Ticker

3/recent/ticker-posts

Από πού πήραν το όνομά τους τα κομμάτια των παραδοσιακών φορεσιών

Τι είναι Ελληνική παραδοσιακή φορεσιά

Κάθε ελληνική φορεσιά ή καλύτερα ελληνική τοπική φορεσιά είναι ένα σύνολο ενδυμάτων, που χαρακτηρίζει μια ομάδα ανθρώπων που ζουν μέσα στον ελληνικό χώρο. Λειτουργεί όπως κάθε ενδυμασία: ντύνει και στολίζει το κορμί, και παρουσιάζει την όψη που επιθυμεί να δώσει εκείνος που την φορά στους τρίτους, παρέχοντας στον εαυτό του σιγουριά και άνεση. Μέσα στη συντηρητική και αυστηρή κοινωνία του χωριού και της μικρής πόλης, η σιγουριά και η άνεση πετυχαίνονται με την ομοιομορφία που προσφέρει μια στολή. Η στολή βασίζεται στην παράδοση και στη συντηρητικότητα και διαφέρει ριζικά από τη μόδα που βασίζεται στην αλλαγή. Η συντηρητικότητα στη φορεσιά δημιουργεί απαγορευτικά ταμπού, αλλά και ταμπού που λειτουργούν δίνοντας μαγικές ιδιότητες σε ορισμένα της τμήματα(ποδιά, ζωνάρι, κεφαλόδεσμοι κ.α.). Τα ενδύματα μιας συντηρητικής ομάδας μορφοποιούνται κατά εποχές από την επίδραση μιας άλλης δυνατότερης ανθρώπινης ομάδας. Εξαρτώνται όμως πάντα από τα τοπικά υλικά και το εμπόριο (άστυ-ύπαιθρος, κατακτητές-υπόδουλοι).

Οι τοπικές φορεσιές όπως εξελίχθηκαν από το Βυζαντινή Αυτοκρατορία και πέρα, δεν έχουν καμιά σχέση με τα αρχαιοελληνικά ενδύματα. Η ουσιαστική διαφορά από το αρχαιοελληνικό, με δωρική την προέλευση, ένδυμα στο μεταβυζαντινό δημιουργείται από τη φορά του στημονιού του υφάσματος πάνω στο κορμί. Τα ενδύματα αυτά είχαν το φάρδος του υφάσματος για μάκρος και, κατά βάση, ήταν άκοπα (φαρδύς όρθιος αργαλειός), ενώ τα μεταβυζαντινά ενδύματα έχουν το μήκος του υφάσματος για μάκρος και σχηματίζονται από τη συρραφή πολλών κομματιών υφάσματος (στενός πλαγιαστός αργαλειός).

Οι ελληνικές φορεσιές έχουν τολμηρούς χρωματικούς συνδυασμούς και παρουσιάζουν συχνά μεγάλη φαντασία στον τρόπο πού φοριούνται τα διάφορα τμήματα τους και στα χίλια δύο στολίδια πού τις ποικίλλουν. Σήμερα, οι ελληνικές φορεσιές, απλοποιημένες και συχνά παρανοημένες, φοριούνται μόνο σε ορισμένα μέρη τις γιορτές και σε διάφορες τουριστικές εκδηλώσεις.

Η Ελλάδα  έχει πλήθος παραδοσιακών φορεσιών  λόγω της επικοινωνίας της διαχρονικά  με γειτονικούς λαούς ,οι οποίοι δεν επηρέασαν μόνο τις φορεσιές ,αλλά  τους χορούς ,τη γλώσσα,το τρόπο ζωής κτλ.
Εδώ θα προσπαθήσουμε να ετυμολογήσουμε τα πιο συνηθισμένα κομμάτια των παραδοσιακών φορεσιών 




ΦΟΥΣΤΑΝΕΛΛΑ

Όπως αναφέρει η λαογράφος και ενδυματολόγος Ιωάννα Παπαντωνίου, το όνομά της το παίρνει από ένα ύφασμα, το οποίο στις ημέρες μας στην Ιταλία σημαίνει "Fustagno", δηλαδή βαμβακερό ύφασμα -απ΄όπου το Fustana, με υποκοριστικό το Fustanella- που στην ουσία προέρχεται από μια πόλη της Αιγύπτου, το Φουστάτ, που είναι προάστιο του Καΐρου. Εκεί κατασκευαζόταν ένα είδος τζιν, ένα δίμητο χοντρό ανθεκτικό ύφασμα, το οποίο χρησιμοποιείται για πανιά στα καράβια, τις λεγόμενες "φούστες". Πάντως, η ενετική λέξη fustagno προήλθε από το υστερολατινικό fustaneum που ήταν λέξη κατασκευασμένη από τους Λατίνους για να αποδώσουν στη γλώσσα τους την ελληνιστική λέξη "ξύλινο", επειδή έτσι αποκαλούσαν οι Έλληνες το βαμβακερό και άλλα υφάσματα που χρησιμοποιούνταν για φορεσιές. (Το λατινικό fustaneum προήλθε συγκεκριμένα από τη λέξη fustis που σήμαινε ξύλο.)

ΦΕΣΙ

Η προέλευση του φεσιού  δεν είναι γνωστή. Μπορεί να προέρχεται από την Αρχαία Ελλάδα, τα Βαλκάνια ή την πόλη Φεζ στο Μαρόκο, από την οποία πήρε και το όνομά του και όπου παρασκευαζόταν η βαφή η οποία χρωμάτιζε τα φέσια.Το φέσι είναι τμήμα της παραδοσιακής φορεσιάς της Κύπρου. Παραδοσιακά, οι γυναίκες φορούσαν κόκκινο φέσι αντί για μαντήλι και οι άντρες ένα μαύρο ή κόκκινο καπέλο χωρίς γείσο.Σε περιήγησή του στην Κύπρο το 1811, ο Τζον Πίνκερτον περιγράφει το φέσι, ως τη σωστή ελληνική ενδυμασία.

ΤΣΑΡΟΥΧΙ

Το τσαρούχι είναι ελαφρύ, δερμάτινο χειροποίητο ανδρικό ή γυναικείο υπόδημα με ή χωρίς φούντα το οποίο φορούσαν οι χωρικοί στην ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και σε άλλες ορεινές περιοχές των Βαλκανίων και της Τουρκίας μέχρι και τις αρχές του εικοστού αιώνα. Σήμερα φοριούνται στην Ελλάδα ως υποδήματα μαζί με τη φουστανέλα και με τη στολή των Ευζώνων.

Η αρχική τους ονομασία ήταν «πίγγες» ενώ η σημερινή λέξη που προσδιορίζει τα συγκεκριμένα υποδήματα πιστεύεται ότι προέρχεται από το τουρκικό «τσαρίκ» (carik). Στην Ιταλία υπάρχουν όμως μυτερά υποδήματα ονομαζόμενα «chiòchiera» («τσιότσιερα») ή «ciòcia» κάτι που επιτρέπει να υποθέσουμε την Ιταλική καταγωγή της ονομασίας. Κατασκευαζόταν από ακατέργαστο ή κατεργασμένο δέρμα από τέσσερα συνήθως τεμάχια την «πατωσιά» (ή σόλα) τα δύο πλάγια και στην άκρη του τη «μύτη» σε διάφορες παραλλαγές, άλλοτε γυμνή και γυρισμένη προς τα πάνω είτε καλυμμένη με πλούσια, μάλλινη φούντα, η οποία ήταν συνήθως μαύρη για τους άνδρες και τις γυναίκες είτε πολύχρωμη για τα παιδιά. Το δέρμα από το οποίο κατασκευάζονταν ήταν το λεγόμενο «τελατίνι» χρώματος ερυθρού. Τα τσαρούχια καθημερινής χρήσης ήταν απλά χωρίς στολίδια, ενώ τα πλουσιώτερα είχαν κορδόνια και πούλιες.

Τα τσαρούχια που χρησιμοποιούνται στις μέρες μας στην Προεδρική Φρουρά φέρουν επίσης στο κάτω μέρος τους περίπου 50 καρφιά το καθένα. Τα καρφιά αυτά είναι υπεύθυνα για τον χαρακτηριστικό ήχο που παράγουν τα τσαρούχια κατά τη διάρκεια ευζωνικών παρελάσεων. Ως συνεπακόλουθο, τα καρφιά αυτά αυξάνουν αρκετά το βάρος του τσαρουχιού, το οποίο μπορεί να φτάσει και τα τρία κιλά το καθένα.

Εκτός από τον παραπάνω τύπο υποδήματος οι χωρικοί και ποιμένες πολλών περιοχών της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας κατασκευάζουν παρόμοια υποδήματα από ακατέργαστο δέρμα χοίρου καλούμενα "γουρουνοτσάρουχα" που θεωρούνται ως ελαφρά πέδιλα τα οποία και εξασφαλίζουν άνετο βάδισμα σε ανώμαλα εδάφη. Αυτά αποτελούνται από ενιαίο τεμάχιο που αναδιπλώνεται και συγκρατείται στο πόδι από ιμάντες από το ίδιο δέρμα.

Στη στρατιωτική ορολογία, το τσαρούχι που φέρουν οι εύζωνες (τσολιάδες) ονομάζεται «ταρρούχιον». Παρ' όλα αυτά είναι ευρέως γνωστό υπό τον όρο «τσαρούχι». Την εποχή που τα ευζωνικά τάγματα ήταν μάχιμα τμήματα του Ελληνικού Στρατού, στις φούντες ήταν τοποθετημένα αιχμηρά αντικείμενα τα οποία χρησιμοποιούνταν στις μάχες εκ του συστάδην.

ΓΙΛΕΚΟ

(άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική یلك (yelek) (τουρκική yelek)


ΦΕΡΜΕΛΗ

χρυσοποίκιλτο ανδρικό γιλέκο που φοριέται με τη φουστανέλα: χρυσοκέντητες φέρμελες και κοντογούνια ακριβά

ΣΤΙΒΑΝΙΑ

από την ιταλική λέξη stivale, που σημαίνει μπότα


ΖΙΠΟΥΝΙ

μεσαιωνική ελληνική ζιπούνι(ν) < ζιπόνιν < βενετική zipon


ΣΙΓΚΟΥΝΙ

σεγκούνι < (άμεσο δάνειο) αλβανική shegune < λατινική sagum < sagus < ελληνιστική κοινή σάγος (αντιδάνειο)

ΤΣΟΥΡΑΠΙΑ

Κάλτσες ανδρών και γυναικών, (άμεσο δάνειοτουρκική çorap < αραβική جورب (cūrābκάλτσα


ΓΙΟΡΝΤΑΝΙ

Περιδέραιο,(άμεσο δάνειοτουρκική gerdan < περσική گردن (gardan)


ΚΑΛΙΚΙΑ-ΓΑΛΙΚΙΑ

Καλοκαιρινά υποδήματα  της νύφης

ΦΛΟΥΡΙΑ

Χρυσά νομίσματα ως στολίδια  της φορεσιάς
 μεσαιωνική ελληνική φλουρίον / φλωρίον < μεσαιωνική λατινική florenus < λατινική Florentia < florens < floreo < flos (λουλούδι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰleh₃-s< *bʰleh₃- (ανθίζω)


ΤΣΕΜΠΕΡΙ

 Κάλλυμα  της κεφαλής στις καθημερινές
(άμεσο δάνειοτουρκική çember +  < περσική چنبر (chambar)


ΚΑΜΙΖΟΛΑ-ΠΟΥΚΑΜΙΣΑ


 (άμεσο δάνειοβενετική camisola < ιταλικά camicia < λατινικά camisia

ΜΠΟΛΙΑ-ΟΜΠΟΛΙΑ


μπόλια └βενετ┘ imbogio

✦ προσόψι, πετσέτα

✦ φακιόλι, μαντίλα

ΚΑΠΙΤΣΑΛΙ

Το καπιτσάλι ή καπ(ι)τσέλι είναι μια υποσιαγώνια λουρίδα που χρησιμοποιείται ως εξάρτημα που συγκρατεί τον κεφαλόδεσμο σε αρκετές τοπικές φορεσιές της Ελλάδας, όπως αυτές της Αττικής, της Ελευσίνας, της Σκοπέλου και της Κύμης Ευβοίας. Κατασκευάζεται από ύφασμα, δέρμα ή μέταλλο και αρκετά συχνά είναι χρυσοκέντητο με χρυσές πούλιες. Λόγω του πλούσιου κεντήματός του συχνά χαρακτηρίζεται υποσιαγώνιο κόσμημα  ενώ στη Σκόπελο, αναφέρεται και ως χρυσοκαπιτσέλι.

Ο όρος συναντάται και στο πολεμικό ναυτικό, όπου περιγράφει τη μαύρη ταινία που συγκρατεί το καπέλο των ναυτών. Η συγκεκριμένη ταινία ξεκινάει από το εσωτερικό του πηλήκιου, συνεχίζει περνώντας από το πηγούνι και καταλήγει στην άλλη πλευρά.

ΤΡΑΧΗΛΙΑ

Στενή λωρίδα κεντημένου υφάσματος που κάλυπτε το τράχηλο-λαιμό της γυναίκας

ΛΙΜΑΡΙΑ-ΛΑΙΜΑΡΙΑ-ΤΡΑΧΗΛΙΑ
 Βαμβακερό ύφασμα που κάλυπτε  το λαιμό,κεντημένη όπως το πουκάμισο που φοριόταν μέσα από αυτο για να καλύπτει το άνοιγμα του στήθους


ΝΤΟΥΛΑΜΑΣ

χαρακτηριστική στολή των αγωνιστών του Μακεδονικού Αγώνα, βασισμένη στην παραδοσιακή ενδυμασία του χωριού Άλωνα Φλώρινας. Ο χειμερινός ντουλαμάς είναι σκούρου μπλε χρώματος, ενώ ο θερινός ανοικτού καφέ.

ντουλαμάς με λόγια επίδραση στην προφορά του [d] < ντολαμάς < (άμεσο δάνειοτουρκική dolama + 

ΚΟΥΝΤΟΥΡΕΣ

Είναι τα βιδελίσια καφετιά ή μαύρα παπούτσια με τακούνι που φορούσαν οι απλές γυναίκες.Από τα 

τουρκικά Kundur που σημαίνει παπούτσι


ΚΙΟΣΤΕΚΙΑ

Είναι αλυσίδες του στήθους με φλουριά και τους παράδες που γαντζώνουν πάνω στο σαγιάκι και πέφτουν έως τη μέση

Από το τουρκικό köstek που σημαίνει δεσμεύω

ΜΑΝΤΗΛΙ

Κεφαλόδεσμος απο διάφορα είδη υφασμάτων και σχεδίων

(κληρονομημένοελληνιστική κοινή μανδήλιον (και ἡ μαντήλη, τὸ μαντήλιον) < λατινική mantilium / manteliumυποκοριστικού του mantile[1] / mantele < manus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *man-

ΚΟΝΤΟΚΑΠ'

Κοντή κάπά  των σαρακατσαναίων και όχι μόνο.