Πιο συγκεκριμένα, το ιδίωμα αποτελεί τη διαφορετική μορφή της γλώσσας στα πλαίσια του οικογενειακού και στενού κοινωνικού περιβάλλοντος. Αποτελεί υποκατηγορία της διαλέκτου και γι' αυτό και συχνά δεν διαχωρίζονται. Είναι μορφή μιας γλώσσας με λιγότερες όμως διαφορές από την κοινή και τις άλλες μορφές της. Οι διάλεκτοι μπορεί να καταλήξουν ιδιώματα λόγω της διάβρωσής τους από την κοινή ή την ''κακή'' χρήση τους και τους νεολογισμούς.
Θα μπορούσαμε να ορίσουμε κάποιους παράγοντες καθορισμού μιας διαλέκτου, πάντα όμως με επιφυλάξεις, όπως ο βαθμός αμοιβαίας κατανόησης των ομιλητών και η γλωσσική συνείδηση του ομιλητή. Ακόμη, μία διάλεκτος λέγεται/γίνεται γλώσσα όταν γραφτούν σε αυτή λογοτεχνικά έργα. Πολλοί ταυτίζουν απλουστευτικά τα όρια της γλώσσας με τα όρια του κράτους.
Η διάλεκτος είναι μία γλώσσα, ένα γλωσσικό σύστημα που υπάγεται σε μια ιστορική γλώσσα αλλά αποσπάται άμεσα από τον κορμό της.
Οι διάλεκτοι και τα ιδιώματα καθορίζονται με βάση την απόκλισή τους από μια κοινή ή πρότυπη γλώσσα που καθορίζεται από λόγους πολιτικούς, κοινωνικούς, πολιτιστικούς, ιστορικούς και οικονομικούς.
Οι γλωσσικές ποικιλίες μιας κοινότητας τείνουν στο πέρασμα του χρόνου να οργανωθούν σε μια κοινή γλώσσα όπως η Αλεξανδρινή ή η Ελληνιστική Κοινή. Για παράδειγμα, η Κοινή διαχωρίστηκε σε γεωγραφικές παραλλαγές και έτσι κυριάρχησαν από τον 10ο έως τον 12ο αι.
2. Προηγούμενη έρευνα
Οι απαρχές της νεοελληνικής διαλεκτολογίας σημαδεύονται από μία προσπάθεια επανασύνδεσης των αρχαιοελληνικών με τις αρχαίες διαλέκτους. Όταν, χάρη στις εργασίες του Χατζιδάκι (1905-1907) λύνεται οριστικά το πρόβλημα της καταγωγής των νεοελληνικών διαλέκτων και αποδεικνύεται ότι όλες, με εξαίρεση την τσακώνικη, προέρχονται από την κοινή, η ελληνική διαλεκτολογία περνά, θα λέγαμε στο άλλο άκρο. Για μεγάλο χρονικό διάστημα αγνοεί πλήρως ή καταπολεμά την ιδέα της ύπαρξης αρχαίου διαλεκτικού υποστρώματος στις νεοελληνικές διαλέκτους. Μόλις τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ο Τσοπανάκης και άλλοι επαναφέρουν σε άλλη βάση το πρόβλημα και προσπαθούν να καθορίσουν αρχαίες διαλεκτικές ζώνες στην ελληνική. Κοινό πάντως χαρακτηριστικό και της παλαιότερης και της μεταγενέστερης έρευνας είναι το χρονικό άλμα που συντελείται στην μελέτη της ιστορικής εξέλιξης των νεοελληνικών διαλέκτων με την συστηματική αγνόηση της μεσαιωνικής περιόδου αλλά και η σύγχρονη ματιά των ιδιωμάτων και των διαλέκτων.Ο όρος νεοελληνική γλώσσα στη γλωσσική επιστήμη δεν καλύπτει μόνο την νεοελληνική κοινή αλλά και κάθε μορφή νεοελληνικού λόγου που συναντάται σε ολόκληρο τον ελληνόγλωσσο χώρο, πριν την γεωγραφική συρρίκνωσή του μετά την Ανταλλαγή. Έτσι όπως μας εξηγεί και μας περιγράφει παραστατικά ο Ανδριώτης (1995), οι νεοελληνικές διάλεκτοι προήλθαν όταν μια αρχαία γλώσσα αλλάζει με την πάροδο των ετών σε νεότερες τοπικές μορφές πολύ διαφορετικές μεταξύ τους χωρίς να υπάρχει συνεννόηση εκείνων που μιλούν τη μία μορφή με εκείνους που μιλούν την άλλη μορφή και έτσι δημιουργούνται οι νεοελληνικές διάλεκτοι που είναι τοπικές μορφές γλώσσας.
Σήμερα, όλοι οι γλωσσολόγοι συμφωνούν ότι η ΝΕ γλώσσα περιλαμβάνε: (α) τέσσερις διαλέκτους, την ποντιακή, την καππαδοκική, την τσακώνικη και την κατωιταλική, και (β) δύο καταχρηστικές διαλέκτους: την κρητική και την κυπριακή.
Ακόμη η διαίρεση νεοελληνικών ιδιωμάτων γίνεται με βάση την παρουσία ή την απουσία αλώβητου(αμετάβλητου) φωνηεντισμού. Ο μειωμένος φωνηεντισμός συναντάται σ’ όλες σχεδόν τις περιοχές βόρεια της γραμμής του Κορινθιακού κόλπου όπου μιλιούνται ιδιώματα που παρουσιάζουν και τα δύο ή μόνο το ένα εκ των δύο φωνητικών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του:
(i) στένωση –κλειστότερη προφορά- των φωνηέντων [e] και [o] σε άτονη θέση, δηλαδή η τροπή τους σε [i] και [u] αντίστοιχα:
<Ηλεν’ = Ελένη>,
(ii) σίγηση του τελικού [i] καθώς και των [i] και [u] μέσα στη λέξη, όταν δεν τονίζονται:
<αψ’λός = αψηλός>, <π’λι = πουλί>, <σ’χάθκα = σιχάθηκα>, <μ’λω = μιλώ>, <β’νο = βουνό>, <κ’ράζιτι = κουράζεται>, <χ΄λιαρ’ = χουλιάρι = κουτάλι>.