Τι είναι πολύτιμος λίθος
Μερικοί πολύτιμοι λίθοι που δεν διαθέτουν, λόγω σύστασης, μεγάλη σκληρότητα, χρησιμοποιούνται περισσότερο με γλυφές σε διακόσμηση, ιδίως στη λιθογλυφία. Η λιθογλυφία είναι πανάρχαια τέχνη που αναπτύχθηκε από πολλούς πολιτισμούς. Οι εσώγλυφες πέτρες, εκτός από τη κοσμηματοποιία, είναι περισσότερο γνωστές και από τη σπουδαία χρήση τους ως σφραγιδόλιθοι.
Η αξία των πολύτιμων λίθων υπολογίζεται σε καράτια (βάρους, όγκου, καθαρότητας) ή σε βαθμούς καθαρότητας (χιλιοστά καθαρότητας).
Η λέξη "καράτι" προέρχεται από την ιταλική carato, που προέρχεται από την αραβική qīrāṭ (قيراط), δανεισμένη από την ελληνική λέξη κεράτιον, που αναφέρεται στους σπόρους του χαρουπιού (ξυλοκέρατου - Ceratonia siliqua).
Οι πολύτιμοι λίθοι πήραν το όνομά τους από κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό συνήθως,όπως:
Το διαμάντι από την σκληρότητά του(δεν δαμάζεται),το ρουμπίνι από το χρώμμα του(κόκκινο -rubus-rosso) κτλ.
Ας γνωρίσουμε καλύτερα τους πολύτιμους λίθους και ημιπολύτιμους λίθους
Αχάτης
Ο αχάτης ανήκει στα τεκτοπυριτικά ορυκτά και πιο συγκεκριμένα στην οικογένεια των ορυκτών του διοξειδίου τουπυριτίου.
Το όνομα του προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό όνομα του ποταμού Ντιρίγιο στη Σικελία, Αχάτης.
Ελληνικός αχάτης είναι η ονομασία που δόθηκε σε έναν αχάτη χρώματος ανοιχτού λευκού έως καφέ που βρέθηκε στην πρώην ελληνική αποικία της Σικελίας ήδη από το 400 π.Χ. Οι Έλληνες τον χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή κοσμημάτων και χαντρών. Ο αχάτης της ίριδας είναι ένας λεπτόστρωματος και συνήθως άχρωμος αχάτης, ο οποίος, όταν κόβεται σε λεπτές φέτες, παρουσιάζει φασματική διάσπαση του λευκού φωτός στα συστατικά του χρώματα, απαιτώντας 400 έως 30.000 ζώνες ανά ίντσα.
Αβεντουρίνης
Ο αβεντουρίνης (αγγλ. και γαλλ. aventurine) ή αβαντουρίνης είναι μια ποικιλία του ορυκτού χαλαζίας, δηλαδή αποτελείται κυρίως από διοξείδιο του πυριτίου
Χρησιμοποιείται ως ημιπολύτιμος λίθος για την κατασκευή κοσμημάτων και άλλων διακοσμητικών αντικειμένων, όπως κυπέλλων. Χαρακτηρίζεται από τη σχετική ημιδιαφάνειά του και τον σελαγισμό του, δηλαδή μικρή λάμψη που οφείλεται στην παρουσία προσμίξεων (εγκλεισμάτων) άλλων ορυκτών.
Ο τεχνητός αβαντουρίνης δημιουργήθηκε για πρώτη φορά, όπως και άλλα είδη γυαλιού που είναι απομιμήσεις πολύτιμων και ημιπολύτιμων λίθων, από υαλουργούς της Βενετίας κατά την Αναγέννηση. Σε αυτό το γεγονός οφείλεται και το όνομα «αβεντουρίνης», που προέρχεται από την ιταλική φράση «a ventura», που σημαίνει «κατά τύχη». Η αιτία είναι η τυχαία ανακάλυψη του τεχνητού γυαλιού αβεντουρίνη ή χρυσόπετρας τον 18ο αιώνα, σύμφωνα με έναν θρύλο κατά τον οποίο ένας εργάτης σε υαλουργείο του Μουράνο έρριξε κατά λάθος ρινίσματα χαλκού στο λιωμένο γυαλί, οπότε το προϊόν αποκλήθηκε avventurino. Από αυτό, η ονομασία πέρασε στο ορυκτό που είχε μια παρόμοια εμφάνιση. Η «χρυσόπετρα» παραμένει μια συνηθισμένη απομίμηση του ορυκτού αβεντουρίνη και του ηλιόλιθου.
Ρουμπίνι
Το ρουμπίνι είναι παραλλαγή του κορουνδίου με κόκκινο χρώμα, το οποίο οφείλεται στη παρουσία χρωμίου, το οποίο, ανάλογα της περιεκτικότητας του, εμφανίζεται σε διάφορους τόνους. Όλα τα άλλου χρώματος κορούνδια είναι γνωστά ως ζαφείρια. Το όνομά του προέρχεται από τη λατινική λέξη ruber, η οποία σημαίνει κόκκινο. Στην αρχαιότητα ήταν γνωστό με την ονομασία «σάπφειρος πορφυρίτης» ή «σάπφειρος πορφυρίζων». Θεωρείται ένας από τους τέσσερις πολύτιμους λίθους, μαζί με το διαμάντι, το ζαφείρι και το σμαράγδι.
Αμέθυστος
Ο αμέθυστος είναι ιώδης (χρώματος βιολετί ή μοβ) παραλλαγή του ορυκτού χαλαζία και χρησιμοποιείται για διακοσμητικούς σκοπούς ως πολύτιμος λίθος.Από χημική άποψη, η κύρια μάζα του αμεθύστου, όπως και των άλλων ειδών χαλαζία, είναι διοξείδιο του πυριτίου, του οποίου ο μοριακός χημικός τύπος είναι SiO2. Το όνομά του προέρχεται από το στερητικό «α» και το ρήμα «μεθύω» (μεθώ), καθώς στην αρχαιότητα πίστευαν ότι το πετράδι αυτό προστάτευε τον κάτοχό του από το μεθύσι. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι έφεραν κοσμήματα με αμέθυστο και έπιναν από σκεύη (ποτήρια, κύλικες, κλπ.) διακοσμημένα με αμέθυστο, πιστεύοντας ότι δεν θα μεθούσαν. Στην Αποκάλυψη του Ιωάννη (κα΄ 20) από τον «λίθον τίμιον» αμέθυστο είναι φτιαγμένος ο 12ος και τελευταίος «θεμέλιος του τείχους» της πόλεως της νέας ή ουράνιας Ιερουσαλήμ. Αξιωματούχοι της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας παραδοσιακά φορούν δακτυλίδια με μεγάλο αμέθυστο λίθο ως σύμβολο του αξιώματός τους.
Βήρυλλος
Η βήρυλλος (αγγλικά: beryl) είναι πυριτικό ορυκτό του βηρυλλίου, του οποίου αποτελεί ένα από τα κυριότερα μεταλλεύματα. Το όνομα διεθνοποιήθηκε από τα λατινικά, αλλά προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη βήρυλλος (ίσως αρχικά ασιατικής ρίζας), με την οποία αναφέρονταν ημιπολύτιμοι λίθοι γαλαζοπράσινου χρώματος κατά την αρχαιότητα. Πιθανόν προέρχεται από την ινδική λέξη verulliyam που επαναλαμβάνεται στην ελληνική βήρυλλος και τη λατινική berullus ή beryllus
Διαμάντι
Το διαμάντι ή αδάμαντας (αρχ. ελλην. αδάμας = αήττητος, ακατανίκητος, λόγω της μεγάλης σκληρότητάς του) είναι περίφημο ορυκτό για την ισχυρή λάμψη του και την πολύ μεγάλη σκληρότητά του, με ιδιαίτερη διεθνή εμπορική αξία. Ανήκει στην οικογένεια των αυτοφυών στοιχείων. Αποτελείται από καθαρό άνθρακα. Λόγω της σκληρότητας αυτής χρησιμοποιείται σε βιομηχανικές εφαρμογές, ενώ η λαμπρότητά του το κάνει τον πιο γνωστό και περιζήτητο πολύτιμο λίθο. Το βάρος του μετράται σε καράτια (1 καράτι = 200 χιλιοστά του γραμμαρίου).
Ακουαμαρίνα
Η ακουαμαρίνα είναι μια γαλαζοπράσινη παραλλαγή της βηρύλλου, και είναι και αυτό ένα κυκλοπυριτικό υλικό.Αν και δεν είναι τόσο ακριβή όσο το σμαράγδι, χρησιμοποιείται, ως πολύτιμος λίθος, στην κοσμηματοποιία. Το χρώμα της αποδίδεται στην ύπαρξη μικρών ποσοτήτων Fe+2 και το όνομά της σημαίνει «θαλασσινό νερό», λόγω του χρώματός της. Θεωρείται ένας από τους πιο γνωστούς και δημοφιλείς πολύτιμους λίθους.Στις λαϊκές παραδόσεις, η ακουαμαρίνα θεωρείται ότι προσδίδει σε αυτόν που την φοράει διορατικότητα, θάρρος και ευτυχία. Στον Μεσαίωνα θεωρείτο ότι η ακουαμαρίνα μπορούσε να μειώσει τις επιπτώσεις μιας δηλητηρίασης. Θεωρείται επίσης η τυχερή πέτρα των ναυτικών.
Σάρδιος λίθος (Καρνεόλη)
Η καρνεόλη(ή κορνεόλη) είναι ορυκτό ερυθροκάστανου χρώματος που χρησιμοποιείται συνήθως ως ημιπολύτιμος λίθος. Παρόμοιος με την καρνεόλη λίθος είναι ο σάρδιος, που είναι συνήθως σκληρότερος και σκουρότερος (η διαφορά μεταξύ τους δεν είναι μεγάλη και συχνά η καρνεόλη και ο σάρδιος ταυτίζονται). Τόσο η καρνεόλη όσο και ο σάρδιος είναι ποικιλίες χαλκιδόνιου λίθου, ενός ορυκτού που περιέχει διοξείδιο του πυριτίου, χρωματισμένου με ακαθαρσίες οξείδιου του σιδήρου. Το χρώμα της καρνεόλης παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία από πορτοκαλί ανοιχτό έως έντονο, σχεδόν μαύρο. Συνηθέστερα απαντάται στη Βραζιλία, την Ινδία, τη Ρωσία (Σιβηρία) και τη Γερμανία.Παρόλο που σήμερα είναι η πιο κοινή ονομασία του λίθου αυτού, ο όρος "καρνεόλη" αποτελεί μία παραφθορά του 16ου αιώνα της λέξης "κορνεόλη" του 14ου αιώνα (και των σχετικών ορθογραφικά λέξεων κορνελίνη και κορναλίνη).
Η λέξη "καρνεόλη" συγγενεύει με παρόμοιες λέξεις σε διάφορες ρομανικές γλώσσες και προέρχεται από το μεσαιωνικό λατινικό "corneolus", το οποίο με τη σειρά του προήλθε από τη λατινική λέξη "cornum", που είναι το δέντρο κρανιά (ή κρανειά), ένα είδος αγριοκερασιάς, που τα σχεδόν διαφανή κόκκινα φρούτα της μοιάζουν στον λίθο αυτό. Το αγγλικό λεξικό της Οξφόρδης, διαστρεβλώνοντας τον όρο "κορνεόλη", ονομάζει "καρνεόλη" το ορυκτό αυτό, κατ' αναλογία με τη λατινική λέξη caro (-rnis), που σημαίνει σάρκα. Σύμφωνα με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, ο "σάρδιος" πήρε την ονομασία του από τις Σάρδεις, πόλη της Λυδίας, από όπου προήλθε, ενώ σύμφωνα με άλλους, ο όρος μπορεί τελικά να σχετίζεται με την περσική λέξη سرد sered, που σημαίνει κιτρινωπό κόκκινο.
Σάρξ σημαίνει "σάρκα" στα αρχαία ελληνικά. Υπάρχουν κι άλλοι λίθοι με παρόμοια ονομασία, όπως η πέτρα όνυχας στο σαρδόνυχα, που προέρχεται από την ελληνική λέξη "νύχι", επειδή ο λίθος όνυχας έχοντας το χρώμα της σάρκας και άσπρες ρίγες, μπορεί να θυμίζει ένα νύχι ανθρώπινου δάκτυλου.
Οπάλιος
Ο οπάλιος είναι ορυκτό της ομάδας του χαλαζία, με χημική σύσταση ενύδρου οξειδίου του πυριτίου Ο οπάλιος είναι άχρωμος, αλλά άχρωμες παραλλαγές του ανευρίσκονται σπάνια, καθώς προσμείξεις που αναμειγνύνονται κατά τον σχηματισμό του τού προσδίδουν πολλές αποχρώσεις, που εκτείνονται από κίτρινο έως ερυθρό (οφείλονται σε οξείδια του σιδήρου) έως μαύρο (οφείλονται σε οξείδια του μαγγανίου και οργανικό άνθρακα). Οι μαύρες πικιλίες είναι σχετικά σπάνιες και ιδιαίτερα ακριβές.Οι ιριδισμοί του οπαλίου οφείλονται στην εξής ιδιότητά του: Το οξείδιο του πυριτίου σχηματίζει μικρά σφαιρίδια, κανονικά διαταγμένα, ανάμεσα στα οποίο διειδύει το (κρυσταλλικό) νερό. Τα σφαιρίδια, έτσι, διαθλούν το φως και το αναλύουν στα χρώματα του ορατού φάσματος (το φαινόμενο ααφέρεται ως "οπαλίωση" (opalescence). Τα μικρότερου μεγέθους σφαιρίδια προσδίδουν αποχρώσεις γαλάζιου και πράσινου, τα μεγαλύτερου μεγέθους προσδίδουν όλες τις αποχρώσειςΤο όνομά του προέρχεται από το υστερολατινικό opalus (Πλίνιος), υποτίθεται από το ελληνικό opallios, το οποίο πιθανώς είναι τελικά από το σανσκριτικό upala-s "πετράδι, πολύτιμος λίθος".Παρατηρώντας την ινδική λέξη συναντούμε μέσα της τη λέξη λάας που στα αρχαία ελληνικα σήμαινε πέτρα
Τοπάζιο
Το τοπάζιο είναι πυριτικό / φθοριούχο ορυκτό του αργιλίου. Αποτελεί πολύτιμο λίθο, γνωστό από την αρχαιότητα. Η ονομασία αποδόθηκε από τους αρχαίους Έλληνες, εικάζεται, όμως, ότι προέρχεται από την αραβική λέξη توباز "τόπαζος", που σήμαινε το αντικείμενο της αναζήτησης. Κατά άλλη εκδοχή, η ονομασία προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη तपस् "tapas" = πυρ, λόγω του κιτρινοκόκκινου χρώματος και της έντονης λάμψης του.Χρησιμοποιείται κυρίως στην κοσμηματοποιία και την κατασκευή ημιπολύτιμων διακοσμητικών σκευών, αποτελώντας έναν από τους σημαντικότερους πολύτιμους λίθους.
Σμαράγδι
Το σμαράγδι ή σμάραγδος είναι μια διαφανής, βαθυπράσινη παραλλαγή της βηρύλλου, της οποίας το χρώμα αποδίδεται σε προσμίξεις χρωμίου και μερικές φορές βαναδίου.
Το σμαράγδι χρωματίζεται από το χρώμιο ενώ άλλα είδη πράσινης βηρύλλου χρωματίζονται από το βανάδιο, και είναι γνωστά απλώς ως πράσινα βηρύλλια και όχι ως σμαράγδια. . Είναι ένας από τους ακριβότερους πολύτιμους λίθους, χρησιμοποιούμενος ευρύτατα στην κοσμηματοποιία.
Το σμαράγδι είναι γνωστό από την αρχαιότητα. Τα πρώτα ορυχεία στην Ερυθρά θαλασσα και στην Αίγυπτο λειτουργούσαν από το 3000 π.Χ. μέχρι το 1500 π.Χ. Τα ορυχεία αυτά έγιναν γνωστά ως τα ορυχεία της Κλεοπάτρας
0 Σχόλια