Ticker

3/recent/ticker-posts

Από που πήραν το όνομά τους τα μουσικά όργανα

Από που πήραν το όνομά τους τα μουσικά όργανα

Μουσική και μουσικά όργανα

Η μουσική γεννήθηκε μαζί με τον άνθρωπο. Βρίσκεται στον ανθρώπινο λόγο, στους κραδασμούς της φωνής, εκφράζει τον χαρακτήρα του, εξωτερικεύει τον ψυχικό του κόσμο. Η μουσική είναι η τέχνη  των ήχων και τα μουσικά όργανα είναι τα εργαλεία που παράγουν ήχους.

Τα μουσικά όργανα(όργανο < αρχαία ελληνική ὄργανον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *werǵ- (εργάζομαιδημιουργώ) είναι κατασκευάσματα τα οποία, με τον μηχανισμό τους και τις τεχνικές χρήσεις τους, χρησιμοποιούνται με σκοπό την παραγωγή μουσικών ήχων. Στην πράξη, κάθε μέσο που μπορεί να παράγει ήχους μπορεί να χαρακτηριστεί ως μουσικό όργανο.




Η εμφάνισή τους τοποθετείται στα πρώτα στάδια του ανθρώπινου πολιτισμού, χωρίς ωστόσο να μπορεί να καθοριστεί ακριβής χρονολογία εμφάνισης του πρώτου οργάνου. Τα πιο παλιά αρχαιολογικά ευρήματα αφορούν κάποιες πρωτόγονες φλογέρες ηλικίας 37.000 ετών, χωρίς όμως να θεωρούνται τα πρώτα όργανα που υπήρχαν

Από την αρχαιότητα ακόμη συναντάμε μία τεράστια ποικιλία μουσικών οργάνων όπως το μονόχορδο και το εξάχορδο του Πυθαγόρα, την ομηρική φόρμιγγα, την πανδούρα, τις “άρπες” τα κύμβαλα, τα κρόταλα και σείστρα, τις σάλπιγγες και τους μουσικούς κώδωνες, την κιθάρα του Απόλλωνα, την κιθάρα του Ορφέα, τους αυλούς του Πανός, αλλά και το χαλκεόφωνο – τα πρώτα “ντραμς” της ιστορίας.
Τα μουσικά όργανα είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο στην μουσική ιστορία επειδή η κάθε χώρα, ο κάθε πολιτισμός, ο κάθε λαός χρησιμοποιεί τα δικά του μουσικά όργανα.

Στην επιστήμη της μουσικολογίας διαχωρίζονται τα μουσικά όργανα σε πέντε βασικές κατηγορίες σύμφωνα με τον τρόπο και το υλικό κατασκευής τους καθώς και με τον τρόπο παρασκευής του ήχου:
  • χορδόφονα
  • αερόφωνα
  • μεμβρανόφωνα
  • ιδιόφωνα
  • ηλεκτρόφωνα
Η ποικιλία μουσικών οργάνων μοιάζει ατελείωτη. Ο άνθρωπος στη διάρκεια του χρόνου  χρησιμοποίησε τα μουσικά του δημιουργήματα για να επικοινωνήσει με τους συνανθρώπους του, να εξορκίσει το φόβο, να επικαλεστεί τους προγόνους, να εξευμενίσει τους θεούς του, και να εκφράσει το θαυμασμό, την αφοσίωση και την αγάπη.
Ως αποτέλεσμα των τελευταίων ήταν από τα πρώτα βήματά του–μετά την κατασκευή  των πρώτων εργαλείων 
και  με τη βοήθεια αυτών ,άρχισε η κατασκευή απλών  μουσικών οργάνων.
Στις αρχές του εικοστού αιώνα, με την ανάπτυξη της τεχνολογίας η κατασκευή μουσικών οργάνων ήταν απαραίτητο να υιοθετήσει την τότε « σύγχρονη» τεχνολογία αιχμής. Στη συνεχή αναζήτηση νέων ηχοχρωμάτων και νέων μουσικών συστημάτων από τους συνθέτες της εποχής,  η εμφάνιση του ηλεκτρονικού υπολογιστή αποτελεί μια ακόμη εξέλιξη που προσφέρει πολλά.
Έτσι λοιπόν δόθηκε έδαφος για να αναπτυχθούν νέα όργανα, νέοι μέθοδοι ανάπτυξης μουσικού λόγου και καινούριοι τρόποι προσέγγισης της σύνθεσης και εκτέλεσης της μουσικής.
Από όλα τα παραπάνω διαπιστώνεται ότι η χρήση της τεχνολογίας στη παραγωγή μουσικών μελωδιών είναι αναπόφευκτη.  Στη σημερινή εποχή, έτσι όπως έχει εξελιχθεί η μουσική, ο σύγχρονος μουσικός δε νοείται να μην είναι, έως κάποιο βαθμό, γνώστης της τεχνολογίας.
Αν η έκφραση των συναισθημάτων μόνο με τη βοήθεια ήχων δίνει κάποιο αποτέλεσμα, τότε αδιαμφισβήτητα αυτό είναι η μουσική.

Ας δούμε από που πήρε το όνομά του το κάθε όργανο:


Ακορντεόν


Μικρό, με πλήκτρα, πνευστό όργανο που μοιάζει με φυσούνα», από τα γερμανικά Akkordion, από το Akkord «μουσική συγχορδία, σύμπνοια ήχων», από ένα ρήμα παρόμοιο με το παλιό γαλλικό ακόρνερ «συμφωνώ, είμαι σε αρμονία», από το χυδαίο λατινικό *accordare (σύγκρινε το ιταλικό accordare "να συντονίσω ένα μουσικό όργανο;"  με επίθημα στην αναλογία του clarion, κ.λπ. Η λέξη accordare  έχει σχέση με την ελληνική λέξη χορδή. Εφευρέθηκε το 1829 από τον κατασκευαστή πιάνου Cyrill Demian από τη Βιέννη

Βιόλα-Βιολί-bassa viola


Από την ιταλική βιόλα, από την παλιά προβηγκιανή βιόλα, από το μεσαιωνικό λατινικό vitula "έγχορδο όργανο", ίσως από τη Vitula, ρωμαϊκή θεά της χαράς (βλ. βιολί) ή από το σχετικό λατινικό ρήμα vitulari "να ενθουσιάζομαι, να είμαι χαρούμενος ." Η Viola da gamba "bass viol" (1724) είναι από τα ιταλικά, κυριολεκτικά "βιόλα για το πόδι"
Ο όρος “violon” απαντάται για πρώτη φορά σε ένα χειρόγραφο του 1523.

Τσαμπούνα:

Η τσαμπούνα είναι λαϊκό πνευστό όργανο, με δύο αυλούς και ασκό. Προέρχεται από το ιταλικό zampogna που ανάγεται στο λατινικό symphonia, που είναι βέβαια η ελληνική λέξη συμφωνία. Γιατί όμως ένα τέτοιο όργανο να ονομαστεί «συμφωνία»; Το νόημα του όρου είναι ότι δύο ή περισσότεροι αυλοί (στα ιταλικά όργανα είναι συνήθως τέσσερις) ηχούν ταυτόχρονα.

Μπουζούκι: 

το μπουζούκι ,ως μουσικό όργανο, προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα ενώ η ονομασία του έχει τούρκικη προέλευση. Στην Αρχαία Ελλάδα υπήρχε αντίστοιχο όργανο το οποίο ήταν γνωστό με τις ονομασίες ”Πανδουρίδιον” ή αλλιώς και ”τρίχορδο” ,καθώς είχε τρεις χορδές. Η σημερινή ονομασία προέρχεται από το τουρκικό bozuk düzen= χαλασμένο κούρδισμα. Η ονομασία αυτή δόθηκε στο μουσικό όργανο της Ανατολίας, επειδή πιστευόταν ότι έπρεπε να γίνουν μεταβολές στο κούρδισμά του, καθώς έχανε συχνά τον τόνο του και έβγαζε παράφωνους ήχους. Από δω προέρχεται και η έκφραση μπουζουκοκέφαλος, δηλαδή ο έχων «χαλασμένο» κεφάλι ,ο ξεροκέφαλος.

Λύρα

 από το ελληνικό lyra, ξένο δάνειο-λέξη αβέβαιης προέλευσης. Το ίδιο το πράγμα λέγεται ότι είναι αιγυπτιακό, αν και έγινε το εθνικό μουσικό όργανο της αρχαίας Ελλάδας.  Με το όνομα κεμετζές  εννοούνται η Ποντιακή αλλά & η Πολίτικη λύρα, όνομα που κατά τους ερευνητές πιθανότερα να προέρχεται από την περσική λέξη «καμάτσια» που ως είδος λύρας εμφανίσθηκε στη Β. Περσία τον 10ο αιώνα

Κιθάρα:

 . Κατασκευάζονταν συνήθως από κέλυφος χελώνας ,κέρατα και ξύλο.Μουσικό όργανο που μοιάζει με λαούτο, δεκαετία του 1620, από τη γαλλική κιθάρα, που αλλοιώθηκε από ισπανικές και προβηγκιανές μορφές από την παλαιά γαλλική guiterre, παλαιότερη guiterne, από το λατινικό cithara, από το ελληνικό kithara «cithara», ένα τριγωνικό επτάχορδο μουσικό όργανο που σχετίζεται με τη λύρα , ίσως από το περσικό sihtar .

Στη μετακλασική εποχή, το αρχαίο όργανο αναπτύχθηκε σε πολλές ποικιλίες σε διάφορα μέρη, διατηρώντας μια τοπική παραλλαγή του παλιού ονόματος ή ένα υποκοριστικό του. Μερικά από αυτά τα τοπικά όργανα έγιναν στη συνέχεια ευρέως γνωστά και πολλοί απόγονοι της κιθάρα έφτασαν στα αγγλικά σε σχέση με διάφορα έγχορδα όργανα που μοιάζουν με κιθάρα: citole, giterne (και τα δύο αρχές του 14ου αιώνα), gittern, cithern (1560), cittern (1590), κιθάρα (περίπου 1600), Η σύγχρονη κιθάρα είναι επίσης απευθείας από την ισπανική guitarra(14c.), η οποία τελικά είναι από την ελληνική. Η αραβική λέξη είναι ίσως από τα ισπανικά ή τα ελληνικά, αν και συχνά η σχέση λέγεται ότι είναι αντίστροφη. 

Σιτάρ

Με μακρύ λαιμό έγχορδο ινδικό μουσικό όργανο, 1845, από χίντι σιτάρ, από περσικό σιτάρ "τρίχορδο"  Από si "τρία" (Παλαιοπερσικό τρι-· βλ. τρία) + tar "χορδή" (από ρίζα ΠΙΕ *ten- " για να τεντώσει").

Τρομπέτα: 

από την ιταλική λέξη trombetta, υποκοριστικό τού ουσιαστικού tromba = η αντλία ,η σάλπιγγα. Ουσιαστικά όμως η λέξη προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «στρόμβος», που σήμαινε «μεγάλο θαλασσινό κοχύλι». Ο σωλήνας της σύγχρονης τρομπέτας είναι αναδιπλωμένος ενώ η αρχαία σάλπιγγα, που ήταν πρόγονός της, είχε ευθύ σωλήνα. Συγγενής λέξη με την τρομπέτα είναι και το τρομπόνι από τη λέξη trombone που σημαίνει «μεγάλη τρομπέτα».

Άρπα:

 συμφωνικό έγχορδο μουσικό όργανο. Προέρχεται από το ιταλικό arpa το οποίο με την σειρά του ανάγεται στο αρχαίο ρήμα αρπώ και αρπάζω και στην αρχαία ελληνική ἅρπη =είδος ορνέου, αρπακτικού, καθώς θεωρούνταν πως το όργανο παίζεται με τη χρήση όλων των δακτύλων μιμούμενα αρπακτικό πτηνό.

Τύμπανο:

 από το αρχαίο ρήμα τύπτω =κτυπώ. Αρχικά σήμαινε το ρόπαλο με το οποίο χτυπούν το τύμπανο. Κατόπιν ονομάστηκε, κατά συνεκδοχή, ολόκληρο το όργανο.

Κλαρίνο (ή Ευθύαυλος): 

κατά μία άποψη προέρχεται από την ιταλική λέξη clarino-καθαρός ήχος

Κανονάκι

Το κανονάκι (η ονομασία προέρχεται από το αραβικό "qanun", νόμος, δανεισμένη από την αρχαιοελληνική λέξη "κανών") είναι παραδοσιακό όργανο της Μέσης Ανατολής, γνωστό στην Ελλάδα από την αρχαιότητα ως τρίγωνο ή επιγόνειο και τους βυζαντινούς ως ψαλτήρι που επιβιώνει στη μικρασιάτικη παραδοσιακή μουσική.


Μπαγλαμάς:

 από το τουρκικό ρήμα bağlamak που σημαίνει δένω, συνδέω. Αποτελεί το όργανο του φυλακισμένου. Είναι η συντροφιά του και ίσως το όνομα του προήλθε από το δέσιμο, την σύνδεση του οργανοπαίκτη με το όργανο. Από το ρήμα bağlamak προήλθε και το ρήμα μπαγλαρώνω: συλλαμβάνω, φυλακίζω.

Μαντολίνο: 

το μουσικό όργανο μαντολίνο οφείλει το όνομά του στην ιταλική λέξη mandolino, που είναι υποκοριστικό του ουσιαστικού mandola (το αμύγδαλο) λόγω της ομοιότητας του σχήματος του μαντολίνου με αμύγδαλο. Η λέξη mandola πάλι έχει τις ρίζες της στην αρχαία λέξη αμυγδαλή= το αμύγδαλο.

Λαούτο:

 αν και το όργανο πρωτοεμφανίστηκε στην Μεσοποταμία την 3η χιλιετηρίδα π.Χ., ο όρος «λαούτο» πρωτοχρησιμοποιήθηκε στη Γαλλία το 13ο μ.Χ. αιώνα και προέρχεται από το αραβικό - ανδαλουσιανό όργανο που εισήχθη στην Ευρώπη κατά την επέλαση των Αράβων στην Ισπανία. Η ετυμολογία του όρου έχει τις ρίζες της στην αραβική φράση «al oud» που, σημαίνει ξύλο ή ευλύγιστο ραβδί.

Νταούλι: 

από την τουρκική λέξη  davul =το τύμπανο.

Ζουρνάς:

 προέρχεται από την τουρκική λέξη zurna και την σύνθετη περσική λέξη surnay που αποτελείται από το syr = γιορτή και το nay = το καλάμι , ο σωλήνας. Ήταν είδος τρομπέτας που την χρησιμοποιούσαν σε εορταστικές εκδηλώσεις.

Όμποε

"ξύλινο, με διπλό καλάμι πνευστό όργανο, 1724, Από το ιταλικό oboe, από τη φωνολογική ορθογραφία του γαλλικού hautbois (η ίδια δανείστηκε στα αγγλικά 16c. ως hautboy), από το haut "high, loud, high-pitched" (βλ. haugh) + bois " ξύλο" (βλ. θάμνος (n.)). Ονομάζεται έτσι επειδή είχε την υψηλότερη καταγραφή μεταξύ των ξύλινων πνευστών. Συγκρίνετε επίσης το shawm. Σχετικό: Oboist (από το 1830). "Ο τόνος είναι μικρός, αλλά εξαιρετικά ατομικός και διεισδυτικός. είναι ιδιαίτερα χρήσιμο για ποιμαντικές επιδράσεις, για παραπονετικές και θρηνητικές φράσεις, και για να δώσει μια καλή ποιότητα σε συντονισμένα αποσπάσματα».

Ούτι

"λαούτο ή μαντολίνο των αραβικών εδαφών", από το αραβικό 'ud, κυριολεκτικά "ξύλο.

Πιάνο (παλαιότερη ελληνική απόδοση: κλειδοκύμβαλο):

 η λέξη αποτελεί σύντμηση της παλιότερης ονομασίας του οργάνου που ήταν piano (σιγά)+ forte (δυνατά). Ο Ιταλός Κριστοφόρι το 1709, σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει σφυράκια για να χτυπούν τις χορδές κι έτσι ο μουσικός μπορούσε πια να ποικίλλει την ένταση του ήχου του (μία σιγά, μία δυνατά)

Σαντούρι:

 η ονομασία του προέρχεται πιθανόν από το βυζαντινό όργανο Ψαλτήρι, που κατέληξε -με την πάροδο αιώνων- να αποδίδεται ως Σαντούρι( Ψαλτήρι - Ψαλτίρ- Σαντίρ – Σαντούρι). Κατά μια άλλη εκδοχή, η ονομασία προέρχεται από την περσική λέξη santar που σημαίνει «εκατό χορδές».

Πανδουρίς

Ο λεξικογράφος (Ιούλιος) Πολυδεύκης (2ος μ.Χ. Αιώνας) , από την Ναυκράτιδα Αιγύπτου, στο έργο του Ονομαστικόν (δεν σώθηκε ολόκληρο, αλλά μία μεταγενέστερη επιτομή του) αναφέρει, περιγράφοντας τα τότε γνωστά μουσικά όργανα (απόσπασμα 60): “… Τρίχορδον, ὅπερ Ἀσσύριοι πανδοῦραν ὠνόμαζον· ἐκείνων δʼ ἦν καὶ τὸ εὕρημα.”. Συνδέει λοιπόν σαφέστατα το όνομα Τρίχορδον με το όνομα Πανδούρα και μάλιστα θεωρεί το όργανο Μεσοποταμιακή εφεύρεση.
Ο έγκριτος συγγραφέας M. L. West στο εκτενές βιβλίο του “Αρχαία Ελληνική Μουσική” (εκδόσεις Παπαδήμας, Αθήνα) αναφέρει περιγράφοντας την Πανδουρίδα, σε υποσημείωση: “Ο όρος Πανδούρα ενδέχεται, σε τελευταία ανάλυση (έχουν διατυπωθεί εικασίες) να προέρχεται, μέσω σημιτικών ενδιαμέσων, από το σουμερικό παν – τουρ, “μικρό τόξο” “.

Σαξόφωνο

τύπος σύγχρονου μεταλλικού μουσικού οργάνου που παίζεται μέσω καλαμιού επιστόμιο (αρχικά σήμαινε ως πιο ηχηρό υποκατάστατο του κλαρίνου σε στρατιωτικά συγκροτήματα), 1851, από το γαλλικό σαξόφωνο, που ονομάστηκε από τον Antoine Joseph "Adolphe" Sax (1814-1894), Βέλγο κατασκευαστή οργάνων ποιος το επινόησε γ. 1840, + μουσικό-όργανο που τελειώνει τελικά από το ελληνικό phōnē «φωνή, ήχος» 

Ο πατέρας του, Charles Joseph (1791-1865) επινόησε το λιγότερο δημοφιλές saxhorn (1844) στην οικογένεια της τρομπέτας, που προοριζόταν επίσης για στρατιωτικές μπάντες. Το επώνυμο είναι μια ορθογραφική παραλλαγή του Sachs, Sacks, κυριολεκτικά  Σάξονας

Ταμπουράς

Ο ταμπουράς αναφέρεται στο βυζαντινό έπος του Διγενή Ακρίτα όταν ο ήρωας παίζει ένα θαμπούρι (μεσαιωνική μορφή ταμπουρά). και επήρεν το θαμπούριν του και αποκατάστησέν το. Αυτά τα μουσικά όργανα έχουν βαθουλωτό σκάφος και το καπάκι είναι επίπεδο, με ή χωρίς τρύπα.

Φλάουτο

αρχές 14c., από το παλιό γαλλικό flaut, flaute ,"flute" (12c.), από το Old Provençal flaut,  ίσως μιμητικό ή από το λατινικό flare "να φυσήξει" (από τη ρίζα PIE *bhle- "να φυσήξει"); 

Οι αρχαίοι αυλοί ήταν άμεσοι, φυσούσαν κατευθείαν μέσα από ένα επιστόμιο αλλά κρατούνταν μακριά από το στόμα του παίκτη. το σύγχρονο εγκάρσιο ή γερμανικό φλάουτο αναπτύχθηκε τον  18ο αιώνα.. Το παλαιότερο στυλ τότε μερικές φορές ονομαζόταν flûte-a-bec (γαλλικά, κυριολεκτικά "φλάουτο με ράμφος"). Ο μοντέρνος σχεδιασμός και το σύστημα κλειδιών του φλάουτου της συναυλίας τελειοποιήθηκαν το 1834 από τον Theobald Boehm. 

Φλογέρα

  αλβανική flojere < αρωμουνική fluiarã / fluearã < λατινική flaturalis < flatura, θηλυκό του flaturus, μετοχή ενεργητικού μέλλοντα του ρήματος flo < πρωτοϊταλική *flaō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰleh₁- (φυσώ)


ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ


https://www.etymonline.com/


https://www.wikipedia.org/


https://en.wiktionary.org/