Από πού πήραν το όνομά τους τα χημικά στοιχεία και οι χημικές ορολογίες
Τι είναι Χημεία
Η λέξη «χημεία» προέρχεται από τροποποίηση της λέξης «αλχημείας», η οποία αναφέρεται στην εξερευνητική τεχνουργία και πρακτική, η οποία περιελάμβανε στοιχεία χημείας, μεταλλουργίας, φιλοσοφίας, αστρολογίας, αστρονομίας, μυστικισμού και ιατρικής. Η αλχημεία θεωρείται συχνά συνδεδεμένη με την αναζήτηση μετατροπής μολύβδου ή άλλων βασικών μετάλλων σε χρυσό, αν και οι αλχημιστές ενδιαφέρονται επίσης για πολλά από τα ζητήματα της σύγχρονης χημείας.
Η σύγχρονη λέξη «αλχημεία» με τη σειρά της προέρχεται από την αραβική λέξη αλ-κιμιά (الكیمیاء, al-kīmīā).
Τι είναι χημικό στοιχείο
Οι περισσότεροι χημικοί όροι που έχουν συγκεντρωθεί προέρχονται από ξένες λέξεις, κυρίως λατινικές, πολλές από τις οποίες έχουν ελληνική προέλευση ή ανάλογη λέξη από κοινή ρίζα. Δεν επιχειρείται η ερμηνεία ή η περιγραφή του όρου, με κάποιες εξαιρέσεις. Επίσης κατ΄ εξαίρεση, σε μερικές περιπτώσεις αναπτύσσεται το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο βασίστηκε η δημιουργία της λέξης. Οι λέξεις που ετυμολογούνται ανήκουν και σε ευρύτερα πεδία, όπως την ορυκτολογία, τη βιοχημεία, τη φαρμακολογία και μερικά εμπορικά προϊόντα.
Α
‘Αγαρ. Αγαρόζη. Από τη μαλαισιανή λέξη agar (= ζελέ), πολυσακχαρίτης.
Αδρεναλίνη. Η ορμόνη επινεφρίνη (έτσι αναφέρεται στην αμερικανική βιβλιογραφία), μετάφραση από το λατινικό για τη θέση των επινεφριδίων: ad renes (= επί των νεφρών).
Αεροσόλ. Από τον αέρα και το διάλυμα (solution στα αγγλικά).
Αζουρίτης. Από την αραβική ή περσική λέξη αζούρ (= κυανός). Πρόκειται για το ορυκτό ανθρακικός χαλκός.
Αιθάνιο. Αιθανόλη κ.λπ. Το μόρφημα αιθ- προέρχεται από το ρήμα αίθω (καίω, από όπου προέρχεται η αιθάλη), λόγω του εύφλεκτου χαρακτήρα της. Όσα χημικά ονόματα αρχίζουν από αιθ- αναφέρονται σε ενώσεις με δύο άτομα άνθρακα.
Αιθέρας. Πρόκειται για ομηρική λέξη που σήμαινε αρχικά τον ουρανό και από γλωσσολογική άποψη αποτελεί συμφυρμό των λέξεων αίθω και αήρ. Η λέξη διαιθυλικός (αιθέρας), με δύο φορές το αιθ-, αποδίδει το γεγονός ότι η ένωση περιέχει 4 άτομα άνθρακα που συνδέονται ως 2 αιθυλικές ομάδες με οξυγόνο. Ο αιθέρας ονομάστηκε με αυτό το ποιητικό όνομα, επειδή έχει μια εντυπωσιακή ιδιότητα: η μεγάλη του πτητικότητα τον κάνει να εξαφανίζεται γρήγορα στον ουρανό, στα αιθέρια, κατά την παραμονή του σε ανοικτά δοχεία, δηλαδή να εξατμίζεται. Αιθέρες ονομάζονται παλιότερα όλες οι πτητικές ενώσεις, κυρίως οι εστέρες (βλ. λέξη), που είναι παράγωγα των αλκοολών με οξέα.
Αιθέρια έλαια. Ονομάστηκαν έτσι εξαιτίας της πτητικότητά τους, όπως και ο αιθέρας.
Ακεταλδεΰδη. Ακετάλη. Ακετόνη. Ακετύλιο. Ακετονύλιο. Όλες οι λέξεις προέρχονται από τη λατινική acetum (= ξίδι) από το ρήμα aceo (= είμαι όξινος), από την αρχαία ελληνική ακή (= αιχμή) εξ ου ακίδα, ακόντιο, ατσάλι, κώνος κ.λπ. Η λατινική λέξη acidus (= όξινος) συνδέεται προφανώς με την ακή. Η ακετόνη παρασκευάστηκε αρχικά από τον οξικό μόλυβδο με απόσταξη.
Ακετυλένιο. Από την ακεταλδεΰδη, προς την οποία μετατρέπεται με πρόσληψη νερού.
Ακουαφόρτε. Από το λατινικό aqua fortis (= ισχυρό νερό). οφείλεται στην εξαιρετική διαλυτική ικανότητα του οξέος (νιτρικού) που διαλύει πολλά μέταλλα με παράλληλη οξείδωση των ιόντων τους..
Αλάβαστρο. Από την ονομασία αρχαίας αιγυπτιακής πόλης.
‘Αλας, πληθ. άλατα. Από το ομηρικό αλς = θάλασσα.
Αλβουμίνες. Από τo λατινικό επίθετο albus (ουδ. album = λευκό). Οικογένεια πρωτεϊνών, από τις οποίες ονομάστηκαν γενικά οι πρωτεΐνες λευκώματα.
Αλγινικά οξέα. Από τις άλγες όπου απαντούν (σύνθετοι πολυσακχαρίτες)
‘Αλευρο. Αλευριτικό οξύ. Αλευρόνη. Από το αρχαίο ρήμα αλέω, αλώ (= αλέθω).
Αλισίβα. Από την ιταλική λέξη lisciva, από τη λατινική lixivium (= διάλυμα από στάχτη).
Αλκάλια. Αλκαλοειδή. Από την αραβική λέξη al kali ( = η πυρωμένη στάχτη).
Αλκανίνη. Από την ισπανική λέξη του φυτού Αlkana = al khena (η χέννα). Φυτική χρωστική.
Αλκοόλη. Η αλκοόλη έχει αραβική καταγωγή από το al kohol (= το πνεύμα) και δεν έγινε αρχικά αποδεκτή στα ελληνικά εξαιτίας της γλωσσικής καθαρότητας που επεδίωκαν οι λόγιοι μεταφραστές των πρώιμων βιβλίων Χημείας. Στη μετάφραση της «Επιτομής Χημείας», του 1808, ο Κωνσταντίνος Κούμας αναφέρει συγκαταβατικά ότι «το πνεύμα του οίνου βαρβαροχημικώς καλείται αλκοχόλ». Η κατάληξη όλη χρησιμοποιείται σε κάθε αλκοόλη, ακόμη και όταν έχουν πολλά υδροξύλια όπως η γλυκερόλη (με 3 ΟΗ), η ινοσιτόλη (με 6 ΟΗ) κ.λπ.
Αλλαντοΐνη. Από το αλλαντοΐς, το αμνιακό υγρό. Σχετική λέξη είναι ο αλλάς, γεν. αλλάντος ( = λουκάνικο), από άλλος + εντός.
Αλλισίνη. Από τη λατινική λέξη allium (= σκόρδο).
Αλογόνα. Από το ομηρικό αλς (θάλασσα) και «γεννώ» (εννοείται τα άλατα). Πιο σωστά θα έπρεπε να λέμε αλατογόνα.
Αλουμίνιο. Από τη λατινική alumen, aluminis (= στυπτηρία, στύψη) διπλό θειικό άλας αργιλίου-καλίου.
Αμάλγαμα. Από το μάλαγμα (= μαλακτικό φάρμακο), από το μαλάσσω (= μαλακώνω) λόγω της κατεργασίας του χρυσού με υδράργυρο (εξ ου και μάλαμα). Το α είναι ευφωνικό.
Αμίνες. Αμίδια. Αμμίνες. Αμμωνία κ.λπ. Η αμμωνία είναι αέριο αλλά ήταν γνωστή ως πτητικό στερεό με τη μορφή του υδροχλωρικού της άλατος από την εποχή των αρχαίων Αιγυπτίων. πήρε το όνομά της από τον ‘Αμμωνα, τον θεό στο ναό του οποίου χρησιμοποιούσαν για καύσιμο κοπριά καμήλας. Κατά την καύση της εκλυόταν το πτητικό αυτό άλας, που με τα χρόνια σχημάτιζε στην οροφή κρυστάλλους. Επειδή έμοιαζε με το κοινό αλάτι, ονομάστηκε λοιπόν άλας του ‘Αμμωνα. Αμίνες (και αμμίνες για σύμπλοκα που περιέχουν αμμωνία) προέρχονται από την αμμωνία, όπως και τα αμίδια.
‘Αμυλο. Κατά λέξη αλεύρι που δεν έχει αλεστεί (α- στερητικό και μύλος), λεπτή σκόνη αλευριού.
Αμφεταμίνη. Από επιμέρους γράμματα και συλλαβές της επιστημονικής ονομασίας της α-μεθυλο-φαινυλοαιθυλαμίνης (alpha-methylphenylethylamine).
Ανιλίνη. Από την αραβική λέξη anil για το δέντρο που παράγει το ινδικό. Anil ήταν και η ονομασία του χρώματος.
Ανισόλη. Από το φυτό άνισον (= anis στα λατινικά, Pimpinella anisum)..
Αντιμόνιο. Η πιο αξιόπιστη ετυμολογία θέλει να προέρχεται από το «στιμ» (ορυκτό θειούχο αντιμόνιο, Sb2S3) που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίες Αιγύπτιες για να βάφουν τα μάτια τους (stm καθώς δεν υπήρχαν στον γραπτό λόγο φωνήεντα). Στα αρχαία ελληνικά το στιμ έγινε στίμμις και στα λατινικά stibium (εξ ου το σύμβολο Sb). Οι άραβες ονόμασαν το καλλυντικό al ithimid και οι ευρωπαίοι athimodium που κατέληξε σε antimonium και αποδόθηκε ελληνοπρεπώς ως αντιμόνιο.
Αραγονίτης. Από την ισπανική επαρχία Aragon, από την ονομασία ποταμού. Πρόκειται για κρυσταλλική μορφή του ανθρακικού ασβεστίου.
Αραχιδονικό οξύ. Από τα φιστίκια (το φυτό λέγεται αραχίς η υπόγειος).
Αργίλιο. ‘Αργι(λ)λος. Παράγωγα του αρχαίου αργός ή αργής (= λευκός, γυαλιστερός).
Αργινίνη. Από το επίθετο αργής, από το αργινόεις (= λευκός, αστραφτερός).
Αργό(ν). Παράγωγο του αρχαίου αργός (ή αργής) που σήμαινε λευκός, γυαλιστερός αλλά και αδρανής.
‘Αργυρος. Παράγωγο του αρχαίου αργός (ή αργής) που σήμαινε λευκός, γυαλιστερός και αδρανής.
Αρσενικό. Από την περσική λέξη ζαρνίκ (= χρυσοκίτρινος) με την οποία ονομαζόταν το θειούχο ορυκτό σανδαράχη (As2S3) που χρησιμοποιούταν ως πιγμέντο. Οι αρχαίοι έλληνες εξελλήνισαν τη λέξη σε αρρενικόν ή αρσενικόν. Το ζαρνίκ πέρασε και στα τουρκικά ως ζερνίκ, απ όπου επέστρεψε στον ελληνικό χώρο με την ονομασία ζερνίκι που σήμαινε το ποντικοφάρμακο (As2O3). Αναφέρεται ότι στα αγγλικά το θειούχο αρσενικό ονομάζεται οrpiment(από το λατινικό auri pigmentum = χρυσομπογιά).
Ασετόν. Ασετυλίνη. Είναι οι κοινές ονομασίες του ακετυλενίου και της ακετόνης (βλ. λέξεις).
Ασήμι. Το ασήμι προέρχεται από τον «άσημο» άργυρο, εκείνη τη μορφή του μετάλλου που δεν είχε κάποιο σήμα (όπως είχαν τα νομίσματα). Γι αυτό είναι ανακόλουθο να λέμε ασημένια νομίσματα!
Ασκορβικό οξύ. Από το στερητικό α- και το σκορβούτο (scorbut στα γαλλικά, από νορβηγική λέξη για την ασθένεια αβιταμίνωσης λόγω έλλειψης βιταμίνης C).
Ασπιρίνη. Από τη σπειραία, το φυτό (ιτιά) που περιέχει μια μορφή του σαλικυλικού οξέος. το α- αναφέρεται στην ακετυλο-ομάδα της ασπιρίνης (ακετυλοσαλικυλικό οξύ).
Ατροπίνη. Η ονομασία του γνωστού αλκαλοειδές προέκυψε από την ‘Ατροπο, μία από τις τρεις Μοίρες που έκοβε με τρομερό ψαλίδι τις ζωές. Το επίθετο άτροπος = αμετάτρεπτος, αδυσώπητος. Η ατροπίνη υπάρχει στο φυτό Atropa belladonna. Μια άλλη Μοίρα, η Κλωθώ, έδωσε αυτούσια την ονομασία της σε μια πρωτεΐνη.
Ατσάλι. Από την ενετική λέξη azzal (acier στα γαλλικά), από τη λατινική acies (= κοφτερή κόψη), από την ελληνική ακή = αιχμή.
Αφλατοξίνη. Από τον μύκητα Aspergillus flavus (= κίτρινος) και την τοξίνη (βλ. λέξη).
‘Αφνιο ή Χάφνιο (Hf). Από την παλιά δανέζικη λέξη Hafnia (= λιμένας) για την Κοπεγχάγη.
Αχάτης. Από τον ομώνυμο ποταμό της Σικελίας.
Αψινθίνη. Από το φυτό Artemisia absinthium, όχι από το αψύς αλλά από την άψινθο, μάλλον περσικής προέλευσης (εξού και το ποτό αψέντι). Πολύπλοκης δομής σεσκιτερπένιο (βλ. λέξη) τύπου λακτόνης με πικρή γεύση και ενδιαφέρουσες φαρμακολογικές ιδιότητες.
Β
Βαζελίνη. Εμπορικό σήμα, από το γερμανικό Wasser (= νερό) και το έλαιο.
Βαζοπρεσίνη. Από τη λατινική λέξη vas (= αγγείο) και την αγγλική press (= πιέζω).
Βακελίτης. Από το όνομα του χημικού Leo Baekeland που έφτιαξε και εκμεταλλεύτηκε το υλικό.
Βακενικό οξύ. Από το λατινικό vacca (= αγελάδα, εξ ου και vaccine = βατσίνα, το εμβόλιο).
Βαλερι(ανι)κός. Το βαλερι(ανι)κό (πεντανοϊκό) οξύ προέρχεται από την ονομασία του φυτού βαλεριάνα (από το κύριο όνομα Βαλέριος).
Βαλίνη. Από το βαλερι(ανι)κό οξύ .
Βανάδιο. Από τη σκανδιναβική θεότητα Vanadis.
Βανιλίνη. Η βανιλίνη και η βανίλια προέρχονται από την ισπανική λέξη vainilla που σημαίνει τη μικρή θήκη, επειδή οι καρποί του αναρριχητικού φυτού περιέχονται σε «θήκες» όπως εκείνες του αρακά. Η vainilla (υποκοριστικό του vaina) προέρχεται με τη σειρά της από τη λατινική λέξη vagina που σημαίνει επίσης θήκη!
Βαρβιτουρικά (άλατα). Από τη λέξη barba (= γένι, θύσανος), από τον λειχήνα Usnea barbatus.
Βασάλτης. Από τη λατινική λέξη basanites (= πολύ σκληρή πέτρα). Η ίδια λέξη, βασανίτης, είναι ελληνική και προέρχεται από τη βάσανο (= δοκιμή). Η πέτρα αυτή χρησιμοποιόταν, όπως η λυδία λίθος, για τον έλεγχο της καθαρότητας χρυσών αντικειμένων.
Βενζόλιο. Η ετυμολογία του είναι μια ολόκληρη ιστορία που ξεκινά από τη ρητίνη που παράγουν ορισμένα δέντρα της Ν.Α. Ασίας και ονομάζεται στύρακας (από όπου προκύπτει το στυρόλιο). Η ρητίνη αυτή ήταν κάποτε περιζήτητη στα αριστοκρατικά σαλόνια της Ευρώπης, επειδή κατά την καύση της αναδίδει μια ευχάριστη μυρωδιά, κάτι σωτήριο σε εποχές που στους κλειστούς χώρους επικρατούσαν κάθε άλλο παρά ευωδιές. Εκτός από την κάλυψη των δυσάρεστων οσμών, ο στύρακας χρησίμευε επίσης ως φάρμακο, ίσως με βάση τη λανθασμένη αρχή πώς ό,τι μυρίζει καλά κάνει καλό. Το εμπόριο του στύρακα, όπως και των μπαχαρικών, βρισκόταν στα χέρια των Αράβων, που τον αποκαλούσαν λιβάνι της Ιάβας (luban javi), ίσως παραπλανητικά, αφού δεν είναι λιβάνι ούτε προέρχεται από την Ιάβα, αλλά από τη Σουμάτρα. Οι Ευρωπαίοι νόμισαν ότι το lu ήταν παραφθορά του οριστικού άρθρου στα γαλλικά (le, la) και η ρητίνη αποδόθηκε ως benzoin και στα ελληνικά βενζόη
Βερνίκι. Από τη λατινική λέξη vernix (= ευωδιαστή ρητίνη), από την πόλη Βερενίκη της Λιβύης (σημερινή Βεγγάζη), που υπήρξε παραγωγός βερνικιού. Το κύριο όνομα Βερενίκη είναι μακεδονικού τύπου για τη Φερενίκη (που φέρει τη νίκη).
Βεταΐνη. Από το λατινικό Βeta = τεύτλο.
Βηρύλλιο. Υποκοριστικό της βηρύλλου, πολύτιμου λίθου ινδικής προέλευσης, όπως και το όνομά του.
Βινύλιο. Η ακόρεστη ομάδα CH2=CH- ονομάζεται βινύλιο επειδή προέρχεται έμμεσα από την αιθανόλη, προϊόν του οίνου (λατινικά vinum), από το κλήμα (= vinca) και την ύλη.
Βιολογόνο. Παράγωγο του 4,4′-διπυριδυλίου, το οποίο με αναγωγή προσλαμβάνει ένα ηλεκτρόνιο και μετατρέπεται σε ρίζα με ιώδες χρώμα (βιολετί + γεννώ).
Βιοτίνη. Από το αρχαίο βίοτος = ζωή.
Βιοτίτης. Από τον γάλλο επιστήμονα Biot.
Βισμούθιο. Από δύο παλιές γερμανικές λέξεις που σήμαιναν «λευκή μάζα».
Βισκόζη. Από το λατινικό viscum (= ιξός).
Βιτριόλι. Ονομασία του θειικού οξέος εξαιτίας της υαλώδους μορφής του (όταν δεν περιέχει νερό είναι παχύρρευστο), από το λατινικό vitrum = γυαλί. Τα ένυδρα θειικά άλατα του χαλκού, του σιδήρου και του ψευδαργύρου ονομάζονταν αντίστοιχα γαλάζιο, πράσινο και λευκό βιτριόλι.
Βολτ. Βολταϊκός κ.λπ. Από τον Βόλτα.
Βολφράμιο. Από παλιά γερμανική λέξη για τον λύκο (και πιθανώς για την καπνιά).
Βόρακας. Βόριο. Από αραβική ή περσική λέξη για το ορυκτό βόρακα.
Βουλκανισμός. Από τον ρωμαϊκό θεό της φωτιάς Vulcan, αντίστοιχο του Ήφαιστου.
Βουτάνιο. Από το βουτυρικό οξύ που απαντά στο τυρί και ως εστέρας (γλυκερίδιο) στο βούτυρο.
Βρώμιο. Από το ρήμα βρωμέω (= αποφέρω δυσωδία), λόγω της διαπεραστικής μυρωδιάς του στοιχείου. Η γραφή βρόμιο είναι λάθος, αν και υπάρχει ρήμα βρομέω (= τρίζω, κοχλάζω).
Βωξίτης. Από τη γαλλική πόλη Les Baux.
Γ
Γάββρος. Από το χωριό της Τοσκάνης Gabbro, από τη λατινική λέξη glaber (= φαλακρός, λείος).
Γαδολίνιο. Από τον σουηδό χημικό Gadolin.
Γαλβανιζέ. Γαλβανόμετρο κ.λπ. Από τον ιταλό Galvani.
Γαληνίτης. Από το λατινικό galena (το ορυκτό θειούχος μόλυβδος).
Γαλλικό οξύ. Από τα βελανίδια (galla στα λατινικά), όπου το γαλλικό οξύ μητρική ένωση των ταννινών απαντά σε μεγάλες ποσότητες ως δεψίδιο (βλ. λέξη).
Γάλλιο. Οι ερμηνείες διχάζονται: είτε πρόκειται για ονομασία προς τιμή της Γαλλίας είτε για λογοπαίγνιο από το όνομα του γάλλου που ανακάλυψε το στοιχείο (το μικρό του όνομα Lecoq = gallus στα λατινικά, δηλ. πετεινός).
Γέλη. Από το ιταλικό gelatina, από το λατινικό gelatus (= παγωμένος).
Γκάζι. Λέξη-αντιδάνειο, σπάνιας πλέον χρήσης, με τη δική της ιστορία: προτού συνδεθεί με το φωταέριο, σήμαινε γενικά την αέρια κατάσταση μιας ουσίας (gas ή gaz) και προερχόταν από το χάος. Το Χάος στη μυθολογία αντιπροσώπευε την αρχική μορφή του σύμπαντος, πριν τη δημιουργία, δηλαδή μια τέλεια αταξία. Εκ των υστέρων γνωρίζουμε ότι τα μόρια των αερίων χαρακτηρίζονται από ανάλογη αταξία, καθώς κινούνται ακατάπαυστα με κάθε δυνατό τρόπο. Στην περίπτωση του χάους, chaos στα αγγλικά σημαίνει πρωταρχικά ό,τι και στα ελληνικά, παράλληλα όμως αποτελεί επιστημονικό όρο και αναφέρεται στην κατάσταση πολύπλοκων συστημάτων (χαοτικά), των οποίων η συμπεριφορά, αν και δεν είναι «κανονική», μπορεί εντούτοις να περιγραφεί με μαθηματικούς τρόπους. Η επιστήμη του χάους βρίσκει εφαρμογές όχι μόνο στη χημεία αλλά και σε άλλα επιστημονικά πεδία.
Γλουταμ(ιν)ικό οξύ. Από τη λατινική λέξη gluten για την κόλλα.
Γλουταρικό οξύ. Από τη λατινική λέξη gluten (= κόλλα) και το ταρταρικό (τρυγικό) οξύ.
Γλουτένη. Το κολλώδες πρωτεϊνικό τμήμα του αλευριού, από τη λατινική λέξη gluten (= κόλλα).
Γρανάτες. Οι γρανάτες (garnets στα αγγλικά) πήραν την ονομασία τους από ορισμένα μέλη τους που έχουν το χρώμα των σπόρων του ροδιού και εμφανίζονται συχνά πακεταρισμένοι στενά, όπως στο ρόδι (στα λατινικά granatum).
Γρανίτης. Από το λατινικό granum (= κόκκος), εξαιτίας της υφής του.
Γραφένιο. Γραφίτης. Από το γράφω, επειδή ο γραφίτης αφήνει ίχνος όταν συρθεί σε επιφάνειες.
Γύψος. Λέξη σημιτικής προέλευσης.
Δ
Δεξτρίνες. Από το dextrus (= δεξιός).
Δεψίδια. Από τη δέψη, τη διαδικασία μετατροπής του ακατέργαστου δέρματος σε κατεργασμένο (είναι εστέρες φαινολοξέων).
Δημήτριο. Μετάφραση του cerium (Ce), από τη θεά (και ουράνιο σώμα) Ceres, δηλ. Δήμητρα.
Διαμάντι. Από τη λέξη αδάμας (γεν. αδάμαντος) που σημαίνει αδάμαστος, λόγω της σκληρότητάς του.
Διήθηση. Από την πρόθεση διά και το ηθέω (= στραγγίζω, διυλίζω).
Διμερές. Αποτελούμενο από δύο μέρη.
Διγιτοξίνη. Σύνθετο από συγκοπή της δακτυλίτιδας (Digitalis, από το λατινικό digitus =δάκτυλος) και αργότερα ψηφίο) και την τοξίνη (βλ. λέξη).
Διοξίνη. Λόγω της δομής της, με δύο ετεροκυκλικά οξυγόνα. Ωστόσο κυρίαρχο δομικό στοιχείο των διοξινών είναι ότι περιέχουν πολλά άτομα χλωρίου (έως 8).
Ε
Εβονίτης. Από τον έβενο, λόγω του μαύρου χρώματός του.
Ελιξήριο. Οι Αλεξανδρινοί αλχημιστές πίστευαν ότι για να μεταστοιχειώσουν τα κοινά μέταλλα σε χρυσό ήταν απαραίτητη μια ουσία που όταν την ανακάτευαν με το λιωμένο μέταλλο θα προκαλούσε την ποθητή μεταμόρφωση. Μια τέτοια ουσία φαντάζονταν ότι έπρεπε να έχει τη μορφή κάποιας λιθώδους ουσίας τη φιλοσοφική λίθο και την αποκαλούσαν ξηρίον. Οι ‘Αραβες αλχημιστές τη μετέφρασαν σε al iksir και η λέξη επέστρεψε ως ελιξήριο, όχι τόσο με την πρώτη έννοια όσο ως φαρμακευτικό παρασκεύασμα.
Ενδορφίνη. Συμφυρμός από τις λέξεις ένδον και μορφίνη (βλ. λέξη).
Ενθαλπία. Από τις λέξεις εντός (ενέργεια) και θάλπος = θερμότητα.
Εντροπία. Από τις λέξεις εντός (ενέργεια) και τρόπος = μετατροπή.
Εστέρες. Αρχικά δεν γινόταν διάκριση από τους αιθέρες. Όταν έγινε αντιληπτή η διαφορετικότητά τους, επειδή ο πιο γνωστός αντιπρόσωπος ήταν το οξικό αιθύλιο (essig στα γερμανικά σημαίνει οξικός) essig + ether συγχωνεύτηκαν σε esther που απλοποιήθηκε σε ester.
Εστραγ(κ)όλη. Από τη γαλλική λέξη του φυτού estragon, από τη βυζαντινή ταρχόν, από την αραβική tarhun, από το δρακόντιον! Πρόκειται για ισομερές της ανηθόλης (βλ. λέξη).
Εφεδρίνη. Από το φυτό εφέδρα (επί + έδρα. το π γίνεται φ επειδή η έδρα ήταν δασυνόμενη λέξη).
Εωσίνη. Ορθότερα ηωσίνη, από την Ηώ, θεά της αυγής.
Ζ
Ζαφείρι. Από την αρχαία σάπφειρο, ανατολικής προέλευσης.
Ζελ και Τζελ. Ζελατίνα. Ζελέ. Από το ιταλικό gelatina, από το λατινικό gelatus (= παγωμένος). Το (τ)ζελ αποδίδεται ως γέλη.
Ζεαξανθίνη. Από το νεολατινικό zea (= καλαμπόκι) και το ξανθός.
Ζελσολίνη (gelsolin). Από το ζελ (βλ. λέξη) και το αγγλικό solution (= διάλυμα). Πρόκειται για συνδετική πρωτεΐνη.
Ζεόλιθοι. Από τις λέξεις ζέω (= βράζω) και λίθος, καθώς πρόκειται για ορυκτά σε κοιλότητες των οποίων υπάρχει νερό που με θέρμανση βράζει και αποβάλλεται.
Ζιρκόνιο. Από αραβική λέξη που σημαίνει «χρυσοκίτρινος». είναι η απόχρωση ενός πυριτιούχου ορυκτού του στοιχείου που απαντά στη Σρι Λάνκα και χρησιμοποιείται ως ημιπολύτιμος λίθος, με τις ονομασίες ζιργκόν και υάκινθος.
Η
Ηθμός. Αρχαία λέξη που σημαίνει σουρωτήρι, στραγγιστήρι και πόρος, παράγωγο του ρήματος ηθέω.
Ηλεκτρικό οξύ. Ηλεκτρίδιο. Ηλεκτρόνιο. Ήλιο κ.λπ. Από το ήλεκτρον, από το Ηλέκτωρ = Ήλιος.
Θ
Θαλιδομίδη. Από την πλήρη ονομασία της ένωσης, φθαλιμιδογλουταριμίδη(ιο).
Θάλλιο. Από τον θαλλό (= νεαρός βλαστός) λόγω του πράσινου χρώματος του φάσματος εκπομπής του μετάλλου.
Θείο. Από το θύω (= καίω, καπνίζω και προσφέρω θυσία).
Θεοβρωμίνη. Από το θεός και βρώμος ή βρώμα (= τροφή στα αρχαία ελληνικά, αλλά και δυσωδία, βλ. βρώμιο). Λόγω της εξαιρετικής γεύσης του κακάο, ένα από τα πρώτα συστατικά του που απομονώθηκαν ονομάστηκε θεοβρωμίνη.
Θηβαΐνη. Από τις Θήβες της Αιγύπτου (θηβαϊκό όπιο).
Θόριο. Από τον Θορ, σκανδιναβική θεότητα.
Θούλιο. Από τη Θούλη, παλιά ονομασία της Σκανδιναβίας.
Θρεόζη. Θρεονίνη. Από το ερυθρός με μερικό αναγραμματισμό.
Θρυπτοφάνη. Από τα ρήματα θρύπτω και φαίνομαι.
Θυμιδίνη. Παραπλανητική ονομασία. Από την θυμίνη ενωμένη με δεοξυριβόζη (νουκλεοζίτης, δηλ. γλυκοζίτης).
Θυμίνη. Αμίνη (-ίνη) από τον θύμο αδένα ο οποίος μοιάζει με δεμάτι από θυμάρι.
Θυμόλη. Φαινόλη από το θυμάρι.
Θυροξίνη. Από τον θυρεό (θυρεοειδή αδένα, θύρα) και το οξυγόνο.
Ι
Ιασμονικό οξύ. Από τον ίασμο (= γιασεμί). Το ιασμονικό μεθύλιο είναι φυτορμόνη.
Ίασπις. Αρχαία ελληνική λέξη, από εβραϊκή-αιγυπτιακή.
Ιδόζη. Από το λατινικό idem (= ο ίδιος), ως ισομερές της γλυκόζης.
Ίζημα. Από το ρήμα ίζω (= κατακαθίζω, καθιζάνω).
Ιμβερτάση. Από το αγγλικό ρήμα invert (= αναστρέφω). Πρόκειται για το ένζυμο που μετατρέπει τη γλυκόζη σε φρουκτόζη.
Ιμβερτοποίηση. Η παραπάνω μετατροπή (ισομερείωση).
Ινουλίνη. Σάκχαρο, από το φυτό Inula hellenium.
Ινσουλίνη. Από το λατινικό insula (= νησί), επειδή παράγεται στο πάγκρεας από εξειδικευμένα κύτταρα, τις «νησίδες του Langerhans».
Ιντεγκρίνες. Από το αγγλικό ρήμα integrate (= ολοκληρώνω). Πρόκειται για πρωτεΐνες που συντελούν στη συγκόλληση των κυττάρων.
Ιντερφερόνη. Από τα λατινικά inter (= δια) και ferire (= κτυπώ) επειδή προκύπτει από τα ανοσιακά κύτταρα όταν αντιμετωπίζουν «επίθεση» από ιούς.
Ιντρόνια. Από τον όρο intragenic region, δηλ. Μια περιοχή (νουκλεοτιδίων) μέσα σε ένα γονίδιο.
Ιξώδες. Από τον ιξό (γκι).
Ιόν. Από το ρήμα ίημι = κάνω να κινηθεί (αρχικά για το φορτισμένο κινούμενο άτομο κατά την ηλεκτρόλυση).
Ιρίδιο. Από τη θεά Ίριδα, τη γοργοπόδαρη αγγελιαφόρο των θεών (βλ. επόμενη λέξη).
Ισομερή. Επειδή αποτελούνται από ίσα μέρη (ατόμων, διαφορετικά διευθετημένων).
Ισοπρένιο. Πρόκειται για ονομασία που προέκυψε από την απόδοση λανθασμένης δομής, καθώς προτάθηκε το 1860 με την παραδοχή ότι ο υδρογονάνθρακας είχε 3 άτομα άνθρακα (εξ ου το πρεν-, από το προπένιο-προπιονικό οξύ). Η ομάδα C5H9 ονομάζεται απλώς πρενύλιο. Σημειώνεται ότι το προπένιο και το ισοπρένιο διαφέρουν μόνο κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες στην περιεκτικότητα σε άνθρακα (C: 85,7% και 87,8%).
Ισοστερή. Από τα ίσος και στερεός, για μόρια με το ν ίδιο αριθμό ηλεκτρονίων της εξωτερικής στιβάδας, π.χ. CO2 και Ν2Ο.
Ισότονος. Όπου τόνος = τέντωμα, ένταση, ρυθμός, μέτρο, αρμονία.
Ισταμίνη. Ιστιδίνη. Από τον ιστό (ρήμα ίσταμαι).
Κ
Καδαβερίνη. Από το λατινικό cadaver (= πτώμα).
Καδινένια. Σεσκιτερπένια (βλ. λέξη), από ένα είδος άρκευθου (Cade juniper).
Κάδμιο. Από το ορυκτό καδμεία, από τον μυθικό βασιλέα Κάδμο, ιδρυτή της Θήβας.
Καζεΐνη. Από το λατινικό casa (= τυρί).
Καθιζάνω. Από την πρόθεση κατά και το ρήμα ίζω (= κατακαθίζω). το ταυ γίνεται θήτα επειδή το ίζω είναι δασυνόμενη λέξη.
Καίσιο. Από το λατινικό caesius (= γαλανός), λόγω των φασματικών του γραμμών, όταν θερμανθεί.
Καλάι. Τουρκικής προέλευσης, ο κασσίτερος.
Κάλιο. Αραβικής προέλευσης, al kali (= η πυρωμένη στάχτη).
Καλσίτης. Από την αγγλική λέξη calcium (= ασβέστιο), από το η λατινική calx, γεν. calcis (= ασβεστόλιθος), από την αρχαία ελληνική χάλιξ..
Καμφάνιο. Καμφορά. Από το όνομα του ασιατικού δέντρου το οποίο παράγει την καμφορά.
Καναβινόλη. Από την κάνναβι (σκυθικής ή θρακικής προέλευσης).
Κανθαριδίνη. Από τον κάνθαρο (= το έντομο σκαθάρι και είδος ποτηριού) που προέρχεται από τον κανθό (= κυρτός). Πρόκειται για ουσία με ισχυρό αφροδισιακό χαρακτήρα από ένα ισπανικό σκαθάρι.
Κανόνας. Από τη λέξη κάννα (= καλάμι), επειδή μεταξύ άλλων ήταν καλαμένιο ξυλουργικό εργαλείο για τη μέτρηση του μήκους.
Καολίνης. Από την κινέζικη ονομασία του ορυκτού.
Καουτσούκ. Από γλώσσα ιθαγενή της Ν. Αμερικής (= δάκρυ του δέντρου).
Καπρικός. Καπρονικός. Καπρυλικός. Από το λατινικό capra (= κατσίκα).
Καραγενάνη ή Καραγενάνιο (carragheenan). Από το όνομα ενός ιρλανδικού χωριού (Carragheen). Πρόκειται για σύνθετο πολυσακχαρίτη των φυκιών.
Καραμέλα. Από τα λατινικά canna (= καλάμι) και mel (= μέλι).
Καρβακρόλη. Από το αρωματικό φυτό Carum carvi (αγγλικά caraway = κύμινο).
Καρβανιόν. Από το λατινικό carbo (= ξυλάνθρακας, ξυλοκάρβουνο) και ανιόν.
Καρβένιο. Καρβίδιο. Από το λατινικά carbo (= ξυλάνθρακας), παράγωγα της ομάδας CH2.
Καρμινικό οξύ. Καρμίνιο. Από τη νεολατινική λέξη carminium (= προϊόν εντόμων), από σανσκριτική ρίζα που σημαίνει σκουλήκι και έντομο. Πρόκειται για χρωστική που παράγεται από έντομα (βλ. κερμεζικό).
Καρναλίτης. Από τον γερμανό ορυκτολόγο von Karnall.
Καρνιτίνη. Καρνοσίνη. Από το λατινικό carne (= κρέας).
Καρνοτίτης. Από τον γάλλο ορυκτολόγο A. Carnot.
Κασσίτερος. Από ασιατική γλώσσα, μάλλον ινδική.
Κατεχίνες. Κατεχόλη. Από τον χυμό ενός ινδικού είδους ακακίας (κατεχού). Πρόκειται για φαινολικά παράγωγα: η κατεχόλη ή πυροκατεχόλη είναι το 1,2-διυδροξυβενζόλιο, ενώ οι κατεχίνες (και επικατεχίνες) είναι εστέρες του γαλλικού οξέος και συναφών φαινολοξέων αποτελούν συστατικά του τσαγιού και του κακάο.
Καψαϊκίνη. Από το φυτό Capsicum, από την κάψα.
Κβαντικός. Από το λατινικό quantum (= μικρή ποσότητα).
Κεραμικός. Από το κέραμος ή το κεράννυμι (= ανακατεύω). Κατ άλλους πιθανή προέλευση είναι από το λατινικό ρήμα cremo (= ψήνω). Η κρέμα προέρχεται από το χρίσμα (αντιδάνειο).
Κινίνη. Από την ισπανική quina (= φλοιός κιγχόνας, cinchona), από την περουβιανή λέξη για το δέντρο quechua kina.
Κιννάβαρι. Από ανατολική γλώσσα.
Κινναμωμικό (οξύ. Από το κιννάμωμο (κανέλα), πιθανώς από εβραϊκή λέξη (δεν ισχύει η παρετυμολογία από το επίθετο άμωμος).
Κιτρουλλίνη. Από το λατινικό citrullus (= καρπούζι).
Κοβάλτιο. Το κοβάλτιο, το γερμανικό πνεύμα των μεταλλείων Kobold έλκει την καταγωγή από τους αρχαίους Κόβαλους, επίσης κακόβουλα πνεύματα των μεταλλείων.
Κογχιολίνη. Από την αρχαία λέξη κόγχος (= κοχύλι). Πρόκειται για την πρωτεΐνη των κοχυλιών.
Κοκαΐνη. Από το δέντρο Erythroxylon coca.
Κολλαγόνο. Πρωτεΐνη από την οποία παρασκευάζεται ζωική κόλλα.
Κολλιδίνες. Από την κόλλα, οι τριμεθυλοπυριδίνες.
Κολλύριο. Υποκοριστικό του αρχαιοελληνικού κολλύρα (= κουλούρα).
Κολχικίνη. Από το φυτό κολχικό-είδος κρόκου, από την Κολχίδα.
Κορούνδιο. Από την ινδική (ταμίλ) λέξη kurundam για το ρουμπίνι.
Κορτιζόνη. Από το λατινικό cortex (= φλοιός), ορμόνη που παράγεται στον φλοιό των επινεφριδίων.
Κουάρκ. Λέξη χωρίς νόημα που έπλασε ο James Joyce σε ένα ποίημα που υπάρχει στο έργο του Finnegans Wake.
Κουμαρίνη. Από λέξη της Γουιάνας για τους καρπούς του φυτού (coumarou) που παρέχουν την ουσία.
Κουρκουμίνη. Από την αραβική λέξη του φυτού, kurkum.
Κράμα. Από το κεράννυμι = ανακατεύω. Από το ίδιο ρήμα προέρχεται το κρασί που πινόταν αραιωμένο.
Κρατέρωμα. Ο μπρούντζος, από το κεράννυμι = ανακατεύω (εξ ου κρατήρας, κράμα και κρασί). Κατ άλλους, από το κράτος = δύναμη, εξ ου και κρατερός.
Κρέμα. Αντιδάνειο από το χρίσμα.
Κρύσταλλος. Ο πάγος (από το επίθετο κρύος).
Κυάνιο. Από το κυανό του Βερολίνου (prussian blue), σύμπλοκο άλας του σιδήρου κυανού χρώματος, από το οποίο κατά την επίδραση οξέων εκλύεται (άχρωμο) υδροκυάνιο.
Κυμαρίνη. Κυμαρόζη. Η κυμαρίνη είναι εμπορικό σήμα της στροφανθιδίνης (καρδιακός γλυκοζίτης) και η κυμαρόζη είναι σάκχαρο. Πιθανή ετυμολογία από την κυνάρα (= αγκινάρα).
Κυστεΐνη. Από το κύστις = φούσκα, από το κύω = εγκυμονώ.
Κυτταρίνη. Από το κύτταρο, μετάφραση της κελουλόζης.
Κωδεΐνη. Από την κεφαλή της παπαρούνας (= κώδεια).
Κωδικόνιο. Από τη λατινική λέξη codex ή caudex (= κώδικας) που σήμαινε αρχικά τη φλούδα δέντρου και στη συνέχεια το σημειωματάριο και το βιβλίο, δεδομένου ότι οι φλούδες χρησίμευαν για πρόχειρη γραφή. Κωδικόνια είναι οι τριάδες νουκλεοτιδίων που κωδικεύουν τα πρωτεϊνικά αμινοξέα.
Λ
Λαζουρίτης. Από την αραβική ή περσική λέξη αζούρ (= κυανός). Είναι η ελληνική απόδοση του ορυκτού lapis lazuli.
Λακ. Λάκ(κ)α. Από την αγγλική λέξη lacquer (= βερνίκι), από τη μεσαιωνική λατινική lacca (= ρητινώδες προϊόν ερυθρού χρώματος), από σανσκριτική λέξη που σήμαινε το ερυθρό χρώμα όπως παραλαμβανόταν από ορισμένα έντομα.
Λαμιναρίνη. Από το λατινικό lamina (= πλάκα, υμένιο). Πρόκειται για αποθηκευτικό σάκχαρο (πολυσακχαρίτης ορισμένων φυκιών).
Λαμίνες. Από το λατινικό lamina (= πλάκα, υμένιο). Πρόκειται για πρωτεΐνες που συμμετέχουν στη δομή της πυρηνικής μεμβράνης.
Λαμπίκος (παλιότερα αλαμπίκος). Πρόκειται για αντιδάνειο με προέλευση τον άμβικα (και άμβυκα), το δοχείο όπου αποστάζεται το κρασί για την παρασκευή οινοπνεύματος ή αλκοολούχων ποτών. Η μεταφορά του στα αραβικά τον έκανε, με το άρθρο, al ambik, για να επιστρέψει γλωσσικά ως λαμπίκος.
Λανθάνιο. Από το λανθάνω (= διαφεύγω την προσοχή).
Λανολίνη. Από τη λατινική λέξη lana (= μαλλί).
Λάτεξ. Από τη λατινική λέξη latex, γεν. laticis (= υγρό), από την αρχαία ελληνική λάταξ = κατακάθι. Πρόκειται για τον γαλακτώδη χυμό φυτών (συκιά, εβέα κ.λπ.).
Λαύδανο (και λάβδανο). Από το λατινικό laudare (= παινεύω).
Λεκιθίνη. Από τη λέκιθο (= κρόκος) του αβγού.
αγγλικό ρήμα select (= διαλέγω).
Λιγνίνη. Λιγνάνες. Από τη λατινική λέξη lignum (= ξύλο).
Λιγνοκηρικό οξύ. Από το lignum (= ξύλο) και τον κηρό.
Λεμονένιο (limonene). Από τη νεολατινική λέξη limonum για το λεμόνι. Πρόκειται για τερπένιο.
Λιμονίνη (limonin). Επίσης από τη νεολατινική λέξη limonum για το λεμόνι. Πρόκειται για πολύπλοκης δομής οξυγονούχα ουσία (φουρανολακτόνη), πικρής γεύσης, που απαντά στα εσπεριδοειδή.
Λουλάκι. Από αραβική λέξη (lilak), από την οποία προήλθε επίσης το χρώμα λιλά και η αγγλική ονομασία της πασχαλιάς (lilac)
Λουσιφερίνη. Από το λατινικό lux, γεν. lucis (= φως) και το φέρω (Lucifer= Εωσφόρος).
Λουτεΐνη. Από τη λατινική λέξη luteus (= ωχροκίτρινος), καροτενοειδές.
Λυκοπένιο. Από το νεολατινικό επιστημονικό όνομα της τομάτας: Solanum lycopersicon..
Λυσίνη. Από τις λέξεις λύσις, με την έννοια της καταστροφής, επειδή συμμετέχει στο ενεργό κέντρο πολλών ενζύμων σε καταλυτικές αντιδράσεις.
Λυσοζύμη. Από τις λέξεις λύσις και ζύμη = ένζυμο.
Μ
Μαγγάνιο. Από αναγραμματισμό του μαγνησίου.
Μαγνήσιο. Από την πόλη Μαγνησία της Μικράς Ασίας.
Μάζα. Η αρχική σημασία ήταν κριθαρένιο ψωμί, από το μάσσω = ζυμώνω, κατεργάζομαι.
Μαζούτ. Από ρωσικό ρήμα που σημαίνει λεκιάζω.
Μαλτόζη. Από την αγγλική malt (= βύνη).
Μαντέμι. Τουρκικής προέλευσης, ο χυτοσίδηρος ma+demir = ο σιδερένιος
Μαργαρίνη. Μαργαρικό (οξύ). Από το μαργαριτάρι λόγω της λαμπερής όψης τους.
Μάρμαρο. Μαρμαρυγίας (mica). Από το μαρμαίρω = λάμπω.
Μεθανόλη. Μεθανόλη ή μεθυλική αλκοόλη παλιότερα ονομαζόταν ξυλόπνευμα, επειδή σχηματίζεται με θέρμανση του ξύλου. Η μεθανόλη αποτελείται από τρία ονοματολογικά συστατικά ή μορφήματα: το πρώτο, μεθ-, οφείλεται στην ιδιότητά της να προκαλεί μέθη.
Μεθειονίνη. Από το μεθύλιο και το θείο.
Μεθύλιο. Μεθυλένιο. Μεθύνιο. Το μεθύλιο πιστευόταν ότι ήταν σταθερή ένωση που κατά κάποιον τρόπο περιείχε η μεθυλική αλκοόλη. Επειδή η αλκοόλη αυτή λαμβανόταν με απόσταξη του ξύλου (ύλη στα αρχαία) το μεθύλιο ήταν μετά (την) ύλη, με το «τ» να γίνεται «θ» επειδή οι λέξεις από «υ» ήταν δασυνόμενες και γενικά τα τραχέα «τ, π» μετατρέπονταν σε «θ, φ». Σύμφωνα με μια άλλη ερμηνεία, το μεθύλιο προέρχεται από το μέθυ (= μέλι, γλυκός οίνος), επειδή η πόση της μεθυλικής αλκοόλης (ξυλόπνευμα) προκαλούσε μέθη.
Μελαμίνη. Από τη γερμανική λέξη Μelam (= τριαζινικό αμινικό προϊόν απόσταξης του θειοκυανικού αμμωνίου) και την αμίνη.
Μεντόλη (μινθόλη, menthol). Από τη μέντα, αντιδάνειο από το φυτό μίνθη.
Μέταλλο. Η ετυμολογία από τη μεταλλουργική διαδικασία «μετά τα άλλα» και «μεταλλοίωση» αμφισβητείται. Ίσως πρόκειται για σημιτική λέξη.
Μίνιο. Από την αντίστοιχη ιταλική λέξη του ορυκτού minio, από τον ποταμό Μinius της Ισπανίας. Κατ άλλους από το carminium (βλ. καρμινικό).
Μόλυβδος. Μολυβδαίνιο. Από αρχαία ασιατική γλώσσα.
Μόριο. Είναι αρχαία ελληνική λέξη, υποκοριστικό της λέξης μόρος, και σήμαινε τεμάχιο, κομμάτι. Ο Μόρος ήταν θεότητα (γιός της Νύχτας), ενώ μόρος σήμαινε επίσης το προκαθορισμένο τέλος της ζωής, το πεπρωμένο.
Μορφίνη. Από τον Μορφέα, θεό των ονείρων και του ύπνου. Η λήψη μορφίνης προκαλεί ύπνο, αν και δεν συνοδεύεται από έντονα όνειρα. Αντίθετα, διεγείρει τη φαντασία και το άτομο ονειροπολεί με ταχύτατες εναλλαγές ιδεών και παραστάσεων, αλλά προτού αποκοιμηθεί.
Μπακίρι. Τουρκικής προέλευσης, ο χαλκός και ο μπρούντζος, Η λέξη στα τούρκικα και την παρθένα κόρη .
Μπακμινστερφουλερένιο. Από τον αμερικανό αρχιτέκτονα Buckminster Fuller.
Μπαταρία. Από τη λατινική λέξη battuere (= κτυπώ).
Μπερκέλιο. Από το Παν/μιο Berkeley.
Μποζόνιο. Από τον ινδό φυσικό Bose.
Μπόριο. Συνθετικό στοιχείο, από τον δανό φυσικό Niels Bohr.
Μπότοξ. Εμπορική ονομασία της βοτουλίνης (βλ. λέξη).
Μπρεβετοξίνη. Από το λατινικό brevis (= βραχύς), από το μαστιγωτό Κarenia brevis.
Μπριγιάν. Μπριλάντι. Αντιδάνειο από τη βήρυλλο (βλ. λέξη).
Μπρούντζος. Προήλθε από τη λατινική ονομασία της ιταλικής πόλης Μπρίντιζι (Brundisium στα λατινικά) που ήταν κέντρο παραγωγής του κράματος του χαλκού με τον κασσίτερο το κρατέρωμα (βλ. λέξη) όπως λεγόταν στην αρχαιότητα.
Ν
Νάιλον (Nylon). Εμπορικό σήμα. Παρά τις πολυάριθμες παρετυμολογίες, το μόρφημα nyl επιλέχθηκε τυχαία και η κατάληξη on για να θυμίζει φυσική ίνα:cotton = βαμβάκι και την παραλλαγμένη μορφή του rayon.
Ναρινγκίνη. Από σανσκριτική λέξη για το πορτοκάλι (= naranja στα ισπανικά).
Νάτριο και Νίτρο. Όταν έγινε η μεταφορά της αρχαίας ιερογλυφικής γραφής στο αιγυπτιακό αλφάβητο, οι λέξεις δεν περιείχαν καθόλου φωνήεντα για λόγους οικονομίας, σε μια εποχή όπου τα γράμματα συχνά έπρεπε να σκαλιστούν στην πέτρα.
Ναφθαλένιο ή Ναφθαλίνιο. Από τη νάφθα, περσικής προέλευσης λέξη για την πίσσα.
Νεκτίνες. Από το λατινικό ρήμα nectere (= συνδέω). Πρόκειται για συνδετικές πρωτεΐνες, π.χ. αδιπονεκτίνη (βλ. λέξη), οστεονεκτίνη κ.λπ. που συνδέουν μεταξύ τους κύτταρα.
Νεοδύμιο. Από το νέος και διδύμιο.
Νεπτούνιο. Από τον Neptunus, τον ομόλογο με τον Ποσειδώνα θεό της θάλασσας των Ρωμαίων και πλανήτη.
Νερβονικό οξύ. Από τη λατινική λέξη nervus (= νεύρο), από το ρήμα νέω (= κλώθω και κινούμαι).
Νερόλη. Από το neroli (= αιθέριο έλαιο του πορτοκαλιού), από όνομα Ιταλίδας πριγκίπισσας.
Νετρόνιο. Από τo αγγλικό επίθετο neuter (= ουδέτερος).
Νεφρίτης. Ο νεφρίτης (στα αγγλικά-γαλλικά jade) είναι ημιπολύτιμος λίθος με υποτιθέμενες θεραπευτικές ιδιότητες, καθώς είχε τη φήμη ότι κάνει καλό στους πόνους στα νεφρά. Η δοξασία αυτή ήταν ευρύτερα διαδεδομένη, αφού και η ονομασία jade είναι παραφθορά από την ισπανική λέξη που αναφέρεται επίσης στα νεφρά.
Νιασίνη. Από το νικοτινικό οξύ (nicotinic acid), η βιταμίνη B3.
Νικέλιο. Προέρχονται από γερμανική λέξη που σημαίνει κακό πνεύμα των μεταλλείων.
Νικοτίνη. Από το όνομα ενός γάλλου διπλωμάτη (Nicot).
Νινυδρίνη. Εμπορικό σήμα.
Νισαντήρι. Τουρκικής προέλευσης, το χλωριούχο αμμώνιο.
Νισίνη (nisin). Από τα αρχικά N (group) inhibitory substance. Πρόκειται για αντιβιοτικό πεπτιδικού τύπου.
Νιτρικό οξύ. Νιτρίλιο. Νιτροξείδιο. Νιτρόνη κλπ. Βλ. Νάτριο.
Νουκλεϊκός. Νουκλίδιο. Από τη λατινική λέξη nucleus (= πυρήνας).
Ντοπαμίνη. Το πρώτο συστατικό (ντόπα, dopa) προκύπτει από αρχικά της διυδροξυφαινυλαλανίνης (3,4dihydroxyphenylalanin), ενός φαινολικού παραγώγου της φαινυλαλανίνης.
Ξ
Ξυλόζη. Από το ξύλο (εξ ύλης), σάκχαρο (-όζη).
Ξυλοκαΐνη. Από το ξύλο και την κατάληξη της κοκαΐνης, ως αναισθητικό.
Ο
Όζον. Από το όζω (μυρίζω) λόγω της τσουχτερής μυρωδιάς του. Τα παράγωγά του είναι σωστό να γράφονται με «ντ», π.χ. οζοντισμός, οζοντίδια.
Οιστρογόνο. Οιστρόλη κ.λπ. Από το «γεννώ» και τον οίστρο (= βοϊδόμυγα, σφοδρή επιθυμία).
Ολεφίνες. Έτσι ονομάζονταν παλιότερα οι ακόρεστοι υδρογονάνθρακες (αλκένια) επειδή μετατρέπονται σε ελαιώδεις ουσίες (oleum = έλαιο, fio = κάνω) με αντιδράσεις προσθήκης χλωρίου ή βρωμίου στον διπλό δεσμό. Στις ΗΠΑ η ονομασία εξακολουθεί να χρησιμοποιείται.
Ολιβίνης. Από το όνομα oliva της ελιάς λόγω του χρώματος του ορυκτού.
Όλμιο. Από την Holmia (= παλιά ονομασία της Στοκχόλμης).
Οξαλικό οξύ. Από τα φυτό οξαλίδα, από το οξύς.
Οξυγόνο. Επειδή «γεννά» οξέα, από τη λανθασμένη άποψη ότι όλα τα οξέα περιέχουν οξυγόνο.
Οξυτοκίνη. Από το οξύς και τοκετός. Στην αρχαία ελληνική οξύς είχε επίσης τη σημασία «ταχύς» (όπως στην οξύνοια). Η ονομασία δόθηκε από την πρώτη διαπιστωμένη δράση της ορμόνης να επιταχύνει τον τοκετό (βλ. και ωκυτοκίνη).
Οπάλιος. Από τη βυζαντινή λέξη οπάλλιος, σανσκριτικής προέλευσης για την πέτρα (διοξείδιο του πυριτίου).
Οπίνες. Από την οκτοπίνη (βλ. λέξη), ομάδα αμινοξέων που απαντούν σε φυτικούς όγκους.
Όπιο. Από τον οπό (= χυμός).
Ορείχαλκος. Σημαίνει χαλκός των βουνών (ορέων), παρά το γεγονός ότι το κράμα αυτό χαλκού-ψευδαργύρου δεν απαντά στη φύση. Πιθανότερα προέρχεται από το aurichalcum (χρυσός χαλκός).
Π
Παλμιτικό οξύ. Από την παλάμη (λατινικά palma) επειδή υπάρχει σε μεγάλες ποσότητες στη φοινικιά (palm-tree) τα φύλλα της οποίας έχουν σχήμα παλάμης.
Παπαβερίνη. Από τη λατινική λέξη papaver (= παπαρούνα).
Παπαΐνη. Από τη παπάγια, πρωτεολυτικό ένζυμο.
Παραφίνη. Από το λατινικό parum affinis (= λίγο συγγενής) που δηλώνει τη χημική αδράνεια των συστατικών της κορεσμένοι υδρογονάνθρακες, με μόνο απλούς δεσμούς. Ωστόσο, με τα σύγχρονα ισχυρά αντιδραστήρια αποδείχθηκε ότι ακόμη και οι παραφίνες «ζωηρεύουν» και είναι σε θέση να μετατραπούν σε διάφορες ενώσεις: για παράδειγμα, κατά την επίδραση πολύ ισχυρών βάσεων ή πολύ ισχυρών οξέων συμπεριφέρονται ως οξέα ή βάσεις, αντίστοιχα, δηλαδή μπορούν να αποβάλουν ή να προσλάβουν ένα πρωτόνιο.
Πελετιερίνη. Από τον γάλλο χημικό Pelletier.
Πενικιλίνη. Από το όνομα του βακτηρίου (Ρenicillium) που ονομάστηκε έτσι από το σχήμα του, (penicillus είναι υποκοριστικό του λατινικού penis = βούρτσα).
Πεπτίδια. Από την πέψη (= χώνευση).
Πιγμέντο. Από το λατινικό pingere (= βάφω).
Πίσσα. Από το επίθετο πίων (= λιπαρός)
Πλάσμα. Από το ρήμα πλάσσω (= πλάθω, σχηματίζω).
Πλατίνα. Υποκοριστικό της ισπανικής λέξης για τον άργυρο (= plata). Ο λευκόχρυσος βρέθηκε αρχικά στην άμμο του ποταμού Rio de la plata της Αργεντινής (της μοναδικής χώρας με όνομα στοιχείου, από τη λατινική ονομασία του αργύρου, argentum).
Ποζιτρόνιο. Από το αγγλικό επίθετο positive = θετικός. η κατάληξη όνιο δηλώνει γενικά το υποατομικό σωματίδιο.
Πορσελάνη. Από την ιταλική λέξη porcellana, για το θαλάσσιο σαλιγκάρι (κώνο) Monetaria moneta (γνωστό στα αγγλικά ως cowrie shell). Η λαμπερή ημιδιαφανής όψη του οστράκου μοιάζει πράγματι με την πορσελάνη. Η ονομασία porcellana για τον θαλάσσιο κώνο προήλθε από την επίσης ιταλική λέξη porcella (= νεαρή γουρούνα) επειδή η σχισμή του γαστερόποδος θυμίζει το αιδοίο του ζώου! Η επιστημονική ονομασία του «κοχυλιού» προήλθε από το γεγονός ότι το κέλυφός του χρησιμοποιόταν στην Πολυνησία ως νόμισμα (μονέδα).
Πορφίνη. Πορφύρα. Πορφυρίνες. Από το ρήμα πορφύρω ή φορφύρω (μελανιάζω, κοκκινίζω), προερχόμενο από αναδίπλωση του φύρω (υγραίνω, ζυμώνω κ.λπ.) εξ ου και φύραμα (βλ. λέξη).
Ποτάσα. Η ποτάσα (ανθρακικό κάλιο) πήρε την ονομασία της από τις αγγλικές λέξεις pot και ash (= δοχείο και στάχτη) που αναφέρονται στον τρόπο παρασκευής της από την κατεργασία της στάχτης των ξύλων.
Προγεστερόνη. Από την αγγλική λέξη gestation (= κύηση), από τη λατινική gestare (= φέρω, εγκυμονώ), ορμόνη. Η πρόθεση προ εννοεί ότι προωθεί την κύηση (δεν πρόκειται για πρόδρομη μορφή όπως π.χ. σε μερικές άλλες ορμόνες ή προβιταμίνες).
Προλίνη. Από συγκοπή της πυρρολιδίνης.
Προπάνιο. Από το μορφήματα «πρώτον πύαρ», το πρωτόγαλα, που περιέχει γλυκερίδια με τρία άτομα άνθρακα ονομάστηκε το προπιονικό οξύ και από αυτό το προπάνιο.
Προπιονικό οξύ. Από την πρόθεση προ- (ή πρώτος) και το ουσιαστικό πύαρ που σήμαινε το λίπος (πίων = λιπαρός), επειδή το προπιονικό οξύ θεωρήθηκε το πρώτο της σειράς των λιπαρών οξέων. Από το οξύ προέρχονται ονοματολογικά το προπάνιο, το ισοπρένιο και παράγωγά τους.
Προσταγλανδίνη. Από τον προστάτη και την αγγλική λέξη gland (= αδένας).
Πρωτεΐνες. Πρωτόνια. Από το πρώτος λόγω της σπουδαιότητάς τους.
Πυραζίνες. Πυραζόλιο. Πυράνιο. Πυρένιο. Πυριδίνη. Πυρίτης. Πυρόνη. Πυρόξενοι. Πυρύλιο. Από το πυρ (η κατάληξη άνιο δηλώνει ετεροκυκλικό οξυγόνο, η κατάληξη ένιο ακορεστότητα και η κατάληξη ίνη την ύπαρξη ετεροκυκλικού αζώτου).
Πυρεθρίνη. Από το φυτό πύρεθρο (πυρ και ερυθρός).
Ρ
Ραδερφόρντιο. Από τον φυσικό Ernest Rutherford.
Ράδιο. Ραδόνιο. Από τη γαλλική λέξη radiant =ακτινοβόλος, από τη λατινική λέξη radius (= ακτίνα), πιθανώς από την ελληνική λέξη αρδίς (= οξύ άκρο).
Ρακεμικός. Από το λατινικό racemus (= τσαμπί σταφυλιού).
Ραμνόζη. Σάκχαρο, από το φυτό ράμνος = παλιουριά.
Ρετινόλη. Από τη retina (= ο αμφιβληστροειδής χιτώνας του οφθαλμού).
Ρετροαντιδράσεις. Ρετροσύνθεση. Το πρώτο συνθετικό (λατινικά retro) σημαίνει προς τα πίσω.
Ρήνιο. Από τον ποταμό Ρήνο.
Ριβόζη. Προέρχεται από αναγραμματισμό της αραβινόζης που με τη σειρά της προήλθε από το αραβικό κόμμι. Με αναγραμματισμό (όπως ισομερείωση!) ένα άλλο σάκχαρο, η ξυλόζη, μετατρέπεται σε λυξόζη.
Ριβοφλαβίνη. Βλ. ριβόζη και φλαβίνη.
Ρόδιο. Από το ρόδινο χρώμα διαλυμάτων των αλάτων του.
Ρουβίδιο. Από τη λατινική λέξη rubidus (= ερυθρός), λόγω του ερυθρού φάσματος εκπομπής του.
Ρουθήνιο. Από τη Ρουθηνία, παλιά ονομασία της Δυτικής Ουκρανίας.
Ρουμπίνι. Από τη λατινική λέξη rubeus ή rubidus (= ερυθρός).
Σ
Σάκχαρο. Από ασιατική λέξη (στα αρχαία το σάκχαρ, η σάκχαρις και το σάκχαρι).
Σαλαμούρα. Από τα λατινικά sal (= αλάτι) και muria (= άλμη).
Σαλικυλικό οξύ. Από τη λατινική λέξη salix (= ιτιά) όπου απαντά σε πρόδρομη μορφή (σαλικίνη). Είχε μεταφραστεί σε ιτεϋλικό οξύ.
Σαμάριο. Από τον ρώσο Σαμάρσκι, μηχανικό ορυχείων.
Σανδαράχη. Από ανατολική γλώσσα (αρχ. σανδαράκη), ορυκτό (θειούχο αρσενικό).
Σαπωγενίνες. Από τον σάπωνα και το γεννώ, επειδή αφρίζουν στο νερό (βλ. και γενίνη).
Σάπωνας. Από το λατινικό sapo, από παλιά γαλατική λέξη για μίγμα στάχτης + λίπους που χρησιμοποιόταν για τον καθαρισμό του σώματος.
Σελ(λ)άκη. Από τις αγγλικές λέξεις shell (= κέλυφος, φλοιός) και lac (= λάκκα).
Σελήνιο. Από τη Σελήνη (σελήνιος = το φως της Σελήνης).
Σελουλόζη. ‘Αλλη γραφή της κελουλόζης (βλ. λέξη).
Σελοφάν. Από τη σελουλόζη (κελουλόζη, κυτταρίνη) και το ρήμα φαίνω (λάμπω).
Σεμεντίτης. Από τη γαλλική λέξη cement (= τσιμέντο), το καρβίδιο Fe3C.
Σεμι-. Πρόθεμα, από τη λατινική λέξη semi (= μισό, ημι-), πρώτο συνθετικό μερικών όρων, π.χ. σεμικαρβαζίδιο.
Σερικίνη (οι πρωτεΐνες του μεταξιού). Από τη λατινική sericus για το μετάξι. Οι Σήρες ήταν αρχαίος ινδικός λαός που εξέτρεφε μεταξοσκώληκες (επίσης σήρες).
Σερικίτης. Από το λατινικό sericus (= μετάξι). καλιούχο ορυκτό τύπου μαρμαρυγία, μεταξένιας υφής.
Σερίνη. Από το λατινικό sericus (= μετάξι).
Σεροτονίνη. Από το serum (= ορός) και τόνος.
Σερπεντίνης. Ορυκτό με την εμφάνιση δέρματος φιδιού (= serpens). Η λατινική λέξη προέρχεται από το έρπω.
Σίδηρος. Τα ετυμολογικά λεξικά απορρίπτουν ως αβάσιμη την δυνατότητα να προέρχεται από το λατινικό sidus (γεν. sideris) που σημαίνει άστρο, προφανώς επειδή θεώρησαν τις δύο λέξεις ασύνδετες. Εντούτοις πρόσφατες έρευνες απέδειξαν ότι κατά την αρχαιότητα τα πρώτα σιδερένια αντικείμενα είχαν τέτοια ισοτοπική σύσταση (και συνοδές προσμίξεις) που η προέλευσή τους εξηγείται μόνο με την παραδοχή ότι προήλθαν από μετεωρίτες.
Σιλάνιο. Από το αγγλικό silicon (= πυρίτιο) και άνιο που υποδεικνύει υδρογονωμένο παράγωγο.
Σιλικόνη. Απόδοση της αγγλικής λέξης silicone για τα πολυμερή του πυριτίου, από το λατινικό silex, γεν. silicis (= πυριτόλιθος).
Σκουριά (σκωρία). Παράγεται από το ουσιαστικό σκωρ (γενική του σκατός) και σημαίνει την ακαθαρσία του σιδήρου. Από εδώ προέρχεται και το σκατόλιο (3-μεθυλοϊνδόλιο).
Σμάλτο. Το ιταλικό smalto, από το γερμανικό schmelzen (= λιώνω).
Σμαράγδι. Η αρχαία σμάραγδος, μάλλον ινδικής καταγωγής.
Σόδα. Από το ιταλικό όνομα θαλάσσιου φυτού (sida) από το οποίο παρασκευαζόταν η σόδα.
Σολανίνη. Από το λατινικό Solanum (= στρύχνος), πιθανώς από το sol (= ήλιος).
Σορβικό οξύ. Σορβιτόλη. Σορβόζη. Από το θαμνώδες φυτό σορβιά (sorbus στα λατινικά).
Σουλφίδια. Τα σουλφίδια και συναφείς όροι θειούχων ενώσεων (σουλφόνες, σουλφαμίδια, σουλφονικά οξέα κ.λπ.) προέρχονται από τη λατινική λέξηsulfur (= θείο).
Σπινέλιος. Από το λατινικό spina (= αγκάθι) λόγω των αιχμηρών κρυστάλλων του ημιπολύτιμου αυτού λίθου.
Σπίρτο. Από τη λατινική λέξη spiritus (= πνεύμα, αέριο). Σπίρτο του άλατος = το υδροχλωρικό οξύ.
Στατίνες. Είναι η γενική ονομασία (και κατάληξη) φαρμάκων που ελαττώνουν τη χοληστερόλη (στάσις = σταμάτημα, παρεμπόδιση, από το ίστημι).
Στεαρικός. Στεατικός. Από το στέαρ (= λίπος), ινδοευρωπαϊκής προέλευσης.
Στεατίτης. Από το στέαρ, η σαπουνόπετρα.
Στεβιόλη. Από το φυτό Stevia (διτερπενική αλκοόλη, απαντά ως μίγμα γλυκοζιτών γλυκιάς γεύσης).
Στεροειδή. Στερόλες. Από το επίθετο στερεός, επειδή τα μέλη τους κρυσταλλώνονται εύκολα.
Στιλβένιο. Από το στίλβω = γυαλίζω.
Στιλβοιστρόλη. Από το στίλβω και τον οίστρο (βλ. οιστρογόνο).
Στουπέτσι. Τουρκική λέξη για τον βασικό ανθρακικό μόλυβδο.
Στρεπτόζη. Σάκχαρο, από το στρέφω (επίθετο στρεπτός) λόγω του σχήματος του βακτηρίου στρεπτόκοκκος που παράγει το αντιβιοτικό στρεπτομυκίνη.
Στρεπτομυκίνη. Από την στρεπτόζη (βλ. λέξη) και τον μύκητα.
Στριγκόλη. Στριγκολακτόνες. Από το παρασιτικό φυτό Striga. Ενώσεις πολύπλοκης δομής που δρουν ως φυτορμόνες.
Στρυχνίνη. Από το φυτό στρύχνος.
Στυπτηρία. Από το στύφω (= συστέλλω), εξ ου και στυφός.
Στρόντιο. Από την σκοτσέζικη πόλη Strontian.
Στυρένιο ή Στυρόλιο. Προϊόν απόσταξης της ρητίνης ενός δέντρου της Ν.Α. Ασίας (Styrax officinalis), η οποία ονομάζεται στύρακας.
Τ
Τάλκης. Από την ομώνυμη αραβική και περσική λέξη (ταλκ)..
Ταννίνες. Προέρχονται από παλιά βρετονική λέξη για τη βελανιδιά (tan). Στα αγγλικά το ουσιαστικό tan σημαίνει τη φλούδα της βελανιδιάς.
Ταξόλη. Από το φυτό τάξος. Εμπορικό σήμα αντικαρκινικού φαρμάκου.
Τελλούριο. Από το λατινικό tellus, γεν. telluris (= γη).
Τέρβιο. Από το υττέρβιο.
Τερεβινθίνη. Το νέφτι, από την αρχαία ελληνική λέξη τερέβινθος (= τσικουδιά) για το κωνοφόρο δέντρο Pistacia terebinthus.
Τερεφθαλικό οξύ. Συμφυρμός από την τερεβινθίνη και το φθαλικό οξύ.
Τερπένια. Από το ρήμα τέρπω λόγω της ευχάριστης μυρωδιάς τους.
Τεστ. Από τη λατινική λέξη testum που σήμαινε το μικρό κύπελλο στο οποίο οι μεταλλουργοί δοκίμαζαν τα μεταλλεύματα και τα μέταλλα ως προς την καθαρότητά τους. Η λέξη testa που σημαίνει επίσης πήλινο κύπελλο αλλά και την κεφαλή είναι της ίδιας καταγωγής, όπως και η λέξη testis (= όρχις) από την οποία προήλθε η τεστοστερόνη.
Τεστοστερόνη. Στεροειδής ορμόνη (κετόνη) που παράγεται στους όρχεις (λατινικά testis = όρχις).
Τετροδοτοξίνη. Από το γένος ιχθύων Tetraodontiformes (σχηματίζουν τέσσερα «δόντια», από το σχήμα των οστών τους) και την τοξίνη (βλ. λέξη).
Τέφλον. Από το tetrafluoroethylene (τετραφθοροαιθυλένιο) και την αυθαίρετη κατάληξη ον.
Τζιγκολίδια. Από το ασιατικό δέντρο Ginkgo biloba. Ενώσεις πολύπλοκης δομής με αξιόλογες φαρμακολογικές ιδιότητες.
Τιτάνιο. Από την αρχαία τίτανο (= μαρμαρόσκονη, γύψος, άσβεστος), από τον Τιτάνα.
Τζελ και Ζελ. Από το αγγλικό gelatin, από το ιταλικό gelatina, από το λατινικό gelatus (= παγωμένος). Το τζελ, όπως και το ζελ, αποδίδονται ως γέλη.
Τοκοφερόλη. Από τις λέξεις τοκετός και φέρω.
Τοξίνη. Από το τόξο που κατασκευαζόταν από το σκληρό ξύλο του τάξου.
Τουνγκστένιο. Η αγγλική ονομασία του βολφραμίου, από το σουηδικό tung (= βαριά πέτρα).
Τουνισίνη (tunicin). Από τη λατινική λέξη tunica (= χιτώνας) είναι μια μορφή κυτταρίνης που απαντά στο περίβλημα θαλάσσιων κατώτερων ζωικών οργανισμών, τα χιτωνοφόρα (tunicates).
Τουρμαλίνης. Ινδικής προέλευσης (Σρι Λάνκα).
Τρυγικό οξύ. Είναι μετάφραση του tartaric acid και προήλθε από την αρχαία λέξη τρυξ, τρυγός που αρχικά σήμαινε το γλεύκος και επίσης την υποστάθμη του οίνου.
Τσίγκος. Από τη γερμανική λέξη Ζink (= ψευδάργυρος).
Τσιμέντο. Από την γαλλική λέξη ciment (συγκολλώ), από τη λατινική caementum = μικρός λίθος (caedere = σπάζω, κόβω).
Τυροσίνη. Τυραμίνη. Τυροσόλη. Από τον τυρό.
Υ
Υδρογόνο. Επειδή «γεννά» το ύδωρ.
Υδροξείδιο. Υδροξύλιο. Από συμφυρμό υδρογόνου και οξυγόνου. η κατάληξη ύλιο δείχνει ότι πρόκειται για ρίζα.
Υπερίτης. Από τη βελγική πόλη Ypres, όπου χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε πολεμικές επιχειρήσεις ως καυστική ουσία (αέριο μουστάρδας).
Υττέρβιο. Από τη σουηδική πόλη Ytterby.
Φ
Φαινόλη. Από το ρήμα φαίνω (λάμπω) επειδή κρυσταλλώνεται σε λαμπερούς κρυστάλλους.
Φάσμα. Από ρήμα φαίνω ή φάω. Αρχικά σήμαινε φάντασμα, τέρας, αλλά και ομοίωμα και εικόνα.
Φεμτοχημεία. Από το φέμτο (= δεκαπέντε στα δανικά, femten), επειδή αναφέρεται σε ποσότητες της τάξης του 10-15 των βασικών μονάδων, συνήθως γραμμάρια και δευτερόλεπτα.
Φεριτίνη. Από το λατινικό ferrum (= σίδηρος). είναι σιδηρούχα πρωτεΐνη.
Φενεστράνιο. Υδρογονάνθρακας που μοιάζει με παράθυρο (= fenestra στα λατινικά).
Φερίτης. Φεριτίνη. Από τη λέξη ferrite για ορισμένη κρυσταλλική μορφή του σιδήρου (= ferrum στα λατινικά). Η φεριτίνη είναι πρωτεΐνη που αποθηκεύει τον σίδηρο στο ήπαρ.
Φθόριο. Από το φθείρω, επειδή το υδροφθορικό οξύ καταστρέφει τα περισσότερα στερεά (υπάρχει και επίθετο φθόριος = καταστρεπτικός). Η ελληνική ονομασία που δόθηκε στο φθόριο δεν είχε σχέση με τη ρίζα fluor- που προέρχεται από το λατινικό ρήμα fluere και σημαίνει ρέω. Αρχικά το ορυκτό φθοριούχο ασβέστιο ονομάστηκε φλουορίτης επειδή το ορυκτό χρησιμοποιόταν στη μεταλλουργία του σιδήρου αυξάνοντας τη ρευστότητα της σκωρίας. Έτσι προήλθαν οι ονομασίες fluorine και fluorescence (φθορισμός). Ο όρος φθόριο επινοήθηκε για να υποδείξει τη φθοροποιό επίδραση του στοιχείου που είναι το δραστικότερο όλων των αντιδραστηρίων. Προηγήθηκε πάντως η ονομασία υδροφθόριο για το επίσης πολύ δραστικό αυτό οξύ.
Φθορισμός. Από το φθείρω, επειδή το φαινόμενο ανιχνεύθηκε αρχικά στον φθορίτη, το φθοριούχο ασβέστιο.
Φιβροΐνη. Από τη λατινική λέξη fiber ( = ίνα).
Φλαβίνη. Φλαβονοειδή. Φλαβύλιο κ.λπ. Από τη λατινική λέξη flavus (= ξανθός).
Φλουορένιο. Φλουορεσκεΐνη. Λόγω του ισχυρού φθορισμού τους (fluoresce = φθορίζω).
Φολικό οξύ. Από το λατινικό folium (= φύλλο), γι αυτό μερικοί το μεταφράζουν φυλλικό οξύ.
Φορβόλη. Από τη φορβή = ζωοτροφή.
Φορμικό. Φορμόλη κ.λπ. Από τη λατινική λέξη formica (= μυρμήγκι), επειδή το οξύ απομονώθηκε για πρώτη φορά κατά την απόσταξη μυρμηγκιών. Παλιότερα χρησιμοποιόταν η μετάφραση μυρμηκικό.
Φορμύλιο. Από το φορμικό (βλ. λέξη), είναι η ομάδα CHO.
Φουμαρικό οξύ. Από το γένος φυτών Fumaria (fumus = καπνός στα λατινικά, είχε μεταφραστεί και ως καπνικό οξύ).
Φουράνιο. Φουρφουράλη. Φουρφουρόλη. Από το λατινικό furfur (= πίτουρο). το φουράνιο είναι προϊόν απόσταξης των πίτουρων.
Φράκταλ. Από τη λατινική λέξη fractus (= σπασμένος), μετοχή του ρήματος frangere. Στα ελληνικά έχει αποδοθεί ως μορφόκλασμα.
Φρέον. Από το αγγλικό ρήμα freeze (= παγώνω) και την αυθαίρετη κατάληξη ον.
Φρουκτόζη. Από το λατινικό fructus (= φρούτο).
Φύραμα (παλιά ονομασία των ενζύμων, αρχικά ζυμάρι). Από το ρήμα πορφύρω ή φορφύρω (= μελανιάζω, κοκκινίζω), προερχόμενο από αναδίπλωση του φύρω (= υγραίνω, ζυμώνω κ.λπ.).
ς.
Χ
Χαλαζίας. Από τη χάλαζα (= χαλάζι).
Χαλκηδόνιος. Από τη μικρασιατική πόλη Χαλκηδόνα.
Χαλκός. Από την αρχαία ελληνική χάλκη ή κάλχη που σήμαινε την πορφύρα, αρχικά το κοχλιοειδές μαλάκιο από το οποίο παραλαμβανόταν η ομώνυμη βαφή.
Χάλυβας. Από τους Χάλυβες, αρχαίο έθνος του Πόντου με παράδοση στη σιδηρουργία (Χάλυβες σιδηροτέκτονες κατά τον Αισχύλο).
Χιτίνη. Από τον χιτώνα, επειδή αποτελεί συστατικό του κελύφους των αρθροπόδων.
Χλώριο. Από το επίθετο χλωρός = πρασινοκίτρινος.
Χλωροφόρμιο. Από το χλώριο και το φορμικό οξύ (βλ. λέξη).
Χοληστερόλη. Bλ. Στερόλες.
Χ
Χουμικός. Από τη λατινική λέξη humus (= χώμα).
Χρυσός. Δάνειο από κάποια σημιτική γλώσσα. Εμφανίζεται για πρώτη φορά στον γραπτό λόγο των Μυκηναίων (γραμμική Β, δανεισμένη από τη μη ελληνική γραφή των μινωιτών, τη γραμμική Α) ως ku-ru-so.
Ψ
Ψιμυθίτης. Από το ψιμύθιο (= μέικ-απ, βασικός ανθρακικός μόλυβδος).
Ω
Ωκυτοκίνη ή οξυτοκίνη. Το σωστότερο είναι οξυτοκίνη (oxytocin) επειδή οξύς στην αρχαία ελληνική έχει επίσης τη σημασία «ταχύς» (όπως στην οξύνοια). Η ονομασία δόθηκε από την πρώτη διαπιστωμένη δράση της ορμόνης να επιταχύνει τον τοκετό. Ωκύς σημαίνει επίσης ταχύς στην ομηρική, αλλά δεν υπάρχει λόγος να το προτιμήσουμε λόγω παλαιότητας!
ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
https://www.etymonline.com/
https://www.wikipedia.org/
https://en.wiktionary.org/
0 Σχόλια