ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ
MAGNA GRECIA
Η Μεγάλη Ελλάδα (αρχαία ελληνικά: Μεγάλη Ἑλλάς, λατινικά: Magna Graecia ή Magna Grecia, ιταλικά: Grande Ellade) ήταν η ονομασία που είχαν δώσει οι Ρωμαίοι στην επικράτεια των διαφόρων αρχαίων ελληνικών αποικιών στη Σικελία και τη Νότια Ιταλία.
Σύμφωνα με τον Στράβωνα που έχει γράψει τη σημαντικότερη αρχαία γεωγραφία, η Μεγάλη Ελλάδα ιδρύθηκε ήδη από την εποχή του Τρωικού πολέμου από τους Έλληνες.
Η κατωιταλική είναι διάλεκτος της Κοινής Νέας Ελληνικής γλώσσας, η οποία ομιλείται στη Μεγάλη Ελλάδα.
Η συγκεκριμένη διαλεκτική ποικιλία είναι επίσης
γνωστή με διάφορες εναλλακτικές ονομασίες, όπως Γραικάνικη, Grico,
Ελληνομποβεσιανή και Ελληνοκαλαβρέζικη, για να αναφέρουμε ενδεικτικά μερικές.
H κατωιταλική δεν αποτελεί μια ομοιογενή διάλεκτο καθώς ομιλείται σε δύο, γεωγραφικά και γλωσσικά, ξεχωριστές περιοχές και, συγκεκριμένα, στην περιοχή της Μποβεσία, η οποία βρίσκεται στη νότια άκρη της Καλαβρίας (Τριανταφυλλίδης 1981: 296), και στην περιοχή Σαλέντο ή αλλιώς Γκρέτσια Σαλεντίνα (Σαλεντινή Ελλάδα) της Απουλίας κοντά στην πόλη Λέτσε (Oztasciyan-Bernardini 1994: 64-67).
Οι ομιλητές της Γραικάνικης διαλέκτου στην Καλαβρία ζουν στα χωριά Ορεινή Μπόβα (Bova Superiore), Γιαλός του Βούα (Bova Marina), Βουνί (Roccaforte del Greco), Κοντοφούρι ή Κοντοχώρι (Condofuri), Μπαγκαλάντι (Bagaladi), Πολίτζι (Polizzi), Αμμυδδαλιά ή Αμυγδαλέα (Amendolèa) και Γκαλιτσιάνο (Galliciano). Στο παρελθόν ομιλητές της Γκρίκο κατοικούσαν επίσης στα χωριά Χωριό (Chorio) και Παλιό Ραγούδι (Roghudi Vecchio), τα οποία όμως εγκαταλείφθηκαν μετά τις καταστροφικές πλημμύρες του 1971 και 1972.
Οι ομιλητές της Γκρίκο στο Σαλέντο κατοικούν σε εννέα μικρές πόλεις, Καλημέρα (Calimera), Μαρτάνο (Martano), Καστρινιάνο ντει Γκρέτσι (Castrignano dei Greci), Κοριλιάνο ντ Οτράντο (Corigliano d Otranto), Μαλπινιάνο (Malpignano), Σολέτο (Soleto), Μαρτινιάνο (Martignano), Ζολίνο (Zollino), Στερνάτια (Sternatia). Παρά τον εκτεταμένο αριθμό των ελληνόφωνων χωριών, η διάλεκτος φαίνεται να υποχωρεί στις πόλεις Μαρτινιάνο, Σολέτο και Μελπινιάνο. Οι ομιλητές στις περιοχές της Γκρέτσια Σαλεντίνα είναι περίπου 40.000 ενώ ο γραικάνικος πληθυσμός στην περιοχή της Μποβεσίας είναι σημαντικά μικρότερος.
Αυτό οφείλεται σε διάφορους παράγοντες όπως, για παράδειγμα, στο μεγάλο
μεταναστευτικό κύμα που παρατηρήθηκε στις συγκεκριμένες περιοχές κατά τη
διάρκεια της δεκαετίας του 1960.
Ο Γερμανός φιλόλογος Carl Witte ήταν ο πρώτος που εξέτασε συστηματικά την κατωιταλική διάλεκτο. Τον 19ο αιώνα επισκέφθηκε την Καλαβρία και δημοσίευσε ποιήματα γραμμένα στη συγκεκριμένη διάλεκτο. Το ζήτημα της προέλευσής της δίχασε τους γλωσσολόγους δημιουργώντας δύο βασικές θεωρίες (Oztasciyan-Bernardini 1994: 64-67). Η πρώτη, η οποία βρήκε τον εκφραστή της στο πρόσωπο του Ιταλού γλωσσολόγου Giuseppe Morosi, υποστηρίζει ότι η κατωιταλική διάλεκτος προέρχεται από τη γλώσσα των Βυζαντινών εποίκων του 9ου αιώνα.
Πιο συγκεκριμένα, Ελληνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τις περιοχές της Πελοποννήσου, της Ηπείρου, της Στερεάς Ελλάδας, της Εύβοιας και του Πόντου εγκαταστάθηκαν στις χερσονήσους της Καλαβρίας και της Απουλίας.
Τη θεωρία αυτή έρχεται να αντικρούσει μία δεύτερη,
με βασικούς εκπροσώπους τον Ελληνα γλωσσολόγο Γεώργιο Χατζιδάκι και τον Γερμανό
Gerhard Rohlfs, σύμφωνα με την οποία, οι ρίζες της διαλέκτου ανάγονται πολύ
παλαιότερα, στον αποικισμό της Μεγάλης Ελλάδας τον 8ο αιώνα π.Χ. λόγω της
ύπαρξης ενός μεγάλου αριθμού δωρικών στοιχείων στη διάλεκτο.
Στην κατωιταλική διάλεκτο συνυπάρχουν δωρικά κατάλοιπα, βυζαντινά στοιχεία, πληθώρα ιταλικών λέξεων καθώς επίσης και λέξεις από τις τοπικές διαλέκτους της περιοχής. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι παρατηρούνται σημαντικές διαφορές μεταξύ των διαλέκτων της Απουλίας (Grico) και της Καλαβρίας (Grecanico).
Ο Κοντοσόπουλος (2001) προσθέτει ότι η ποικιλία της Απουλίας έχει δεχθεί λιγότερες επιδράσεις από την ιταλική απ’ ότι η ποικιλία της Καλαβρίας, η οποία είναι πιο συντηρητική καθώς παρουσιάζει αρκετούς αρχαϊσμούς.
Τα ελληνικά της Κάτω Ιταλίας, καθώς είναι περικυκλωμένα από την ιταλική γλώσσα, έχουν δεχτεί και συνεχίζουν να δέχονται βαθύτατη επιρροή από αυτήν αλλά και από τις τοπικές λατινογενείς διαλέκτους σε όλα τα γραμματικά επίπεδα, δηλαδή τη φωνολογία, τη μορφολογία και τη σύνταξη, καθώς και στο λεξιλόγιο.
Για τη γραφή τους χρησιμοποιείται αποκλειστικά
το λατινικό αλφάβητο (Προφίλη 1985: 87). Μπορούμε, ωστόσο, να διακρίνουμε
κάποια κοινά γραμματικά χαρακτηριστικά ανάμεσα στη γραικάνικη και την
γκρίκο, τα οποία αναφέρονται πιο διεξοδικά στις ενότητες που ακολουθούν.
Η Ιταλική Βουλή έχει
αναγνωρίσει τη γραικάνικη κοινότητα του Σαλέντο ως «εθνική και γλωσσική
μειονότητα» με την ονομασία Minoranze linguistiche Grike dell’ Etnia Grico –
Salentina (Γλωσσική Μειονότητα της Γκρίκο – Σαλεντίνικης εθνικότητας).
Φωνολογία
Η Προφίλη (1999β) επισημαίνει ότι υπάρχει ένα πρόβλημα προφορικότητας λόγω της τριγλωσσίας που επικρατεί στη περιοχή. Συγκεκριμένα, οι ηλικιωμένοι μιλούν μια πιο αμιγή μορφή της Grico, οι μεσήλικες μιλούν μια μορφή Grico, η οποία έχει επηρεαστεί από μια σαλεντιανή αρουμανικής προέλευσης διάλεκτο, ενώ οι νεότεροι μιλούν μια μικτή μορφή Grico και (κοινής) ιταλικής.
Παρά την ετερογένεια μεταξύτων
διάφορων κατωιταλικών διαλέκτων, είναι δυνατόν να εντοπιστούν κοινά φωνολογικά
χαρακτηριστικά. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα εξής2:
(α) διατήρηση της
προφοράς των αρχαίων διπλών συμφώνων, π.χ. /kós-sifo/, /lís-sa/, /gram-ma/,
(β) αναλογική ανάπτυξη διπλών συμφώνων, π.χ. /pín-no/, /tós-so/, /mít-ti/,
(γ) τάση για ανοιχτές συλλαβές με αποβολή του ληκτικού -s, π.χ. /ο andra/, /ο
kózmo/, /ο pόnο/,
(δ) τροπή του συμφωνικού συμπλέγματος /kv/ καθώς και του /γv/ σε /gu/, π.χ.
/guéno/ < /ekvéno/, /pistéguo/ < /pistéγvo/ < /pistévo/.
Παρατηρούνται φυσικά και
κάποια φωνολογικά χαρακτηριστικά, τα οποία διαφοροποιούν την εκάστοτε διάλεκτο.
Αναφέρουμε ενδεικτικά μερικές φωνολογικές ιδιαιτερότητες από το ιδίωμα του
Μαρτινιάνο, της Απουλίας, της Μπόβας και της Καλαβρίας.
-Ιδίωμα Μαρτινιάνο:
Στένωση των άτονων /e/ και /ο/ σε /i/ και /u/,
π.χ. /tirídzo/ < /θerízo/, /ánimos/ < /ánemos/, /pulimó/ <
/polemó/ (Καραναστάσης 1997).
-Ιδίωμα Απουλίας: Τροπή
του τριβόμενου /θ/ σε (α) στιγμιαίο /t/ στην αρχή των ονομάτων και
(β) σε /s/ μεταξύ των φωνηέντων, π.χ. /tánato/, /tálassa/, /krisári/, /órnisa/.
-Ιδιώματα Μπόβας και
Οτράντο (Rohlfs 1947, 1950, et seq.): Αφομοίωση του /s/ με το επόμενο σύμφωνο,
π.χ.
(Βovesia) /skotemmó/
«σκοτισμός», /jírimma/ «γύρισμα»
/du ffagàdi/ «τους φαγάδες» (Taibbi-Caracausi 1959)
(Οtranto) /ajámma/
«αγίασμα», /klimméno/ «κλεισμένος»
/o gambròmmu/ «ο γαμπρός μου»
Μορφολογία
Στη παρούσα εργασία
περιοριζόμαστε στην παρουσίαση κάποιων βασικών μορφολογικών χαρακτηριστικών του
ονοματικού συστήματος της κατωιταλικής. Η συζήτηση σε αυτήν την ενότητα
βασίζεται στις ερευνητικές εργασίες της Κατσογιάννου (1997, 1994) και Katsoyannou
(1995).
Διαπιστώνεται μια ισχυρή τάση για απλοποίηση της μορφολογίας, η οποία προσβάλλει περισσότερο τη διαφοροποίηση μεταξύ των πτώσεων και λιγότερο τις διακρίσεις γένους και αριθμού.
Η απλοποίηση αυτή μπορεί αφενός να οφείλεται στη κοινωνιογλωσσολογική
κατάσταση της διαλέκτου, δηλαδή στο γεγονός ότι είναι μια γλώσσα υπό εξαφάνιση,
η οποία μιλιέται σε περιβάλλον γενικευμένης διγλωσσίας (Katsoyannou 1995), κι
αφετέρου στο γεγονός ότι η απλοποίηση των κλιτικών σχημάτων χαρακτηρίζει
συνολικότερα την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας.
§ Τα θηλυκά
διαθέτουν το μικρότερο αριθμό τύπων, ένα για τον ενικό και δύο για τον
πληθυντικό.
κεφαλή |tjefalí-Ø| (ονομ-γεν-αιτ
ενικού), |tjefal-é| (ονομ-αιτ πληθυντικού), |tjefal-ó| (γεν. πληθυντικού)
μάνα |mán-a| (ονομ-γεν-αιτ ενικού), |mán-e| (ονομ-αιτ πληθυντικού),
|mán-o / man-ó / man-áδo| (γεν. πληθυντικού)
αδερφή |led-á / ledá-Ø|(ονομ-γεν-αιτ ενικού), |led-á /
ledá-δe|(ονομ-αιτ πληθυντικού),|led-áδο / ledá-δο| (γεν. πληθυντικού)
§ Τα ουδέτερα ονόματα έχουν δύο τύπους για κάθε αριθμό και τα περισσότερα
είναι ανισοσύλλαβα.
ξύλο |jíl-o| (ονομ-αιτ
ενικού), |jíl-u| (γεν ενικού), |jíl-a| (ονομ-αιτ πληθυντικού), |jíl-o| (γεν
πληθυντικού)
γάλα |γál-a| (ονομ-αιτ ενικού), |γal-átu|(γεν ενικού), |γál-ata|
(ονομ-αιτ πληθυντικού), |γal-áto| (γεν πληθυντικού)
δουλειά |lavúr-o|(ονομ-αιτ ενικού), |lavur-íu| (γεν ενικού),
|lavur-i(a)| (ονομ-αιτ πληθυντικού), |lavur-ío| (γεν πληθυντικού)
§ Τα αρσενικά ονόματα διαθέτουν τη μεγαλύτερη μορφολογική διαφοροποίηση
καθώς είναι η μόνη κατηγορία, η οποία διακρίνει την ονομαστική από την
αιτιατική του πληθυντικού.
μύλος |míl-o| (ονομ-αιτ
ενικού), |míl-u| (γεν ενικού), |míl-i| (ονομ πληθυντικού), |míl-u| (αιτ
πληθυντικού), |míl-o| (γεν πληθυντικού)
μήνας |mín-a| (ονομ-αιτ ενικού), |mín-a / mín-u /min-ú| (γεν
ενικού), |mín-i| (ονομ πληθυντικού), |mín-u| (αιτ πληθυντικού), |mín-o /min- ó|
(γεν πληθυντικού)
Βάσει των παραπάνω ενδεικτικών παραδειγμάτων διαπιστώνουμε ότι στη συγκεκριμένη διαλεκτική ποικιλία η διάκριση ονομαστικής και αιτιατικής εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από την παρουσία του οριστικού άρθρου, ενώ μορφολογικά παρατηρείται ότι η διάκριση αυτή τείνει να καταργηθεί.
Επιπλέον, υπάρχει μια ισχυρή τάση να
εμφανίζονται συχνότερα ανισοσύλλαβοι τύποι πληθυντικού, οι οποίοι
χαρακτηρίζονται από τη παρουσία του συμφώνου /δ/. Καταλήγουμε, επομένως στο
συμπέρασμα ότι το μορφολογικό σύστημα της διαλέκτου αυτής τείνει να εξελιχθεί
από ένα πτωτικό σύστημα σε ένα μη πτωτικό.
Σύνταξη
Στη συγκεκριμένη
ενότητα, παραθέτουμε κάποια βασικά συντακτικά τυπολογικά χαρακτηριστικά της
κατωιταλικής. Τα δεδομένα μας αντλούνται από την Προφίλη (1985, 1999β).
Η κατωιταλική
παρουσιάζει τις ακόλουθες ιδιαιτερότητες στη συντακτική της δομή:
(α) χρήση του απαρεμφάτου του αορίστου σε θέση ουσιαστικού, π.χ. to pi ce to
fai «το πιοτό και το φαΐ»,
(β) σύνταξη του ρήματος «ssozzo» με απαρέμφατο, π.χ. evo e ssozzo fai aggua
«εγώ δεν μπορώ να φάω ούτε αβγά»
(γ) γενικεύμενη χρήση της πρόθεσης [atsε], η οποία αντιστοιχεί στις προθέσεις
di και de της ιταλικής καθώς και στην te της τοπικής λατινογενούς διαλέκτου.
Χρησιμοποιείται για να πραγματώσει μια σειρά συντακτικών λειτουργιών όπως:
- εμπρόθετο έμμεσο αντικείμενο: anamu rεtti atsε tui ca tera
(ιταλική: s’innamorò di questa ragazza)
- εμπρόθετο προσδιορισμό: iso ndimεno atsε jinεγa
(ιταλική: era vestito da donna)
Κείμενο προφορικού λόγου
(Προφίλη 1999β):
Ti ste marete ja sìmmeri? Evò ste mareo diu
patane ma lio krea. Emì tumisciamera trone làchana grikà vrammena me lion alai.
Enna vresì panta kane’ pprama na fame! Evò e ssozzo fai agguà, e ssozzo fai
tirì, e ssozzo fsi krea. O àndrammu passo forà ènna pi imiso llitro kkrasì. Lei
ka dopu pinni noìete kajo.
Τι μαγειρεύετε σήμερα;
Εγώ μαγειρεύω δυο πατάτες με λίγο κρέας. Εμείς το μεσημέρι τρώμε βραστά
λαχανικά με λίγο λάδι. Πάντα βρίσκεται κάτι να φάμε. Εγώ δεν κάνει να φάω αβγά,
δεν κάνει να φάω τυρί, δεν κάνει να φάω κρέας. Ο άνδρας μου κάθε φορά πρέπει να
πιει μισό λίτρο κρασί. Λέει ότι όταν πίνει, νιώθει καλύτερα.
Η κατωιταλική, όπως και κάθε διάλεκτος της ελληνικής, και ιδιαίτερα αυτές που αποτελούν αποτέλεσμα γλωσσικής επαφής με γειτνιάζουσες γλώσσες, αποτελούν αναπόσπαστο και πολύτιμο μέρος της Ιστορίας της Ελληνικής και του ελληνικού πολιτισμού, γι’ αυτό και θα πρέπει να διαφυλαχθούν και να προστατεθούν.
Είναι επομένως επιτακτική η ανάγκη της επιστημονικά έγκυρης καταγραφής και τεκμηρίωσής τους (π.χ. έρευνες πεδίου, συλλογή ψηφιακών ηχητικών αρχείων, ψηφιοποίηση γραπτών κειμένων, φωνητική μεταγραφή, ταξινόμηση, γραμματική ανάλυση).
Ας μην ξεχνάμε ότι «η διαφύλαξη της πολιτισμικής και γλωσσικής διαφοροποίησης αποτελεί θέμα κοινωνικής δικαιοσύνης καθώς η διαφορετικότητα στο πολιτισμό και τη γλώσσα αποτελεί τη βάση για τον ορισμό της ανθρώπινης ταυτότητας» (Romaine 2007).
Ιστορικά και γεωγραφικά
στοιχεία κατανομής των διαλέκτων
Στη νότια Ιταλία εντοπίζονται δύο ελληνικές γλωσσικές νησίδες. Η μια βρίσκεται στη νότια άκρη της Καλαβρίας (Reggio Calabria), γύρω από την Bova (πρωτεύουσα αυτής της ελληνόφωνης περιοχής), και ονομάζεται Bovesía. Περιλαμβάνει τα εξής χωριά (πέρα από τη Bova): Roghudi, Chorio di Roghudi, Roccaforte del Greco, Condofuri, Gallicianò και Amendolèa. Η άλλη νησίδα βρίσκεται στην Απουλία, στην περιοχή του Salento, νότια της πόλης Lecce, και ονομάζεται Grecía.
Περιλαμβάνει τα
χωριά: Calimera, Castrignano dei Greci, Corigliano d’Otranto, Zollino,
Sternatia, Martano, Martignano, Melpignano και Soleto (βλ. Προφίλη 1999α
Προφίλη 1999β, Κοντοσόπουλος 2000, 16 Campolo 2004, 154).
Όσον αφορά την παρουσία της ελληνικής γλώσσας στις περιοχές αυτές, έχουν διατυπωθεί δύο διαφορετικές θεωρίες (βλ. Fanciullo 1986, Browning 1991, 173 Oztasciyan-Bernadini 1994 Lambropoulou 1997 Fanciullo 2001). Σύμφωνα με την πρώτη από αυτές, τα ελληνικά της περιοχής χρονολογούνται κατά τη βυζαντινή εποχή, όταν έλληνες από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία (προερχόμενοι από την Πελοπόννησο, την Ήπειρο, τη Στερεά Ελλάδα, την Εύβοια και τον Πόντο) εγκαταστάθηκαν στην νότια Ιταλία.
Η δεύτερη θεωρία προτείνει ότι οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί των περιοχών αυτών κατάγονται από τους αρχαίους έλληνες αποίκους, οι οποίοι ενισχύθηκαν με έλληνες μοναχούς κατά τα χρόνια της βυζαντινής κατοχής της νότιας Ιταλίας, καθώς και με έλληνες πρόσφυγες και εξόριστους αργότερα.
Χάρη στη δεύτερη θεωρία μπορούν να
ερμηνευθούν οι έντονοι δωρισμοί στις διαλέκτους αυτές, οι οποίοι μάλιστα δεν
απαντούν καν στις αρχαίες δωρικές διαλέκτους του ελλαδικού χώρου.
2. Γλωσσική περιγραφή των διαλέκτων
Στους ελληνόφωνους πληθυσμούς της Κάτω Ιταλίας, παρατηρείται διαλεκτική διαφοροποίηση από χωριό σε χωριό, αλλά και σημαντικές διαφορές μεταξύ των ελληνικών της Απουλίας (που λέγονται «γραικοσαλεντίνικα» ή «πουλιέζικα» ή, στα ιταλικά, «grico») και αυτών της Καλαβρίας («καλαβρέζικα» ή, στα ιταλικά, «grecanico», «bovese», «greco-calabro», «romaico»).
Τα μεν πρώτα έχουν δεχθεί λιγότερες ξένες
επιδράσεις από ό,τι τα δεύτερα. Παρ’ όλα αυτά, τα καλαβρέζικα είναι πιο
συντηρητικά και διατηρούν περισσότερους αρχαϊσμούς (Κοντοσόπουλος 2000, 20
Μεργιάνου 1994, 239).
Γενικά, οι κατωιταλικές διάλεκτοι δεν ανήκουν ούτε στα βόρεια ούτε στα νότια ελληνικά ιδιώματα. Έχουν δεχθεί ιδιαίτερα έντονες επιδράσεις από την ιταλική και τις τοπικές διαλέκτους στην προφορά, τη μορφολογία, τη σύνταξη και το λεξιλόγιο και γράφονται σχεδόν πάντοτε με το λατινικό αλφάβητο.
Επίσης, μέρος του λεξιλογίου τους προέρχεται
από τη λατινική. Ορισμένα από τα κύρια κοινά χαρακτηριστικά των δύο αυτών
διαλέκτων είναι τα ακόλουθα:
· α. Φωνητική-φωνολογία
o Υπάρχει δασύς
τσιτακισμός: το /k/ προφέρεται ως [t∫] πριν από [i] και [e].
o Τα διπλά σύμφωνα
προφέρονται είτε ως τέτοια είτε ως μακρά είτε σαν ένα απλό συνοδευόμενο από
δασύ πνεύμα.
o Παρατηρείται γενικά
έντονη προτίμηση για ανοιχτές συλλαβές στο τέλος της λέξης, με αποτέλεσμα να
μην απαντά τελικό [s] ή [n]: ο άντρας [o ádra], λέγουν [léγu].
Άλλοτε πάλι, λόγω της ίδιας προτίμησης, μπορεί να προστίθεται ένα [e] ή [ə] στο
τέλος της λέξης: τρεις [tríse], πώς [pόse], δεν
είχεν[δen íçene].
o Το /γ/ προφέρεται ως [g]
πριν από τα [a], [ο] και [u]: εγώ τρώγω [ego trogo].
· β. Μορφολογία
o Τα ουσιαστικά, τα
επίθετα και οι αντωνυμίες δεν εμφανίζουν πτωτικό σύστημα. Η διάκριση μεταξύ
ονομαστικής και αιτιατικής γίνεται βάσει του άρθρου, ενώ η γενική
αντικαθίσταται ολοένα και περισσότερο από προθετικές φράσεις.
o Απλοποίηση απαντά και
στο σύστημα του ρήματος, όπου παρατηρείται η τάση για ένα και μοναδικό κλιτικό
παράδειγμα στη μορφολογία του.
o Παρατηρούνται
ιδιαιτερότητες στη δήλωση του ποιού ενεργείας (ρηματική όψη). Συγκεκριμένα, η
σημασιολογική διάκριση μεταξύ τέλειου και ατελούς ποιού ενεργείας διατηρείται
κυρίως μεταξύ παρατατικού και αορίστου.
o Παρατηρούνται
διαφορετικοί βαθμοί γραμματικοποίησης, καθώς σχηματίζονται ρηματικές
περιφράσεις, οι οποίες έχουν σταθερή σημασία. Έτσι, ο εξακολουθητικός ενεστώτας
δηλώνεται με stéko + γερούνδιο ενεστωτικού θέματος, π.χ. stéko platéγonda
‘μιλώ’, και ο υπερσυντέλικος με ímmo + γερούνδιο αοριστικού θέματος, π.χ. ímmo
+ platessonda ‘είχα μιλήσει’.
· γ. Λεξιλόγιο
o Οι κατωιταλικές
διάλεκτοι διαθέτουν αρκετές ιδιωματικές λέξεις (κανονίζω: κοιτάζω, ότοιμο ‘έγκυος’, gαμπρή ‘νύφη’, κουράζω ‘ραβδίζω’).
Ειδικά στα καλαβρέζικα απαντούν πολλοί δωρισμοί (λανό ‘πατητήρι’,
από το αρχαίο ληνός, νασίδα ‘νησίδα’). Επιπλέον,
διαπιστώνεται έντονος δανεισμός από τις τοπικές ιταλικές διαλέκτους, ακόμα και
σε κλειστές γραμματικές κατηγορίες, όπως είναι οι προθέσεις. Φαίνεται μάλιστα
ότι τα δάνεια ενσωματώνονται στο σύστημα των διαλέκτων και δεν διακρίνονται από
τις λέξεις ελληνικής προέλευσης.
3. Σύγχρονη κοινωνιογλωσσική κατάσταση
Γενικά, οι ομιλητές των
ελληνικών διαλέκτων στη νότια Ιταλία είναι ιταλοί υπήκοοι, έχουν ιταλική εθνική
συνείδηση και είναι χριστιανοί καθολικοί στο θρήσκευμα, άρα δεν ταυτίζονται με
τους Έλληνες. Είναι μάλλον φορείς μιας ιδιαίτερης παράδοσης και ταυτότητας που
τους διαφοροποιεί από τους υπόλοιπους ιταλούς, χωρίς ωστόσο να έχουν
αυτονομιστικές τάσεις (Προφίλη 1999α).
Η κοινωνιογλωσσική κατάσταση των κατωιταλικών διαλέκτων δεν είναι η ίδια ακριβώς στις δύο νησίδες. Τα καλαβρέζικα, πρώτα, φαίνεται ότι αποτελούν «τυπική περίπτωση σταδιακής εγκατάλειψης ενός γλωσσικού κώδικα» (Κατσογιάννου 1999α, 605). Η εδαφική και γλωσσική συρρίκνωση του ελληνικού στοιχείου στις περιοχές αυτές οφείλεται σε γεωφυσικά φαινόμενα (σεισμοί, πλημμύρες, κατολισθήσεις), αλλά κυρίως στις δύσκολες συνθήκες λόγω της απουσίας οικονομικής ανάπτυξης στα χωριά αυτά.
Έτσι,
πολλές οικογένειες μεταναστεύουν είτε προς τους παραθαλάσσιους δήμους ανάμεσα
σε Bova Marina και Reggio Calabria είτε προς τη βόρεια Ιταλία, την Ελβετία, τον
Καναδά και την Αυστραλία (Κατσογιάννου 1999α Campolo 2004).
Πάντως, ο αριθμός των ελληνόφωνων σήμερα είναι πολύ μικρός (περίπου 500 άτομα), αν και δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία. Ακόμη και αυτοί οι ομιλητές χρησιμοποιούν την ελληνική διάλεκτο ως δεύτερη γλώσσα, ενώ ως πρώτη γλώσσα έχουν μια τοπική ρομανική διάλεκτο («calabrese» ή «dialetto», όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι), η οποία χρησιμοποιείται για την καθημερινή επικοινωνία στην περιοχή. Η ελληνική διάλεκτος θεωρείται πλεονάζων ξενόγλωσσος μειονοτικός κώδικας, καθώς δεν υπάρχουν επικοινωνιακές περιστάσεις που να απαιτούν τη χρήση της. Δεν διαθέτει κύρος, ώστε να μπορεί να συμβάλει στην κοινωνική άνοδο των ομιλητών της, αντιθέτως οι ομιλητές της συχνά εμφανίζουν συμπεριφορές αυτο-υποτίμησης και αυτολογοκρισίας.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η ελληνική διάλεκτος της Καλαβρίας
χρησιμοποιείται για να μην γίνονται αντιληπτοί οι ομιλητές της από «ξένους»
(κρυπτολαλική λειτουργία) ή/και σε ανεπίσημο οικογενειακό πλαίσιο ως παιχνίδι ή
αστείο. Τέλος, διαθέτει συμβολική λειτουργία, αποτελεί δηλαδή
σύμβολο ταυτότητας και αλληλεγγύης μεταξύ των ομιλητών της (Κατσογιάννου 1999α
Προφίλη 1999α).
Όσον αφορά τη δεύτερη γλωσσική νησίδα, η κατάσταση ενδεχομένως να δείχνει πιο «ανθεκτική» στον χρόνο και στις κοινωνικές και γεωγραφικές συνθήκες, χωρίς όμως να διαφαίνεται κάποια ουσιαστική διαφορά όσον αφορά το μέλλον της διαλέκτου.
Η grico δέχεται ιδιαίτερα έντονες επιρροές από την τοπική σαλεντινική διάλεκτο, με αποτέλεσμα το γλωσσικό της σύστημα να είναι εξαιρετικά ασταθές και τελικά να τείνει να υποκατασταθεί από αυτό της σαλεντικής.
Ενδεχομένως μάλιστα να μπορούμε να μιλάμε για κρεολοποίηση της grico. Ωστόσο, εκδηλώνεται ζωηρό ενδιαφέρον στην περιοχή (κυρίως από τους νέους) για τη διδασκαλία της ελληνικής διαλέκτου στο σχολείο, τη συλλογή γλωσσικού υλικού, την προβολή της μέσω του τουρισμού και γενικά την αναβίωση και τη διαφύλαξή της.
Γίνονται δηλαδή προσπάθειες για την
αύξηση του κοινωνικού γοήτρου της. Παρ’ όλα αυτά, η έλλειψη τυποποίησης
αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για οποιαδήποτε προσπάθεια προς την κατεύθυνση
της διάσωσης (Oztasciyan-Bernadini 1994 Προφίλη 1999α Προφίλη 1999β Filieri
2001).
0 Σχόλια