Η ΚΕΡΚΥΡΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΤΑΚΤΗΤΕΣ ΤΗΣ
Η Κερκυραϊκή διάλεκτος είναι το γλωσσικό ιδίωμα της Κέρκυρας, με Ιταλικές Ελληνοποιημένες λέξεις που ακολουθεί την Ελληνική γραμματική και συντακτικό.
Είναι σε όλους γνωστή η πολυτάραχη ιστορική διαδρομή της Κέρκυρας που είχε σαν αποτέλεσμα να επηρεάσει καταλυτικά τον τρόπο ζωής και την κουλτούρα των κατοίκων του νησιού.
Δεν μπορούσε λοιπόν να αποτελέσει εξαίρεση και η γλώσσα η οποία επηρεάστηκε και διαμορφώθηκε με τους αιώνες σε αυτό που σήμερα αποκαλούμε Κερκυραϊκή διάλεκτο.
Μέχρι και περίπου το 1500 μ.χ ο πληθυσμός του νησιού ήταν μικτός, οι Έλληνες απόγονοι των αρχαίων Κορινθίων που κατοικούσαν κυρίως στα χωριά και αποτελούσαν περίπου το 60% του πληθυσμού και από την άλλη οι Ενετοί ευγενείς που κατοικούσαν κυρίως στην πόλη της Κέρκυρας.
Λόγω των συνθηκών αυτών μέχρι τότε στο νησί μιλούσαν μια μικτή γλώσσα που την αποκαλούσαν Veneto και ήταν μια μίξη Ελληνικών και Ιταλικών όπως τα μίλαγαν οι Ενετοί, ελαφρώς διαφορετικών από τα Ιταλικά της νότιας Ιταλίας.
Αργότερα και λίγο μετά το 1500 μ.χ άρχισε ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης με Έλληνες πρόσφυγες κυρίως από την Πελοππόνησο, την Κρήτη και την Κύπρο που ακόμη μιλούσαν τα αρχαία Ελληνικά.
Η Μετακίνηση έγινε την εποχή που αυτές οι περιοχές έπεσαν στα χέρια των Οθωμανών και η Κέρκυρα βρισκόταν κάτω από την κυριαρχία των Ενετών.
Το χαρακτηριστικό άρθρο τση, αντί για το της, ακούγεται μόνο στην Κέρκυρα και την Κρήτη, είναι αποτέλεσμα της τότε μετακίνησης των Κρητικών στην Κέρκυρα.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να αλλάξει δραματικά η σύσταση του πληθυσμού υπέρ του Ελληνικού στοιχείου και να συρρικνωθεί το Λατινικό που περιορίστηκε σε ορισμένα κομμάτια της πόλης, επίσης λόγω αυτού του γεγονότος επικράτησε μόνιμα πλέον και η ορθόδοξη χριστιανική πίστη δίνοντας οριστικό τέλος στις προσπάθειες μετατροπής προς τον καθολικισμό που είχαν επιχειρήσει κατά καιρούς αρκετοί κατακτητές και κυρίως οι Ανδηγαυοί όταν είχαν το νησί υπό την κυριαρχία τους γύρω στα 1300μ.χ
Οι Καθολικοί βέβαια υπήρχαν και υπάρχουν σε σημαντικό αριθμό στην Κέρκυρα και αποτελούν το δεύτερο σε πληθυσμό δόγμα, η Κερκυραϊκή γλωσσική διάλεκτος όμως εξελίχθηκε ακολουθώντας την Ελληνική γραμματική και συντακτικό, ενσωματώνοντας συγχρόνως πάρα πολλές είναι η αλήθεια Ιταλικές λέξεις, αφού βεβαίως πρώτα τις Ελληνοποίησε προσθέτοντας Ελληνικές καταλήξεις!
Με αυτή τη διαδικασία δημιουργήθηκε η Κερκυραϊκή διάλεκτος, η Ελληνική γλώσσα με Ιταλικές Ελληνοποιημένες λέξεις που ακολουθεί την Ελληνική γραμματική και το συντακτικό.
Να μη ξεχάσουμε βέβαια να σημειώσουμε και το ιδιαίτερο ηχόχρωμα που υπάρχει στην προφορά της Κερκυραϊκής διαλέκτου, πολύ πιο τραγουδιστή που είναι αποτέλεσμα του συγχρωτισμού της με τα Ιταλικά.
Μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα η χρήση Ιταλογενών λέξεων ήταν τόσο μεγάλη σε σημείο που να μπορούν οι ντόπιοι να συνενοούνται μεταξύ τους χωρίς να γίνονται κατανοητοί από τους υπόλοιπους Έλληνες.
Αυτό άλλαξε με τα χρόνια.
Τώρα πλέον οι τότε χρησιμοποιούμενες Ιταλικές λέξεις, με τον θάνατο των παλαιότερων έχουν σχεδόν ξεχαστεί, δεν χρησιμοποιούνται σχεδόν καθόλου και απλά αποτελούν μουσειακό κομμάτι της γλωσσικής εξέλιξης στο νησί.
Πριν ξεχαστούν όμως πολλές κατάφεραν να περάσουν και στην υπόλοιπη Ελλάδα και να ενσωματωθούν στη γλώσσα μας, φαίνεται αυτό όταν δούμε τις λέξεις και είναι ένα φαινόμενο που συμβαίνει σε όλες τις ζωντανές γλώσσες του κόσμου, όπως τα Αγγλικά έχουν το 30% των λέξεων τους με Ελληνικές ρίζες, έτσι και στη σημερινή Ελληνική γλώσσα υπάρχουν Ιταλικές, Σλαβικές και Τουρκικές λέξεις.
Βεβαίως το Κερκυραϊκό γλωσσικό ιδίωμα είναι κομμάτι της ιστορικής μας κουλτούρας και σημάδι της Κερκυραϊκής ταυτότητας και θα πρέπει να γίνουν προσπάθειες να μην ξεχαστεί, είτε καταγράφοντας και διατηρώντας αυτές τις λέξεις σε βιβλία που θα τα λέγαμε μουσεία γλώσσας, είτε χρησιμοποιώντας τες σε διάφορες εκδηλώσεις που συμβαίνουν στο νησί.
Και συμβαίνει αυτό στα γνωστά Πετεγολέτσα που είναι αυτοσχέδιες θεατρικές παραστάσεις δρόμου και παίζονται κυρίως κατά τις Απόκριες, τα Πετεγολέτσα γράφονται με κείμενα γεμάτα και μάλιστα καθ`υπερβολή από αυτές τις λέξεις.
Αυτές οι παραστάσεις βοηθούν στην διατήρηση της παράδοσης, οι κάτοικοι της Κέρκυρας βέβαια στην καθημερινότητα τους δεν τις χρησιμοποιούν πλέον αν και τις γνωρίζουν πολύ καλά και όταν οι περισσότερες από αυτές ακούγονται μοιάζουν πολύ αστείες και προκαλούν γέλιο, τις επικαλούμαστε όταν θέλουμε να διακωμωδίσουμε κάτι.
Αν κάποτε λοιπόν βρεθείτε στην Κέρκυρα και τύχει να παρακολουθήσετε είτε τα πετεγολέτσα είτε κάποια άλλη τοπική θεατρική παράσταση μην σας περάσει καν από το μυαλό ότι έτσι μιλάνε στην Κέρκυρα.
Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να δώσουμε έναν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κατάλογο από αυτές τις λέξεις και εκφράσεις μαζί με τη σημασία τους.
Θέλουμε να καταγράψουμε τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι πρόγονοι μας τόσο για ιστορικούς λόγους αλλά και από σεβασμό στην παράδοση, επίσης δεν μπορούμε να κρύψουμε ότι διασκεδάζουμε ακούγοντας τες, είναι πραγματικά όμορφες και πρωτότυπες λέξεις, είναι απομεινάρια μιας μεσαιωνικής Ελληνοϊταλικής γλωσσικής σαλάτας.
Όπως προαναφέραμε πολλές από αυτές τις λέξεις έχουν εισχωρήσει και χρησιμοποιούνται και στην υπόλοιπη Ελλάδα, θα το διαπιστώσετε και σεις όταν τις διαβάσετε.
Κερκυραϊκές λέξεις με αλφαβητική σειρά
Λόγω του μεγάλου όγκου των λέξεων, πάνω από 10.000, δεν είναι δυνατόν παρά να αναφέρουμε ενδεικτικά μόνο μερικές χαρακτηριστικές αφήνοντας τη συντριπτική πλειοψηφία απ`έξω.
Οι περισσότερες λέξεις έχουν Ιταλική ή Λατινική ρίζα αλλά υπάρχει και περίπου ένα 30% με Αρχαιοελληνική, εδώ στην Κέρκυρα είχαμε πάντα το συνήθειο να τα αλλάζουμε όλα.
Πρώτες στη σειρά οι λέξεις και δίπλα βρίσκεται ή ας την πούμε μετάφραση.
Λέξεις απο Άλφα
Άκολα = πολύ βαθειά απάτητα
Άντζουλα = είδος μεταλλικού κουμπιού
Άστα = σήκω
Άστε ντούε = μου επέβαλλε
Αβέρτα πάγκα = συνέχεια
Αβέρτο = ανοιχτό
Αβατσαίρνω = έχω να παίρνω
Αβεντόρος = τσαμπατζής
Αβιζάρω = προειδοποιώ
Αβογαδόρος = κατήγορος
Αβοκάτος = δικηγόρος
Αγαντζάρω = γραπώνω
Αγαρλίζω = ανακατεύω
Αγγελοκρούομαι = τρομάζω
Αγερίνα = ψιλή άμμος
Αγιούτο = βοήθεια
Αγκονάρι = γωνία
Ακιστάρω = αποκτώ
Ακλεριάζω = καταστρέφω
Ακουζάρω = κατηγορώ
Αλέγρος = εύθυμος, χαρούμενος
Αλαμπρατσάντε = αγκαζέ
Αλασκαβέντζα = με το σακάκι ριχτό στον ώμο
Αλαφοστιά = η ερυθρά (ασθένεια)
Αλεγατσιόνες = εξηγήσεις
Αλιμάγκου = επιτέλους
Αλιποπορδιές = είδος μανιταριού
Αλιποτσάκαλης = διασταύρωση αλεπούς με τσακάλι
Αλιτζερίνος = Αλγερινός πειρατής
Αλτεράδος = αδιάθετος
Αλυποτανάω = παιδεύω
Αλόϊσες = κακές γυναίκες
Αμάντζαλος = κακοντυμένος
Αμέντε = προσοχή
Αμασκαλοβύζα = βυζαρού
Αμηδόνικα = ναι
Αμητί = αμ πως
Αμολάδος = ελεύθερος, λυμένος(συνήθως σκύλος ή τρελός)
Αμολέρνω = ελευθερώνω, πρόσεχε αμολέρνω το σκύλο
Αμπαντονάδος = αλήτης
Αμπιτύχη = αν τυχόν συμβεί
Άμπλα ουταριτά = απόλυτη εξουσία
Αμπονόρα = νωρίς
Αμόντε = πάμε
Ανάντελος = δύστροπος
Ανάνταφλος = απρόσεκτος άγαρμπος
Αναγκεμένος = άρρωστος
Αναπαψώλια, εδώ χρειάζεται ειδική εξήγηση, πρόκειται για κρεμαστά από το ταβάνι ή το σκέπαστρο του κρεβατιού βραχιόλια στα οποία έβαζαν οι γυναίκες τα πόδια τους ώστε να μη κουράζονται κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης, δίνονταν και σαν προίκα στη νύφη μέχρι τον 19ο αιώνα, αμ τι νομίζατε;
Αναράϊδα = Νεράϊδα
Αναρίτσια = ανατριχίλα
Αναφούφου = στον αέρα
Ανεμοκάψου = εξαφανίσου
Ανεσίσταγος = Ανήσυχος ή το άτακτο παιδί
Απάσβεστα = ο σοβάς από ασβέστη
Απίδι = Αχλάδι
Απιθώνω = ακουμπάω
Απελάντε = η έφεση σε δικαστήριο
Απερτούρα = ευκαιρία
Απιόμπο = έτοιμος
Αποδέλοιπα = τα υπόλοιπα
Αποθώσου = κάθησε
Αποκοντριασμένος = αποβλακωμένος
Απολιώρα = πριν λίγη ώρα
Αποσίμπελο = παρά τρίχα, σχεδόν
Αρέκια = πρόχειρα τοποθετημένα
Αρέστο = το κρατητήριο
Αραβάντουλα = η λαγουδέρα
Αριβάρω = έρχομαι φτάνω
Ασύσταγος = ανοικοκύρευτος
Ατζάρδο = τόλμημα
Αφιδεύομαι = εμπιστεύομαι
Αφούφου = καταστροφή
Αχαρολόϊστη = άμυαλη, κακόμοιρη
Απελώ = πετάω
Αψώνω ή Αψιώνω = φουντώνω
Λέξεις από Βήτα
Βέρντε = πράσινο χρώμα
Βαβιλάτο = το χρώμα της χρυσόμυγας
Βαγαπόντες ή Μπαγαπόντης = απατεώνας
Βαλερόζος = άξιος
Βεραμέντε = επιτέλους
Βατεύω = κάνω έρωτα
Βατσίνα = εμβόλιο
Βατσουνιά = βάτος
Βεραμέντε = αλήθεια
Βέστα = ρόμπα
Βιάτζο = ταξίδι
Βιζιγάντι = κατάπλασμα
Βιρτσίνος = καταχρεωμένος
Βουρδούλιο = ρεζίλι, ξεφτίλα
Βουρλισμένος = τρελός
Βόρδονας = μεγάλο σπυρί
Λέξεις από Γάμμα
Γανιές = λερώματα από κάρβουνα
Γαρδέλι = καρδερίνα
Γαρμπούνι = η αρρώστεια του άνθρακα
Γαρμπόζα-ος = η γκόμενα-ος
Γδώνω = τεντώνω
Γκενεράλης = στρατηγός
Γκιορνάδα ή Τζουρνάδα = το μεροκάματο κυρίως των γυναικών
Γοδέμπελος = Πρόσχαρος
Γοδέρω = απολαμβάνω
Λέξεις από Δέλτα
Δεκιαράω = δηλώνω
Δεκρέτο = απόφαση
Δελέγκου = γρήγορα
Δελεγάτος = εντεταλμένος
Δεμπιτόρος = οφειλέτης
Δενόντσια = ιατρική γνωμάτευση
Δεπουτάτος = εξουσιοδοτημένος
Δεροτόρος = Διευθυντής
Δεσγούτο = δυσαρέσκεια
Δεσμπόρσο = δαπάνη έξοδα
Δεσπουτάτος ή Ντεσπουτάτος = ηγεμόνας
Δεστεμέλι = ζώνη
Δεστινάρω ή Ντεστινάρω = κατευθύνω
Διάγκιλος = διάολος
Διάνα = λευκή
Διάργυρος = ο υδράργυρος
Διάσκατζε = δε βαριέσε
Διάσκατζος = ο διάολος
Διάσωνας = μεγάλο μολυσμένο σπυρί
Δοτόρος ή Ντοτόρος = Γιατρός
Έντεσα = σκάλωσα κάπου
Έτο = νάτο
Εδούρησε = άντεξε, δεν εδούρησε το άχαρο, δεν έμεινε γερό το κακόμοιρο
Εθαραπάηκα = ευχαριστήθηκα
Ελόου μου = εγώ ο ίδιος
Ερμοκουνάρητο = αλητόπαιδο
Εριάστηκα = ξεπάγιασα
Ερούμπωσα = γέμισα από λαιμαργία το στόμα μου
Εσπόρσο = πληρωμή
Εφετιβαμέντε = πραγματικά
Έβαλε πόστα = με έβρισε, με έβαλε στόχο
Ζέγκουνας = αγριολάχανο
Ζιάζω = ζυγίζω
Ζίφω = στίβω
Ζαρονεύρης = κράμπα
Ζμπαρλάδος = ανισόρροπος
Ζμπούκιο = τρακάρισμα
Ιμιτάρω = μιμούμαι
Ιμπάντο ή μπάντο = εγκατάλειψη, με άφησε μπάντο
Ιμπενιάρω = εγγυώμαι
Ιμπετσίλες = ο ανόητος
Ιμπετσιλιτά = η ανοησία
Ιμποστόρος = απατεώνας
Ιμπουτάρω = σπιλώνω κάποιον
Ιναμοράδος = ερωτευμένος
Ινβεντάριο = απογραφή
Ινβεστίρω = επενδύω
Ινκάντο = δημοπρασία
Ινκουϊζίτος = κατηγορούμενος
Ινκόμοδα = ενοχλήσεις
Ινμπάντο = εγκαταλελειμμένο
Ινπένιο = υποχρέωση
Ινπούμπλικο = δημόσια
Ινσόμα = επιτέλους ή συνολικά
Ιντεμέλα ή Ντεμέλα = η μαξιλαροθήκη
Ιντερεσάδος = συμφεροντολόγος
Ιντέριος = ολόκληρος, ακέραιος
Ιντιμάδος = ικανοποιημένος
Ιντιματζιόν = κοινοποίηση
Ιντονάδος = σωστά τονισμένος μουσικά
Ιποτεκάδο = υποθηκευμένο
Ισβέτζες = στη θέση του
Ισεστέρω = επιμένω
Ισπονέρω = ενδιαφέρομαι
Κάζο = περιστατικό
Κάζο μπλάνκο = μεγάλο γεγονός
Κάζο πενσάτο = προμελετημένη ενέργεια
Κάζο ατσιντέντε = ατύχημα
Κάλτσα μπράγα = ανδρικές κάλτσες ευγενών
Κάμαρα ντα ριτσέβερε = προθάλαμος χώλ
Κάμαρα ντι τσίβιλε = Σαλόνι αρχοντικού
Κάνταρος = πήλινο σκεύος λεκάνη
Κάντο = τραγούδι
Κάπο ντε φιόρι = κουνουπίδι
Κάπος = αρχηγός
Κάρλακας = βάτραχος
Κάστηκε (μου) = μου φάνηκε, νόμισα
Κέντρωμα = μπόλιασμα
Κίκαρα = φλυτζάνι
Καβάλος = ο βαλές και ο φάντες επειδή τα χαρτιά αυτά έχουν καβαλλάρηδες
Καβαλούτσι = μεταφορά ατόμου στην πλάτη
Καβατζάρω = προσπερνάω
Καδινάτσο = σιδερένιος σύρτης
Κακοντραμάδος = κακοντυμένος
Καλοπέζουλος = Τίμιος
Καλοχαιρέτης = ευγενικός
Καμαλιμάγκου = επιτέλους
Καμιζιόλα = κοντό γυναικείο παραδοσιακό σακάκι
Καμπούλα = καπνός ή ομίχλη
Καναλέτο = οχετός, αυλάκι για νερά της βροχής
Καντσονέτα = λαϊκό τραγούδι
Καντούνι = στενό δρομάκι
Καντσιλιέρης = γραμματέας
Καούρικο = καυτερό
Καπίτολο προμπατόρι = τρανταχτές αποδείξεις
Καπατσάρω = δαμάζω
Καπολαβόρο = κομψοτέχνημα
Καπουράλος = αφεντικό
Καρατάρω = υπολογίζω
Καρατέλο = μεγάλο βαρέλι
Καποτσίνο = μικρή άμαξα
Καρτέλο = βαρελάκι
Καρτεζί = το 1/8 του γαλονιού
Καρτούτσο = 1/4 του λίτρου
Κασαδούρα = το κάσωμα της πόρτας
Καστελάνος = πυργοδεσπότης
Κατσίβελο = κατώτερο, υποδεέστερο
Κενώνω = σερβίρω
Κι `αντέσο = και τώρα
Κλανιόλα = εργαλείο για κλανιές
Κλιτσινάρι = μακρύ κλαδί
Κοίταση = ύπνος, έπεσε στην κοίταση…
Κογιονάρω = κοροϊδεύω
Κοκαρίκι = το κουκούτσι της ελιάς
Κολαρίνα = γραβάτα
Κολετάντες = γραβατωμένος
Κολιάντζα = ευκοιλιότητα
Κολοέντσες = φιλίες, κωλοτριψίματα
Κολομπίμπιρι = σκέτη σπαγέτι σούπα
Κολοράδος = χρωματιστός
Κολπίρω ή Κορπίρω = αρρωσταίνω βαριά
Κομιντόρο ή πομιντόρο = ντομάτα
Κομπέβελος = αντιδραστικός
Κονσάρω = πασάρω
Κοντραμπάδο = λαθρεμπόριο
Κοντραπόστα = αντίθετη θέση
Κονφερμάδος = εγκεκριμένος
Κουρτελάτσα = πέτρινη προκυμαία
Κουαρελάρω = καρφώνω με τα μάτια
Κουγιάμπαλο = γεροξεκούτης
Κουκουνάκι = βαθύ κάθισμα στα γόνατα
Κουράρω = φροντίζω
Κορνούτος = κερατάς
Κουτελίτης = κρασί που βαράει στο κεφάλι
Κουτσέλι = σκυλάκι
Κουτσοχερίστηκα ή κουτσοχεριάστηκα = κουράστηκαν τα χέρια μου
Κούχτιο = Γεροπαραλημένος, γέρος, σακάτης
Κρατημάρα = παραλυσία στα χέρια
Κρουβεντζιάνα = το κρυφτό
Κρυογάτσουλο = αυτός που κρυώνει
Κόνξες = πείσματα, καμώματα
Κότολο = φουστάνι παραδοσιακής στολής
Μόρες και κατσίδες = κατάρα
Ντάλε κουάλε = το ίδιο, όμοιο
Οχιά και μονομερίδα = απάντηση σε δυσάρεστο όχι
Ταραντέλα Καριέρα = ταχυδρομικό πλοιάριο
Φόρα Κολόμπα = τα πήρε παραμάζωμα όλα
Λέξεις από Λάμδα
Λάχτισα = πόνεσα
Λίκασμα = μόλυνση κυρίως στο στόμα
Λίντο = αραιωμένο, αδύνατο
Λίτσινο = από ξύλο ελιάς
Λαβαδούρος = νεροχύτης
Λαβαμάς = νιπτήρας
Λαβομάνος = νιπτήρας
Λαβόρο = εργασία
Λαγγεύει = πετάει το μάτι του
Λαμάσα = προκλητική ή μεγαλόσωμη ατίθαση γυναίκα
Λαπάντε = καθαρός
Λαουρέντης = βοηθός του μάστορα, κυρίως σε οικοδομές
Λαρώνω = καλμάρω
Λεμεντάδος = παραπονούμενος
Λετρίνα = αποχωρητήριο
Λεφτή ψωμί = καρβέλι
Λευτερίδα = νυχτερίδα
Λιγάθινος = αδύναμος, αρρωστιάρης
Λιγκιό = λόξυγγας
Λικάζω = παίρνω ίσα ίσα γεύση, δεν πρόλαβα να το λικάσω..
Λικάσιονας = γυμνοσάλιαγκας
Λιμπά = οι όρχεις
Λιοντερίτσινο = ρετσινόλαδο
Λιόστα = απόβλητα ελαιοτριβείου
Λουγρέτσιο = πολύ γριά
Λούτα = βρεγμένος, λέμε έγινα λούτα, βράχηκα
Μάντολες = αμύγδαλα με ζάχαρη
Μαντζάρω = τρώω
Μούστακας = ακρίδα
Μήλιγκας = το μηνίγγι
Μαζενί = εργαλείο για άλεσμα του καφέ
Μακαροντσίνι = κοφτό μακαρονάκι
Μαλαθράκι = πάθηση δέρματος και πνεύματος, έχει μαλαθράκι στο κεφάλι (μαλακία)
Μαντεκούτο = αποπληξία
Μαργωμένος = μουδιασμένος
Μαρκαντικό = μπακάλικο
Μαστέλο = σκάφη για πλύσιμο ρούχων
Ματσόλα = ξύλινο σφυρί
Μελιγγίτης = μηνιγγίτιδα
Μη σιφτάκεις = να μη καταφέρεις να φτάσεις
Μιατζιμιάς = μονομιάς
Μινάρω = αυνανίζομαι
Μιντζιβίρης = τσιγγούνης μίζερος
Μοροφίντο = μεσότοιχος
Μορσέτο = ξύλινη μέγγενη
Μορόζος = γκόμενος
Μοσκιέρα = κρεμαστό κλουβί για ψωμί κυρίως
Μοστερίτσα ή βοστερίτσα = μικρή σαύρα
Μουζέτο = μάσκα αποκριάς
Μουρδούλης = ακατάστατος βρώμιαρης
Μουζαριόλα = φίμωτρο σκύλου
Μπατέλο = μικρή βάρκα
Μπάρος = βράχος με βλάστηση στη θάλασσα
Μπίγα = γερανός
Μπαγορδάντες = καλοφαγάς
Μπαλτσαμάδος = βαλσαμωμένος
Μπανιομαρία = τρόπος βρασίματος αυγών
Μπαρουφάντες = φασαριόζος ή ο αερολόγος
Μπαρούφα = καυγάς
Μπαστακουνάδος = όρθιος
Μπαρτσολέτα = αστείο
Μπατάρω = αναποδογυρίζω
Μπατέλο = βάρκα
Μπατσελάδος = τρελός
Μπερτουέλα = μεντεσές
Μπικερίνι = ποτηράκι
Μπιρμπιτσιόλα = παιδικό ομαδικό παιγνίδι
Μπιτσικλέτα = μοτοσυκλέτα
Μποκολέτα = σκουλαρίκι
Μποναγράτσια = κουρτινόξυλο
Μποσκέτο = κήπος
Μποτσόνι = γυάλινη κανάτα
Μπουκαλέτο = κανάτα
Μπουκαλίνα = μπουκάλι
Μπουκουβάλα = ψωμί βουτηγμένο σε λάδι
Μπουλετί = φακελάκι με μήνυμα ή λαχνός
Μπούμπουλας = μεγάλο μαύρο έντομο
Μπούρσα = τσέπη ή και τα λεφτά
Μπρίσκουλα = παιγνίδι της τράπουλας
Μπροκάδο = έξτρα αμοιβή για την καλή δουλειά.
Μπόντζος ή και Μπότζος = μικρό μπαλκόνι
Μόμολος = ο γελοίος, η ο πίθηκος
Μόστερας = μεγάλη πράσινη σαύρα
Πούντα μαλίνια = πνευμονία
Νεκριασμένο = νεκρό
Νεροκονίδα = χιονίστρα
Νερομπλούτσι = άνοστο αδύνατο φαγητό
Νετάρω = τελειώνω, ξεμπερδεύω
Νευρίδα = νευρόπονος
Νιβέλο = αλφάδι
Νιοκατσέντε = όλα εν τάξει
Νιοράντες = επιδειξίας ή και ο τσαμπουκάς
Νοδάρος = συμβολαιογράφος
Νούμπουλο = κερκυραϊκό αλλαντικό
Ντένω = σκαλώνω
Ντεμέλα = μαξιλαροθήκη
Ντζία ή Τζία = θεία
Ντριμώνω = κρύβω στα μουλωχτά
Ντρίτα λίνια = ευθεία γραμμή
Ντόλτσε = ποικιλία πορτοκαλιών
Ντόντολος = ό όρχις(ένας, τον άλλονε τον έφαγε ο γάτος)
Νόβερος = αυτός που είναι νούμερο
Νόνα = η γιαγιά
Νόντσολος = ο νεωκόρος
Ντεφετάδος = ο αρρωστιάρης, με πρόβλημα υγείας
Ξεκέντι = στο τέλος
Ξεμπουρίζω = διώχνω
Ξεπύρησε = ξεχύλισε ή ξεμάτωσε η μύτη (κυρίως)
Ξινίτας = ξινό κρασί
Ξομπλιάζω = κουτσομπολεύω, κακολογώ
Όντσολος = καντηλανάφτης
Όρσε = ορίστε, αλλά και η Κερκυραϊκή μούτζα
Οκουπάδος = απασχολημένος
Ομπία = κόλλημα, έμμονη ιδέα
Ομπλιγάδος = υποχρεωμένος
Ονόρε = η τιμή
Οπστάντε = καλώς ήρθες
Ορίτσικας = η ρίζα της ουράς
Ορδίνο = διάταγμα
Πέλισα = πέταξα κάτι άχρηστο
Πέτσικο = σκεβρωμένο
Πίλα = μεγάλο μεταλικό βαρέλι λαδιού
Πίντα = τενεκεδένιο κύπελο με χερούλι
Πίρολα = φόλα
Παγκούλι = μικρό σκαμνί
Παλαιούθε = από παλιά
Πανγκουί = πληρωμή στο χέρι
Πανιόλο = το πάτωμα του καταστρώματος σε μικρό πλοίο
Παπαλίνα = ψιλή σαρδέλα
Παραβέντο = ότι προφυλάσσει από αέρα
Παραμόνας = σημείο ενέδρας κυνηγού
Παρτσινέβελος = το αφεντικό
Παρόντζολο = κορόϊδο
Πασαπρόντο = σουρωτήρι μακαρονιών
Πατατόνα = η γλυκοπατάτα
Παυλόσυκα = τα φραγκόσυκα
Πεκάδος = ιδιότροπος
Πενσάτος = σκεφτικός
Πιπερόνι = πιπεριά
Περγουλιά = κληματαριά
Περουάρω = αναπαύομαι
Περτσιπιτάδος = πεισμωμένος
Πεσκάδα = η ψαριά
Πητίκι = πικρό
Πητσικόλι = μικρό παιδί
Πιάτσα = πλατεία
Πιατσέβελος ή πιαζέβελος = βολικός
Πινιάτα = χάλκινο καζάνι
Πιτσικαμόρτης = νεκροθάφτης
Πιτσούνι = περιστέρι
Πιτόρος = μπογιατζής
Ποδολόγος = πανί που εβαζαν γυναικες στο κεφάλι για να κουβαλάνε πράγματα
Πομιντόρο = ντομάτα
Ποντέλο = υποστήριγμα
Ποντίγιο ή ποντίλιο = πείσμα
Ποντίδος = αιχμηρός
Πορτόνι = αυλόπορτα
Ποστίτσιο = τοποθετημένο προσωρινά πρόχειρα
Πουτσαρόνα = πολλή βρωμιά
Πούμπλικο ινκάτο = πλειστηριασμός
Πρεβαντόριο = ορφανοτροφείο
Πρεβεδούρος = προνοητής προβλεπτής(κομισσάριος επί Ενετοκρατίας)
Πρετσιπιτάδα = τσαχπίνα, πεταχτούλα
Προβατώ = περπατώ
Πρυόβολος = παλιό είδος αναπτήρα με φυτίλι
Πόβερος = φτωχός
Πόντες = εξέδρα, ξύλινο μωλάκι
Ραμολιμέντο = υπέργηρος με μαλάκυνση εγκεφάλου
Ραπόρτο = αναφορά
Ρεβερέντζες = χαιρετούρες
Ρεγάλο = φιλοδώρημα
Ρεκουσινιάρω = συμβιβάζομαι
Ρεμέγκου = φτερουγίζοντας
Ρεμέντζο = κουπιά
Ρεμέντιο = θεραπεία, γιατροσόφι
Ρεμπαρτάρω = αναποδογυρίζω
Ρεμπουκάρω = σοβαντίζω
Ρεντίκολο = γελοίος
Ρεντικολέτσα = ρεζιλίκια
Ρεσπετάδος = σεβαστός
Ρετσέτα = σημείωμα, σκονάκι
Ρομπαβίλα = άχρηστα πράγματα
Ρομπαβέκιας = άχρηστος, πρόχειρος
Ρούμπωμα = μπούκωμα με φαΐ
Ρούτσουλα = ροδέλα
Ρούφουλας = ανεμοστρόβιλος
Σαγιαδόρος = σύρτης πόρτας
Σαλάδο = σαλάμι
Σαλαμιστράδο = παστό
Σαλτσάδα = λιθόστρωτο
Σαμπιέρος = χριστόψαρο
Σαρτσάδα = αυλή
Σγόρνα = υδρορροή
Σεστάδος = νοικοκυρεμένος
Σιόρα = κυρία
Σιορ = κύριος
Σκάνιο = καρέκλα
Σκάρδα = σκελίδα
Σκαβέντζο = ρετάλι
Σκαλινάδα = πέτρινη σκάλα δρόμου
Σκαρμούτσο = ρολό από κέρματα
Σκαρτσούνι = κάλτσα
Σκατζιά = ράφι
Σκαφώνι = ξύλινο πατητήρι για σταφύλια
Σκεπέτο = ντουφέκι
Σκερτσάδος = τρελιάρης
Σκιάομαι = φοβάμαι
Σκλέτζα = ακίδα ξύλου
Σκοτίτας = σκοτοδίνη, αρρώστεια πουλερικών
Σκούτζικας = μεγάλη σαύρα
Σονάρω ή Σουονάρω = παίζω μουσική
Σοσπέτο = υποψία
Σουλάτσο = περίπατος
Σούκερας = μεγάλο σύκο
Σούμπιτο = σύντομα
Σπέουλο = ανάχωμα
Σπαβέντο = ξάφνιασμα, ταραχή
Σπαλαβιέρι = ειδικό μυστρί
Σπατσάρω = ξεπουλώ και φεύγω
Σπερνά = κόλλυβα του εσπερινού
Σπετσερικό = ειδικό μίγμα μπαχαρικών
Σπετσιέρης = φαρμακοποιός
Στιά = εστία, το τζάκι
Στούα = αποπνικτική ατμόσφαιρα
Στράϊστο = ταγάρι
Στρέτος = στενός
Στρίνγκα = πηχάκι, λεπτή τάβλα
Στραμπαλάδος = στραβόξυλο, παράξενος
Στρωνίζω = αλλάζω πλευρό
Σφαλάγγι = μικρή αράχνη
Ταμπάρο = βαρύ παλτό
Τανκουί = πουγγί
Ταβλάτσο = πλατειά σανίδα
Ταυλοκούνια = κουνιέται πολύ
Ταυλομαστέλα = σανίδα για πλύσιμο ρούχων στο μαστέλο
Τελέρι = πλαίσιο τζαμιού
Τερεφός = ελαττωματικός
Τετάρτια = κομμάτια
Τεταρτιάστηκα = κομματιάστηκα(έγινα τετάρτια, τραυματισμός)
Τζίτζιρας = τζιτζίκι
Τζαλέτι = τηγανίτα από καλαμποκάλευρο
Τζαρδίνι = μικρός κήπος
Τζογάτουλο = ψεύτικο, που χαλάει εύκολα
Τζιτζιφιόνκος = φαντασμένος
Τζουρνάδα = μεροκάματο γυναικών
Τζουκαριέρα ή τσουκαριέρα = ζαχαριέρα
Τζούστο = ακριβώς
Τζόβενο = όποιος το παίζει νέος
Τζόγια = χαρά
Τορτσόνια = μεγάλες λαμπάδες
Τρίτσα = ψάθινο καπέλο
Τραβέντζο = μετάγγιση
Τραμπούκο = δωροδοκία
Τρατάρω = κερνάω
Τραταμέντο = κέρασμα
Τρικό = πουλόβερ
Τριτσέλι = τρίποδας
Τρόχαλος = ξερολιθιά
Τσάντος = Αλέξανδρος
Τσέρουλα = είδος μικρού ψαριού
Τσέτα = συμμορία
Τσίμα πίλα = άκρη άκρη
Τσίτο = διώξιμο γάτας
Τσαπέλα = ξερά σύκα περασμένα σε σκοινί
Τσαντσαμίνι = γιασεμί
Τσερβέλο = μυαλό
Τσιγκρί = πειραχτήρι
Τσιριτζάντζουλες = κόλπα με τα λόγια
Τσιτσιμπύρα = τοπικό αναψυκτικό
Τσούτσα = πιπίλα
Τσόκολο = σοβατεπί
Τότσο = λίγο
Φαβορέβολε = ευνοϊκό
Φαλιμέντο = χρεωκοπία
Φαμόζος = διάσημος
Φανέστρα = παράθυρο
Φιλάνια = κεντρικό δοκάρι σε σκεπές
Φιλιστόκα = μεγάλο έγγραφο
Φιοράδος = λουλουδάτος
Φλέρονας = κίτρινο πουλί που τρώει σύκα
Φογάτσα = πασχαλινό τσουρέκι
Φουμάδα = έξαψη
Φουρέντες = παθιασμένος
Φρεσκαμέντο = αναψυκτικό
Φροκάλι = σκούπα
Φόρτικας = ο γάϊδαρος
0 Σχόλια