίζω=διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο
ξεκουμπιστεί=να φύγει
ξεκουτιάθηκε=χάζεψε
ξεκουτιαίνω=αποβλακώνομαι
ξεμπιτίζω=τελειώνω
ξεμυτίζω=εμφανίζομαι
ξενάρτσωτα= τα χωρίς πληρωμή ή επιβάρυνση είδη
ξεπεζεύω=κατεβαίνω από τα ζώα ή το όχημα
ξεραϊλα= πολύ ξέρα
ξερνοβουλάω=κάνω εμετό
ξερονομή= η ξερή τροφή των ζώων, τα ξερόχορτα
ξεσβελιάζομαι= καταστρέφομαι, χάνομαι. «Αυτή η οικογένεια ξεσβελιάστηκε».
ξεσυνερίζομαι= συναγωνίζομαι, παίρνω στα σοβαρά κάτι, παραβγαίνω
ξεσυνερίζομαι=ανταγωνίζομαι κάποιον ,μιμούμαι
ξετζαουνιάζομαι= φωνάχω δυνατά για πολυ ώρα
ξετσαουλιάζομαι=φωνάζω δυνατά κάποιον,με αποτέλεσμα να πονάνε τα τσαούλια μου(τα σαγόνια μου)
ξεφτέρι=πολύ έξυπνος
ξέφτι= κλωστή που κρέμεται από ρούχο
ξεχαρβαλώνω=χαλάω από κακή χρήση
ξεχειμάζω= περνάω τον χειμώνα
ξεψαχνίζω = τρώω το κρεας μέχρι το κόκκαλο
ξεψαχνίζω= μεταφορικά,εξετάζω κάτι με πολύ προσοχη
ξίγγι= πάχος-λίπος
ξικεύω= αφαιρώ, λιγοστεύω. «Με ξίκεψε ο μυλωνάς στο ζύγι».
ξίκι= έλλειμμα, ζημιά
ξίκικος= ελλιποβαρής
ξόμπλι= κέντημα
ξόμπλιο= κεντίδι, στόλισμα
ξυλιάζω= παγώνω
ξυνόγαλο= το υγρό που μένει μετά την αφαίρεση του βούτυρου από το γάλα
ξυπόλητος=με γυμνά πόδια,χωρίς παπούτσια
ξώμαχος=αυτός που εργάζεται στα χωράφια και μένει εκεί
ξώφαλτσα=επιφανειακό ελαφρό χτύπημα
Ο
οϊδίζω= μοιάζω
οντάς= δωμάτιο υποδοχής
Οβραίος= Εβραίος
οϊδίζω=μοιάζω με κάποιον
οϊλέ= καυγή,κλαυθμός λόγω πόνου
οκά=μονάδα βάρους επί τουρκοκρατίας, περίπου 1200 γραμμάρια.Χωρίζονταν σε 400 δράμια
Οκτώβρης= Οκτώβριος
ολόρθος= όρθιος συνέχεια
ολούθε=παντού
οξαποδώ=ο διάβολος
όξω=έξω
οπόταν=όταν
οργιά= μονάδα μήκους περίπου 1,80 μέτρα
ορμώνω=σταματώ κάποιον πχ.τα γίδια να μην μπουν σε μια καλλιέργεια
ορφάνια= το να ζεις χωρίς γονείς, μοναξιά
ούγια=ακρη υφάσματος
ουκνός=αργοκίνητος,τεμπέληςουλνούς=όλους
ουλνών=όλων
ουλούθε=παντού
Ούντρα= ρούχα που έδωσαν στους φτωχούς Έλληνες με το σχέδιο MARSALL-UNDRA
όχτος =όχθη δρόμου- ρέματος
όψιασε=ξεράθηκε απ’ έξω
όψιμος=αυτός που ωριμάζει αργά
Π
πααίνω=πηγαίνω
Παγάδα-απαγάδα= γαλήνη
παγάνα= καρτέρι ιδίως για ζ’λάπια
παγανιά ή παγάνα= ομαδική καταδίωξη ληστών- λύκων
πανγκύρ’=πανηγύρι
παγκάρι= εκκλησιαστικό έπιπλο για τα κεριά και τα χρήματα
παγούρι= μικρό δοχείο για νερό
πάενα=πήγαινα
παζάρ’= αγορά
παζαρεύω= διαπραγματεύομαι την τιμή
παθής= ο άρρωστος, αυτός που έπαθε κάτι. «Εγώ είμαι παθής».
παϊδια=πλευρά του σώματος
πάκο=πακέτο
πάκια=τα πλευρά του σώματος
παλάγκο=συσκευή για ανύψωση βαρών
παλαμοδέρνω= πληγώνομαι στα πέλματα των ποδιών, καταπονούμαι
παλάντζα= ζυγαριά
παλαντζάρω=δεν έχω σταθερότητα σε πολλά
παλάσκα=φυσιγγιοθήκη
παλιούρ’= θάμνος με πολλά αγκάθια
παλούκι= χοντρό ξύλο για φράχτες κ.α.
πανάντι= πάνω ξύλο του αργαλειού
παναπή=δηλαδή
πανέρ’= καλάθι πλεκτό για ψωμί
παντοχή= προσμονή,ελπίδα
πανώρια=πολύ ωραία
πανώξυλο=τμήμα του αργαλιού
παπάρα= σούπα με ψωμί
παπαρδέλες= ποπ-κορν
παπ’τσάκια= είδος άγριας ορχιδέας ,Ophrys climacis
παράγκα= υπόστεγο
παραγώνι= δίπλα στο τζάκι
παραθύρα= μικρό ντουλάπι στον τοίχο
παρακάτ’=παρακάτω
παραμάνα=μεγάλη καρφίτσα
παραμάσκαλα=κάτω από τη μασχάλη
παράμερα= πιο δίπλα
παρανόμι=παρατσούκλι
παραπέτο= κάγκελο καρότσας
παραπούλια= παράρριζα, κωλοφούσια των φυτών
παράς=λεφτά
παραστιά= η εστία του τζακιού
παρατσούκλι= προσωνύμιο κάποιου
παράωρα= περασμένη ώρα, αργά
παρέκει= πιο πέρα
παρμάρα= ασθένεια των αιγοπροβάτων με παράλυση των ποδιών
παρτέρι=μέρος κήπου
πασάρω=δίνω σε κάποιον
πασούμι=παντόφλα
πασπαλάς= πηχτή με χοιρινές τσιγαρήθρες
πασπάλη= πολύ λεπτό στρώμα χιονιού
πασπατεύω=χαϊδεύω
παστρεύω =εξαφανίζω
πατατούκα= πολύ χοντρό επενδύτης
πάτερο=ξύλο πατώματος
πατήθρες=2 ξύλα του αργαλειου που οταν πατιούνται ανοίγει το διασίδι για να περάσει η σαϊτα
πατηκώνω=πιέζω με το ζόρι
πατ’λιά= σύνολο θάμνων από πουρνάρια
πατόκορφα= από το πάτο ως την κορφή
πατόφ’λλα= τα χαμηλότερα φύλλα του καπνού
πατσαούρ’= κομμάτι-λωρίδα από ύφασμα
πατωσιά= το κάτω μέρος ή κάτω πεζούλι χωραφιού
παφίλι= ορειχάλκινο έλασμα
παχνιάζω=βάζω τροφή στο παχνί
παχνί= ξύλινη κατασκευή για τοποθέτηση ξερών χόρτων στα ζώα
πεδικλώνω= μπερδεύω τα πόδια κάποιου άλλου, δένω τα πόδια (παράγωγα: πεδίκλι, πεδίκλωμα)
πεζεύω= κατεβαίνω από ζώο ή όχημα
πέζο=βάρος από τα ιταλικά
πεζούλι= κάθισμα
πελότα=μαξιλαράκι για καρφίτσες
πελτές=συμπυκνωμένος πολτός ντομάτας
πένταβρο= υποδοκός-καδρόνι για να καρφωθούν πάνω του οι τάβλες
περβάζι=πλαίσιο παραθύρου
περ’βόλι= περιβόλι
περδίκω= βρύση δυτικά του χωριού
περντάχι= ξύλο-τσακωμός
πειρονιάζω=διαπερνώ ,κυρίως το κρύο
πεσκέσι=δώρο
πέτσα=δέρμα ζώου
πετσί=δέρμα
πέτσωμα=π χ.ξύλο για κάλυμμα κενού
πετσώνω =χτυπώ
πετσώνω =καλύπτω το κενό σε μια κατασκευή
πέφτη= Πέμπτη
πιανούμενος= μεγαλούτσικος
πιγκώνομαι= πνίγομαι
πιδιμάρα=παιδεμάρα,ταλαιπωρία
πιλάφι=ρύζι βρασμένο
πινακωτή=κατασκευή για τη μεταφορά της ζύμης στο φούρνο
πιότερο= περισσότερο
πιρουνιάζω= διαπερνώ κάποιον
πιστρώνομαι ή απιστρώνομαι= κάθομαι
πίτ΄ρα= ο φλοιός των δημητριακών που χρησιμοποιείται για ζωοτροφή
πιτσιρίκος=μικρό παιδί
πίτσος=στρογγυλή πέτρα
πιτσούνι=περιστέρι
πλάνη =ξυλουργικό εργαλείο για καθάρισμα των σανιδιών
προβέντα= το ψωμί, η στολισμένη κουλούρα του γάμου που σπάει στο κεφάλι της η νύφη
πλακώνω= χτυπάω κάποιον
πλαλάω= τρέχω
πλαντάζω= ξαφνιάζομαι, συγκλονίζομαι
πλαστήρι= ξύλινο εργαλείο της κουζίνας
πλάστης= εργαλείο για να πλάθονται, ανοίγονται τα φύλλα για πίτα
πλεμόνι=πνεύμονας
πλευριτώθηκα=κρύωσα πολύ
πληγούρι= χοντροαλεσμένο σιτάρι
πλιάτσικα= λάφυρα
πλιατσικολόγος= αυτός που κλέβει
πλόχειρου= ποσότητα πχ. φασολιών που χωράνε σε μια χούφτα
πλύσ’=πλύσου
π’ράζ’=πειράζει
ποδαίνομαι= φοράω παπούτσια
ποδάρ’= πόδι
πομόνα= αντλία μεγάλου βάθους
πόντσι=είδος ποτού
πορεύω= περνάω τη ζωή μου
ποτιστκό= χωράφι με νερό
πουγγί=θήκη για χρήματα
πούντα= κρυολόγημα
πουρί= πορώδης βράχος,αλαφρόπετρα
πουρνό=πρωί
πράμα=ζώο,πράγμα
πράματα=το κοπάδι ,ή τα πράγματα
πρεβάζι=πλαίσιο παραθύρου
πρώιμο= έγινε κάτι νωρίς
πράματα= αιγοπρόβατα
πρέκνα= καφέ κηλίδα στο πρόσωπο κυρίως
πρέφα= παιχνίδι με χαρτιά
προκοίλι= μεγάλη κοιλιά
προίκα= δώρο της νύφης στο γαμπρό
προσάγγονα= δισέγγονα
προσαμώνω= σκεπάζω, παραχώνω, επικαλύπτω
προσκεφάλι= μαξιλάρι
προσκεφαλιάζω= οργώνω κάθετα στις μακριές αυλακιές και κλείνω το χωράφι
προσμπούκι= πρόχειρο φαγητό, κολατσιό
προσφάι= ορεκτικό, πρόγευμα
πρόσφορο=λυτρωγιά,άρτος για την εκκλησία
προτού=πριν να
προυτσαλάω= φρούμασμα των ζώων ,βγάζοντας υγρά από τη μύτη και το στόμα των ζώων
προώλης =χαμηλής ηθικής γυναίκα
πύρα= ζέστη από φωτιά
πυροστιά=πυροστάτης ,κατασκευή για τη στήριξη των σκευών πάνω από τη φωτιά
πυρώνομαι=ζεσταινομαι απέναντι από τη φωτιά
πυρώνω=ζεσταίνω
Ρ
ραβανί=γλυκό του ταψιού
ράγα=ρόγα
ραγολογάω= διαλέγω τις κόκκινες ρόγες του σταφυλιού στ' αμπέλι
ρεβός=λοξός, δεν είναι ίσιος
ραχάτι=ξεκούραση
ρε=ωρέ
ρεβά=λοξά,πλαγίως
ρέγουλα= μέτρο,ρύθμιση
ρεζές=στρόφιγγα πόρτας-παραθύρου
ρεζίλι (ρήμα: ρεζιλεύω)= ντροπή
ρεκάζω= φωνάζω δυνατά και άγρια. «Τον έκοψε ο ρέκος ή ρέκαξε από τον πόνο».
ρέκος=δυνατή κραυγή
ρεμάλι= απατεώνας, τιποτένιος
ρεμπεσκές= ο άχρηστος, ο τεμπέλης, ο ανίκανος
ρεντές= ποτιστήρι για το πότισμα των καπνοφ’τών και άλλων
ρετάλι=υπόλοιπο υφάσματος, μεταφορικά ο παλιάνθρωπος,αυτος που δεν αξίζει τίποτα
ρετσέλι= γλυκό
ρημαδιό=έρημος τόπος,δεν έμεινε τίποτα
ρημάζω= ερημώνω
ρημοσέλι= έρημο μέρος χωρίς κόσμο
ριβά=λοξά
ριβώνω= λοξεύω, αλλάζω στράτα.
ριέμι= υποχείριο, υποδουλωμένο. «Κατάντησε ριέμι στον καθένα».
ριζά=πρόποδες του βουνού
ριζάφτι=πλάγιο μέρος του κεφαλιού ,κοντα στο αυτί
ρίξτ’=ρίξτου,χτύπα τον
ρίπιο= το ετοιμόρροπο, το κατεστραμμένο, το επικίνδυνο μέρος
ρόβι=είδος δημητριακου
ροβίθια= ρεβίθια
ροβολάω= εφορμάω προς
ρογγατσίδι= ο μικρός και άφυλλος θάμνος (ζγαντζοπούρνι)
ροδάμι= τα καινούργια βλαστάρια των πουρναριών
ρόζος=όζος ενός ξύλου
ροϊάζω= μισθώνω από κάποιον
ρόιδο=το ρόδι,μεταφορικά “τα έκανες ρόιδο”τα έκανες χάλια
ρόκα= εργαλείο επεξεργασίας του μαλλιού
ρούγα= στράτα-πέρασμα
ρουμάνι= δάσος ,τουρκικά orman
ρουμπώνω= εξαπατώ
ρουπάκι= ξύλο βελανιδιάς (αρπάκι)
ρούπι= μεταφορικά λίγο
ρουπώνω=σφίγγω τα σανίδια του βαρελιού
ρούσσα=κοκκινομάλλα
Σ
σαγιά=ρούχα από χοντρό ύφασμα
σαδώ=προς τα εδώ
σαΐνι=είδος γερακιού,μεταφορικά πολύ έξυπνος άνθρωπος
σαΐτα=εργαλείο του αργαλειού που είχε πάνω της το υφάδι
σακαράκα=χαλασμένο όχημα κυρίως
σακάτης= ανάπηρος
σακεί=προς τα εκεί
σακούλι= σάκκος
σακ’λιάζω= βάζω χρήματα στην άκρη
σακοράφα= βελόνα για χοντρά υφάσματα
σακούλα=πουγκί για χρήματα που φυλάγοταν στον κόρφο
σαλαγάω=καθοδηγώ με φωνές ,σφυρίγματα,ειδικές κραυγές τα ζώα
σαλάγημα= καθοδήγηση ζώων
σαλαμάστρα= στεγανοποιητικό κορδόνι για μηχανοκίνητες αντλίες
σαλαμούρα=άλμη
σαλεύω=κουνιέμαι λίγο
σαμαροσκούτ’= ύφασμα κάτω από το σαμάρι
σαματάς= θόρυβος
σανός = χόρτο, ξηρονομή
σαούρα=ησυχία,μουγγαμάρα
σαουριάζω=κάθομαι ακίνητος και αμίλητος
σαπέρα=προς τα πέρα,μεταφορικά άστοχες δουλειές
σάρα=απότομη πλαγιά με ψιλό χαλικάκι
σαράκι=μικρό έντομο που τρώει τα ξύλα,μεταφορικά αρρώστια
σαριά= βρωμιά κατά το μάζεμα καπνού
σαρμαδάκι= φαγητό με φύλλα αμπελιου και ρύζι
σαρμανίτσα=αιώρα,κούνια
σαρώνω= σκουπίζω
σατέρ= στατήρας,ζυγαριά κρεμαστή για μικρά βάρη
σάψαλο= Το γερασμένο, το παρηκμασμένο. «Αυτός σαψάλιασε».
σβάρνα= ξύλινη κατασκευή με βάρος επάνω την οποία έσερναν τα ζώα για να σπάσουν το χώμα στα χωράφια
σβάρνα= σύρσιμο των ποδιών
σβαρνιάρης= βρωμιάρης-ακατάστατος
σβγιώνται=σβήνονται
σβέλτος=ευκίνητος
σβέρκος= αυχένας, τράχηλος (παράγωγο: σβερκιά),
σβίγγος=χρυσόμυγα
σγαντζούριασε= σηκώθηκαν οι τρίχες από φόβο
σγαρλίζω=ανακατεύω.σκαλίζω το χώμα κυρίως
σγρουμπούλι= λίπωμα σφαιρικού σχήματος
σγρουμπούλι= μεγάλο σπυρί σφαιρικού σχήματος
σέα= αποσκευές
σεβντάς=έρωτας
σεκλέτι= στενοχώρια
σελετάω= κινούμαι με επιφύλαξη, περπατάω αργά και κουρασμένα.
σέμπρος= σύντροφος, συνεργάτης
σεντούκι=ξύλινο κουτί για ρούχα
σερβάντα=έπιπλο για τραπεζαρία
σεργιάνι=περιπλάνηση
σέρεπα= μαζεύω άναρχα το καπνό,απ’ όπου με βολεύει και όχι με τη σειρά,ακόμη κι φύλλα που δεν είναι κατάλληλα
σερμαγιά=αρχικό χρηματικό κεφάλαιο
σερμπέτι=πολύ γλυκό
σερνάμενα= τραβώντας με το χαλινάρι ένα άλογο, πεζός και όχι ιππεύοντάς το
σέσουλα=φτυαράκι
σεφτές=το πρώτο πούλημα
σιά (πρόθεση)= προς, σημείο
σιαμπρός=προς τα εμπρός
σιαπανίσιος= βουνίσιος
σιάτρα= το εύθυμο ανέκδοτο, το ευχάριστο κουτσομπολιό.
σιγκούνι, -α= μάλλινο ρούχο, μακριά ζακέτα
σιούτος, -α= χωρίς κέρατα ,άνθρωπος χωρίς θέληση
σίτα= κόσκινο
σκάλος= σκάλισμα φυτών στα χωράφια
σκαμπίλι=σφαλιάρα
σκανταλήθρα= μικρές σπίθες που πετάγονται από την φωτιά
σκαπετάω= χάνομαι πίσω από κάτι πχ. πίσω από λόφο
σκαπουλάρω=ξεφεύγω
σκάρα= ξύλινη κατασκευή στο μαντρί για να τοποθετείται το τριφύλλι που θα φάνε τα ζώα
σκαρίζω= βγάζω τα ζώα για νυχτερινή βοσκή-αρχίζω να περπατάω (για μωρά)
σκάρος= όταν τα ζώα ξαναβγούν για βοσκή μετά την βραδινή ξεκούραση ή τη μεσημεριανή
σκάρτα=όχι τέλειο
σκάρτο=ελαττωματικό
σκαρώνω=σχεδιάζω
σκεβρώνω=στραβώνω,δεν είμαι ίσιος
σκελέα= μακρύ αντρικό εσώρουχο
σκέπη= κάλυμμα σφαχτού κατά το ψήσιμο που προέρχεται από τα εντόσθια του ζώου
σκιάζομαι=φοβάμαι,δεν τολμάω
σκιάχτρο=ομοίωμα ανθρώπου
σκούζω= κραυγάζω
σκουμάω= σπαταλάω
σκουτιά= ποδιές-ρούχα
σκύβαλο= σκουπίδι-ξένο σώμα, στα δημητριακά
σμέτι= το τελευταίο ζώο στο κοπάδι, το αδύνατο, το αχαμνό, το μικρόσωμο
σμπαράλια=κατεστραμμένα πράγματα,θρύψαλα
σόι= γένος-καταγωγή
σοκάκι= στενός δρόμος χωριού
σόμπα= θερμάστρα ξύλου
σόμπολο= μικρό
σορολόπ=ανακατωσιάρης
σοφράς=χαμηλός καναπές
σουβάς=επίχρισμα σπιτιού
σουβατίζω=επιχρίζω το τοίχο
σουγιάς= μαχαίρι τσέπης
σούδα= χαντάκι στα χωράφια,μικρο ρέμα
σουλάτσα=βόλτα,περίπατος
σουλούπι= μορφή
σουλτούκης= ο άτσαλος, ο άκομψος, ο κακοφτιαγμένος.
σούμα=άθροισμα
σουμιές= μεταλλικά ελάσματα κρεβατιού για την τοποθέτηση του στρώματος
σούμπρο=η ψίχα του καρυδιού
σουραύλι =αυλός,φλογέρα
σουργούνης=εξόριστος,φευγάτος
σουρτούκης=αλήτης
σούτος=χωρίς κέρατα
σουφλιμάς= μικρή σούβλα
σοφράς= χαμηλό τραπέζι
σπάγγος= καννάβινο σχοινί για αρμάθιασμα καπνού
σπάλα=κρέας από τη πλάτη
σπάρτα= είδος θάμνου που χρησιμοποιούνταν και για σκούπα στις στάνες
σπερματσέτο=είδος κεριού
σπολάτι=ευχαριστία
σποριάζω= ωριμάζουν οι καρποί των φασολιών
σποριάς= Νοέμβριος
σπορίτι=βαρβάτο ζώο
σπούρνια= ανθρακιά, φωτιά
σπ’ρί=σπυρί
σ’τάρ’=σιτάρι
σταίνω =στήνω
στάλα= σταγόνα
στάλισμα= μεσημεριανή ανάπαυση των αιγοπροβάτων
στάλος= σκιερό μέρος όπου καταφεύγουν τα κοπάδια για να προστατευτούν από τον ήλιο του μεσημεριού
στάνη= ποιμνιοστάσιο, στρούγκα
στανιό= η πίεση,βία,ζόρι . «Με το στανιό διάβασα».
σταφνίζω= (από το στάφνος: ζυγός) τακτοποιώ, ρυθμίζω (και σύνθετο ρ. ξεσταφνίζω)
στειλιάρι=ραβδί
στέρνα= δεξαμενή νερού
στέρφα= στείρο
στημόνι=το νήμα του αργαλειού που υφαίνεται το υφάδι
στίβα=στήλη,σωρός
στομώνω=εμποδίζω κάποιον ή χαλάω την κόψη ενός μαχαιριού
στουμπάω= χτυπάω, σπάω
στούμπος= πέτρα (ρ. στουμπάω: τρίβω),
στούρνος=αγράμματος
στραμπουλάω=εξαρθρών το άκρο μου
στράτα=μονοπάτι,δρόμος,μεταφορικά περπάτημα μωρού
στράτσο=σκληρό χαρτί
στρεχιάζομαι=προστατεύομαι από τη βροχή
στρίερο= ξύλο στη μέση του αλωνιού για να δένουν τα ζώα που αλωνίζουν
στρουγγόλιθος= πέτρα που καθόταν ο βοσκός για να αρμέξει τα ζώα
στρούγκα= μαντρί με πρόχειρο φράχτη, όπου αρμέγουν τα πρόβατα ή τα γίδια
στρουμώχνομαι= δεν έχω αρκετό χώρο,δεν τα βγάζω πέρα οικονομικά
στρουμώχνω= περιορίζω κάποιον, εκβιάζω
στυλιάρι= μακρύ ξύλο για διάφορα εργαλεία
σύθαμπα= λίγο πριν ξημερώσει
σύλλαχα= ξανασυνάντησα
συμπάω (εννοεί τη φωτιά) = ανασκαλεύω, ανακατεύω
συμπράγκαλα= αποσκευές
συνερίζομαι=συναγωνίζομαι κάποιον κάνοντας κάτι παρόμοιο,φιλονικώ
συντάρμωσε= συναρμολόγησε
συντραύλι=σιδερένια μασιά για τη φωτιά
συντραχάω= παρακινώ, φροντίζω. «Συντραχάω τη φωτιά με το ξ’θάλι».
σύξυλος=κατάπληκτος,αμίλητος
συρμαγιά= αποταμίευση,αρχικό κεφάλαιο
σύρτε= πηγαίνετε
συφερεύω= νοικοκυρεύω, τακτοποιώ ιδίως την κουζίνα
σύφερο= σκεύος
σφάχτ’ς= έντονος πόνος στη πλάτη
σφεντάμ’= σφάνδαμος
σφεντζουράω=ε κσφενδονίζω
σφουντύλι= σφόνδυλος,εξάρτημα του αδραχτιού
σχαρίκια= συγχαρητήρια ,μεταφορά καλού νέου με ανταμοιβή
σχολιανά= τα επικριτικά σχόλια
σχώριο= συγχώρηση
σχωρνάω=συγχωρώ
σώνει=φτάνει
σώνω= τελειώνω
Τ
τ’φάνι= ισχυρή καταιγίδα μιρής διάρκειας
ταβάνι= οροφή
ταβανώνω= τοποθετώ ταβάνι σ’ένα σπίτι
ταβάς= ρηχό ταψί
ταγάρ’= μάλλινος σάκος βοσκού
ταγή=φαγητό ζώων
ταγιάντα=θάρρος-υπομονή
ταΐνι (ρήμα: ταΐζω)=τροφή, ημερήσια τροφή
ταίνιασα=κουράστηκα,εξαντλήθηκα,κοντανασαίνω
ταϊφάς= στρατιωτικό σώμα
τάλε-κουάλε=ακριβώς το ίδιο
ταμαχιάρης= άπληστος
ταμπάνι= πατωσιά,ίσιο μέρος για θεμέλια
ταμπλάς= συγκοπή
ταμπούρ’= οχύρωμα
τανιέμαι=τεντώνομαι,σφίγγομαι
τάπα=βούλωμα μπουκαλιού
ταράφι= φάρα-ομάδα-κλίκα
ταρναρίζω= κουνάω
τάχατες=δήθεν
ταχιά=αύριο
τέζα=τελείως,δεν παίρνει άλλο σφίξιμο
τεζάρω=τεντώνω
τελάρο=ανοιχτο κουτί για μεταφορά κηπευτικών και φρούτων
τελεμός=τελειωμός
τελεύομαι= κουράζομαι, εξαντλούμαι,
τελεύω=τελειώνω
τεμενάδες=υποκλίσεις
τεμπελχανάς=τεμπέλης ,τουρκικά tebel hane
τέμπλα= λεπτό μακρύ οριζόντιο δοκάρι για κρέμασμα π.χ. βαντιών καπνού
τενιάζω= κουράζομαι, αποκάνω. «Τένιασα, δεν αντέχω άλλο, θα πέσω κάτω».
τέντα=σκηνή,τσαντίρι
τέντζερης= χύτρα
τερλίκι= κοντή κάλτσα
τερτίπι=τέχνασμα
τετράδ’=Τετάρτη
τεφτέρι=σημειωματάριο
τζαμάρα= είδος φλογέρας, σάλπιγγα
τζανός= λαιμός
τζάντζαλα-μάντζαλα= κουρέλια, ακαταστασίες
τζερεμές=ζημιά
τζίφρα=υπογραφή
τήρα=κοίτα
τηράω=κοιτάζω
τίγκα=γεμάτο ολότελα
τζόρας= ξεροκέφαλος
τ’λίξ’=τυλίξου
τ’λιού=τυλίγω
τόκα= χειραψία
τορβάς=σάκος
τορός= τα ίχνη, πατήματα. «Το ζαγάρι έπιασε τορό».
τουλούμι= ασκί, τομάρι για τυρί
τουλούμπα= χειραντλία
τουλουπάνι= ύφασμα για στράγγισμα γάλακτος
τούμπα= γήλοφος
τούντζι= αγύριστο κεφάλι
τουράκι=παγκάκι,ντουράκι
τουρλώνω=τεντώνω,εκτείνω
τουρσί=λαχανικά σε άλμη
τούφα= πλήθος
τραγασιά= κάθισμα πάνω στα κλαδιά δέντρου
τραγιάσκα= είδος καπέλου
τραγίλα=μυρωδιά τράγου
τράϊο=βελέντζα από γιδόμαλλο
τράκα=έκκληση για παροχή π.χ.δωρεάν τσιγάρου από κάποιον
τρακάδα=στοίβα με ξύλα
τρακάρω =συναντώ
τράμπα=ανταλλαγή
τρανεύω=μεγαλώνω
τρανός=μεγάλος γενικά
τρατάρω=κερνάω
τραχανάς=χοντροκομμένο σιτάρι με γάλα
τράω=κοιτάω
τρεμοζαγαρίζω= κρυώνω πολύ. «Τρεμοζαγαρίζει από το κρύο».
τρεμούλα= ζελές πηχτή από χοιρινό
τριβόλι=είδος αγριόχορτου
τριέρι= φορητή μηχανή από τρακτέρ για το καθάρισμα των δημητριακών από τα σκύβαλα
τριερίζω= καθαρίζω δημητριακά
τρίμμα= πολύ μικρό τεμάχιο π χ. ψωμιού
τριτσοβολάω= οι ήχοι της φωτιάς. «Τριτσοβολάνε τα κούτσουρα στο τζάκι».
τριχιά=σχοινί
τριψάνα= το τριμμένο ψωμί μέσα στο γάλα, ή άλλο ζουμερό φαγητό
τροκάνι= μικρό κουδούνι
τρουβάς= σάκκος χειροποίητος
τρυγητής= ο μήνας Σεπτέμβριος
τσάγαλο= άγουρο αμύγδαλο
τσαγκός=στυφνός
τσαγουρνάω=γρατσουνάω
τσαϊρι= λιβάδι
τσακατούρα=φασαρία,δυνατές φωνές
τσακάει (το δέντρο)= έχει πολύ καρπό
τσακάω= σπάω
τσάκιση=ευθεία γραμμή παντελονιου μετα απο σιδέρωμα
τσακμάκι= αναπτήρας
τσακμακόπετρα= ειδική πέτρα για το άναμμα φωτιάς
τσάκνο= μικρό λεπτό ξυλαράκι,
τσαλακώνω =χαλάω την εμφάνιση του ρούχου
τσαλαφούτι= το φρέσκο γαλοτύρι στην καρδάρα
τσαλίμι=επιδέξια κίνηση χορευτή
τσαμασίρια= τα διάφορα κουζινικά σκεύη
τσαμπαρχάλι= προεξοχή, άγκιστρο που χρησιμοποιείται για κρεμάστρα,
τσαμπούνα= καραμούζα, άσκαυλος
τσαμπουνάω= μιλάω
τσανάκι= πιάτο, (υβριστικά: κάθαρμα)
τσαναμπέτης=ανάποδος,κακότροπος
τσαντήλα= αραχνοΰφαντο ύφασμα για το στράγγισμα του τυριού
τσαντίρι= σκηνή, τέντα
τσαούλι= σαγόνι
τσαπατσούλης= ακατάστατος
τσάπα=μεγάλο τσαπί
τσαπέλλα=ξερό σύκο
τσαπί= εργαλείο σκαψίματος
τσαπ-τσαπ= κράξιμο τραγιών
τσαπουρνιά=θάμνος με μικρούς στυφούς καρπούς που μοιάζουν με δαμάσκηνο
τσαρδάκι= στέγαστρο από κλαδιά
τσάρκα=βόλτα
τσαρούχι= υπόδημα από ακατέργαστο δέρμα, το παπούτσι των ευζώνων,
τσατάλι= διχάλα ρεμάτων-διχαλωτό ξύλο
τσατί= σκεπή
τσατμάς= τοίχος με ξύλινο σκελετό επιχρισμένος με λάσπη ή ασβέστη
τσατούρι= σκεπασμένος χώροςτσάτσ=πάτρα=ανακατωμένα,σκόρπια
τσατσάλα= κάθομαι με ανοιχτά τα σκέλη
τσατσάρα= χτένα,
τσάφ’= πάχνη
τσέλεπας= νυχτοπεταλούδα
τσέλιγκας= μεγάλος κτηνοτρόφος,
τσεμπέρι= κεφαλομάντηλο
τσέπη= θυλάκιο σε ρούχο
τσέργα= μάλλινο σκέπασμα κρεβατιού
τσιάφ’=πάχνη,λεπτό στρώμα χιονιού
τσιάχαλα= τα μικρά αντικείμενα ή σκουπίδια.
τσιγκέλι= σιδερένιο άγκιστρο, για το κρέμασμα κρέατος,
τσίγκος= μεταλλικό κυματιστό φύλλο καλυμμένο με ψευδάργυρο
τσικάλι= μαγειρικό σκεύος
τσικρίκι= καρούλι
τσίλια=σκοπία
τσιλίκι=παιδικό παιχνίδι
τσιλικώνω= ενισχύω, δυναμώνω κάτι. «τσιλικώνει ο σιδεράς τα σίδερα στ' αμόνι».
τσιμπροβύζα (γίδα) = έχει μικρές θηλές σαν τσιμπούρια
τσίνορο= βλεφαρίδα
τσίπα= ντροπή- λεπτό περίβλημα
τσιράκι= μαθητευόμενος, υποτακτικός
τσίρλα= διάρροια
τσιρουτεύω= ζημιώνω, αδυνατίζω, αρρωσταίνω
τσίτα= γεμάτο
τσίτσα= ξύλινο δοχείο κρασιού
τσιτσί= το κρέας στη γλώσσα των μωρών
τσιφλικάς= μεγάλος γαιοκτήμονας
τσιφλίκι= μεγάλο ιδιόκτητο αγρόκτημα
τσιφλίκι= μεγάλη έκταση
τσογλάνι=παλιόπαιδο
τσόλια= σκεπάσματα
τσολιάς= εύζωνος, βουνίσιος στρατιώτης
τσόνι=μικρό πουλί π χ.σπουργίτι
τσοπάνης= βοσκός
τσοπέλλα=ξερά σύκα περασμένα σε σπάγγο
τσότρα= ξύλινο δοχείο κρασιού
τσουβάλι= σάκος,
τσουγκριστάρι= πειραχτήριο
τσούκα= κορυφή βουνού
τσουκάλι= μεταλλικό μαγειρικό σκεύος
τσουκάνι= κουδούνι μικρό
τσουλάω= κατρακυλάω
τσουλούφ’= είδος άγριας ορχιδέας
τσουλούφι= θύσανος τριχών ,στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού
τσούπρα= κόρη
τσουράπι= κάλτσα μάλλινη
τσουράπω= γυναίκα παινιδιάρα
τσουρνάρα= το τρέξιμο του νερού της βρύσης.
τσουρούτικο= ελλατωματικό
τσούχνω= πίνω κάποιο ποτό ή βάζω φωτιά κάπου. «Αυτός τα έτσουξε».
τσόφλι= κέλυφος αυγών-ξηρών καρπών
τσόχα= χοντρό ύφασμα
τσύνορο=βλεφαρίδα
Υ
υνί=μυτερό άκρο του αρότρου
υφάδ’= αυτό που έχει υφανθεί
υφαντοπάνι= ιστός αράχνης
ύψωση=κομμάτι που κόβει ο ιερέας από τη λυτρωγιάκαι το δίνει στον εορτάζοντα
Φ
φάκα=παγίδα για ποντίκια
φακιόλι= κεφαλόδεσμος
φαμελιά=οικογένεια
φανάρι= μεταλλική κατασκευή με σίτα για την φύλαξη τροφίμων από τα έντομα
φάπα=σφαλιάρα
φαράσ’= μικρό φτυάρι για το σκούπισμα
φασκελώνω=μουντζώνω
φασκιά= λωρίδα πανιού για δέσιμο νεογέννητων
φελέκι= έκφραση που χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει την ατυχία κάποιου πχ. Γα..ώ το φελέκι μου
φέρμελη= κοντή ζακέτα χωρίς μανίκι
φέτα= κομματι
φιδοπουκάμ’σο= το δέρμα του φιδιού που αφήνει την άνοιξη σε σχισμές βράχων και το μάζευαν κάποιοι για καλοτυχία
φιλεύω=κερνάω κάποιον που με επισκέπτεται
φιντάνι= μικρό φυτό
φισέκι=φυσίγγιο όπλου
φλέτουρας= νυχτοπεταλούδα,
φκάρ’-θ’κάρ’= θήκη μαχαιριού
φλέσσουρο= πολύ ελαφρύ (άνθρωπος χωρίς βάρος)
φλετούριξε= τρεμόπαιξε η καρδιά μου
φλοίδα= φλούδα
φλοκάτη= κλινοσκέπασμα με φούντες
φλούσι= το φύλλο που περιβάλλει τον κώνο (κορομούζι) του καλαμποκιού
φλυτζάνι-= κούπα για καφέ
φόρα= φανερά
φουκάλι= χειροποίητη σκούπα απο σπάρτα ή μικρούς θάμνους για την αυλή
φουκαράς= φτωχός
φούρκα= θυμός-ξύλινη διχάλα για στήριγμα φράχτης ή για το κούρεμα των ζώων
φουφού= φορητή ψησταριά
φουφούλα= παιδικό ρούχο
φρακάρω=σταματώ γιατί δεν μπορώ να λεράσω
φραντζόλα=ψωμί
φρέζα=μηχανή για να ψιλοχωματίσουμε το χωράφι
φρικασέ=φαγητό με κρέας και χόρτα
φρουμάζω= φυσάω (λέγεται για άλογα)
φρουσκλιά=αφροξυλιά-σαμπούκος(δένδρο που χρησιμοποιείται στην ποτοποιΐα και σαν βότανο)
φτελιά=είδος δέντρου
φτουράω=επαρκώ,φτάνω,αποδίδω
φτώνω= φτιάχνω
φυντανι=νεαρό φυτό,βλασός
φύρα= απώλεια υλικού
φυσέκι= φυσίγγιο
φυσεκλίκι=φυσιγγιοθήκη
φυταριές=σπορεία για καπνά,ντομάτες κτλ.
φυτίλι= θρυαλίδα
φώλος= αυγό που το αφήνουμε στη κούρνια
Χ
χαναλές=κουβέντα για να περνάει ευχάριστα η ώρα
χαβάνι= γουδί,
χαβάς= αέρας, κλίμα ,μεταφορικά ο τρόπος η συνήθεια
χαγιάτ’ = υπόστεγο-κουζίνα
χαϊβάνι= ζώο, άνθρωπος αφελής, καθυστερημένος ,μικρό παιδί
χαϊμαλί= φυλακτό
χαΐρ’= ευεργεσία -κέρδος,προκοπή
χαλάλι= σωστό-δίκαιο,ευχαρίστως
χαλβάς=είδος γλυκού
χαλεύω= ζητάω
χάλι=κακή κατάσταση
χαλίκι= πετραδάκι
χαλκάς= περιλαίμιο-κρόκος
χαμάλης= φορτοεκφορτωτής
χαμαλίκα= κουβάλημα
χαμπλά=χαμηλά
χαμχούγιας= ηλίθιος, χαζός
χάνι= πανδοχείο
χαντζάρ’= μακρύ μαχαίρι,ξίφος
χάπα= παιχνίδι παιδικό
χαράμι= άδικα κερδισμένο
χαραμίζω= ζοδεύω άσκοπα,
χαρμάνι= μίγμα, πχ.τσιμέντο-χαλίκι-άμμος
χαρτζιλίκι=ποσό για μικροέξοδα
χασάπης= κρεοπώλης
χασές= λευκό ψωμί-ύφασμα
χάσικο=άσπρο ψωμί
χασομεράω=χάνω το χρόνο μου άσκοπα
χατήλια= τρύπες στην άκρη της στέγης
χατζάρι= μεγάλο και μακρύ μαχαίρι
χατίρι= χάρη
χάφτω=βάζω κάτι στο στόμα μου
χαψιά= τμήμα φαγητού που χωράει στο στόμα
χέζω=αφοδεύω
χειμαδιά= τόπος χειμερινής διαβίωσης ζώων
χεριά= μάτσο πχ.φύλλων καπνού
χλαπακιάζω=τρώω λαίμαργα
χνέρι=πάθημα,απάτη
χ’λιάρι=κουτάλι
χλίβομαι= παιδεύομαι, θλίβομαι (παράγωγα: χλιμμένος, χλιμάρα),
χ’μάω= ορμάω σε κάποιον
χ’νέρ’=χουνέρι,άσχημο αστείο,πάθημα,εξαπάτηση
χνοπωρίτσα= λουλούδι φθινοπωρινό, είδος κρόκου
χνόπωρο= φθινόπωρο
χνώτα=η μυρωδιά της εκπνοής
χολοσκάω=στεναχωριέμαι πολύ
χουβαρδάς= ανοιχτοχέρης, αυτός που ξοδεύει χωρίς φειδώ,
χουγιάζω=φωνάζω δυνατά
χούι= συνήθεια
χουλιάρι=κουτάλι
χουναβιά= περιοχή κλειστή γύρω -γύρω με λόφους
χούφταλο=πολύ γέρος και ανήμπορος
χουχλάζω=κοχλάζω
χουχτάω=φωνάζω τα ζώα σχηματίζοντας ένα χωνί με τις παλάμες μπροστα από το στόμα
χράμι= είδος κουβέρτας υφαντής στον αργαλειό
χρίνα (από το χρίω)= χρωματισμένος, λερωμένος
χτικάζω= στεναχωριέμαι πολύ
χτίρια= κατεδαφισμένα σπίτια, οικόπεδα
χτράει= πιάνει τόπο, προχωράει η δουλειά
χυμάω =ορμάω
Ψ
ψαρρής= ανοιχτόχρωμο άλογο
ψαχνό=καθαρό κρέας χωρίς κόκκαλα
ψες= χτες βράδυ
ψεσ’νός= χθεσινοβραδινός
ψιμαρνί= όψιμο αρνί
ψιμοκάτσικο= όψιμο κατσίκι
ψίχα=το μαλακό ψωμί,μεταφορικά λίγο
ψουνίζω= ψωνίζω
ψυχοκέρι=κερί για μνημόσυνο
ψυχοπονιάρης= αυτός που συμπονεί με τον πλησίον του, φιλέυσπλαχνος
ψ’χούδι= ψωμάκι που μοιράζονταν σε μνημόσυνα- Μεγάλη Πέμπτη- Ψυχοσάββατα
ψωμοτύρ’= ψωμί με τυρί στο χέρι
ψωμώνω=ωριμάζω
ψώμωσε= ωρίμασε
Ω
ωρέ=κλητικό μόριο που δείχνει θαυμασμό
0 Σχόλια