Με το όνομα Φαραώ, εκ της αρχαίας αιγυπτιακής λέξης φερ-άα ή περ-άα, η οποία σημαίνει ανάκτορο φέρονται, ιστορικώς, οι αρχαίοι ηγεμόνες της Αιγύπτου, συνολικά 232 τον αριθμό.
Ο όρος αυτός, ως συνώνυμο στην έννοια του βασιλέως, άρχισε να χρησιμοποιείται από την 18η δυναστεία, ενώ στην 22α δυναστεία αποτελούσε, πλέον, τιμητικό τίτλο. Αν και ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκε από τους ίδιους τους Αιγύπτιους ηγεμόνες, ο τίτλος αυτός, καθιερώθηκε πολύ μεταγενέστερα, συμβατικώς, προς διευκόλυνση αρχαιολόγων και ιστορικών, δεδομένου ότι εκείνοι χρησιμοποιούσαν, επισήμως, πέντε ονόματα, διαδοχικώς, όπου το καθένα εισάγονταν ξεχωριστά με έναν από τους ακόλουθους τίτλους "Ώρος ....", "Χρυσός Ώρος ...." ή "υιός του Ρα ....", "βασιλεύς της Άνω και της Κάτω Αιγύπτου ....", "Άρχοντας της διπλής Γης...." και "Άρχοντας των διαδημάτων....". Το τελευταίο λάμβανε ο εκάστοτε διάδοχος ακολουθούμενο από το όνομά του, αμέσως με τη γέννησή του και, εν συνεχεία, όλα τα προηγούμενα, αμέσως, μετά τη στέψη του.
Δύο θεωρίες είναι οι επικρατέστερες για την προέλευση του ονόματος Φαραώ. Η πρώτη του Ιώσηπου, ο οποίος ανέφερε ότι υπήρξε ένας Αιγύπτιος μονάρχης που έφερε το όνομα αυτό, το οποίο, μετά θάνατον, πέρασε στους υπόλοιπους βασιλείς. Δεύτερη και, πλέον, αποδεκτή θεωρία προέλευσης, είναι από την αρχαία αιγυπτιακή λέξη per΄aa, η οποία σημαίνει ανάκτορο, μεγάλο οίκημα και, ύστερα από παραφράσεις, κατάληξε να δηλώνει, μεταφορικώς, τον βασιλιά
ΤΙΤΛΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
ΤΥΡΑΝΝΟΣ
Τύραννος (αρχ. τύραννος) είναι ο κυβερνήτης του πολιτεύματος της τυραννίας. Ετυμολογικά η λέξη είναι πιθανότατα Λυδικής προέλευσης. Το πολίτευμα αυτό ίσχυε στην Πόλη-κράτος τον 8ο αιώνα. Οι τύραννοι ανέβαιναν στην εξουσία με την βοήθεια των οπαδών τους χωρίς απαραίτητα αυτό να είναι σύμφωνο με τη βούληση της πλειοψηφίας.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Ο Βασιλιάς είναι ένας τίτλος που δίνεται σε άνδρα μονάρχη σε μια ποικιλία πλαισίων. Το γυναικείο ισοδύναμο είναι βασίλισσα, ο οποίος τίτλος δίνεται επίσης στη σύζυγο ενός βασιλιά
βασιλεύς < πρωτοελληνική *gʷatiléus < προελληνική. Συγγενής η μυκηναϊκή 𐀣𐀯𐀩𐀄 (qa-si-re-u) (με χειλοϋπερωικό φθόγγο αντί του αρχικού χειλικού
ΠΕΡΣΙΚΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΚΑΙ ΑΞΙΩΜΑΤΑ
ΣΑΤΡΑΠΗΣ
Με τον όρο Σατράπης αποδόθηκε στην ελληνική γλώσσα η αρχαία περσική λέξη "χσαντράπ" (khshatra-pa).
σατράπης < (άμεσο δάνειο) ιρανικής προέλευσης (παλαιάς ιρανικής) *xšaθra-pā/ă- Συγγενή: αρχαία περσική 𐎧𐏁𐏂𐎱𐎠𐎺𐎠 (xšaçapāvā, προστάτης του βασιλείου ή της επαρχίας) < 𐎧𐏁𐏂𐎶 (xšaça-, βασίλειο, επαρχία) + 𐎱𐎠𐎮𐎹 (√pā, προστατεύω)
Ο Σατράπης ήταν ο διοικητής της Σατραπείας, ενός μεγάλου διοικητικού χώρου εντός του Βασιλείου των αρχαίων Περσών. Ορίζετο από τον Βασιλέα και συνήθως ήταν μέλος της βασιλικής οικογένειας ή μέλος της περσικής αριστοκρατίας, πάντα της απολύτου εμπιστοσύνης του. Ο Ισοκράτης στον "Πανηγυρικό" του ονομάζει τον Σατράπη με την ελληνική λέξη "επίσταθμος"
Σήμερα με τον όρο "σατράπη" χαρακτηρίζεται κυρίως άτομο που διαχειρίζεται κάποια εξουσία κατά τρόπο όμως έκδηλα αυθαίρετο και καταπιεστικό, π.χ. "αυτός ο εργολάβος είναι σκέτος σατράπης". Με πιο ευρεία έννοια "σατράπης" σημαίνει άτομο αυταρχικό, σκληρό και βίαιο
ΣΑΧΗΣ
Ο ελληνοποιημένος τίτλος Σάχης (Shah, Πέρσικα: شاه, προφέρεται: [ʃɒːh], βασιλιάς) είναι βασιλικός τίτλος Περσικής προέλευσης, και ιστορικά έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως στον ανατολικό μουσουλμανικό κόσμο. Η πιο χαρακτηριστική μορφή του, ως τμήμα του αυτοκρατορικού τίτλου Σαχανσάχ (Shahanshah, Πέρσικα:شاهنشاه, βασιλέας των βασιλέων), αποτελούσε αρχικά τον τίτλο των βασιλέων του προ-Ισλαμικού Ιράν, και η χρήση του υιοθετήθηκε από Πέρσες και Τούρκους ηγεμόνες μετά την Ισλαμική κατάκτηση τον έβδομο αιώνα.
Ο τίτλος, υπό την ισοδύναμη μορφή Πατισάχ (Padeshah, Πέρσικα: پادشاه, Τούρκικα: padişah, κύριος βασιλέων) αποτέλεσε τον κύριο τίτλο του Οθωμανού αυτοκράτορα, καθώς και πληθώρας μοναρχιών στην πολιτιστική σφαίρα της Περσίας
ΡΩΜΑΪΚΟΙ ΤΙΤΛΟΙ
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ
τίτλος μοναρχών, όπως στην αρχαία Ρώμη, το Βυζάντιο, την Κίνα, κ.α. ο ηγέτης μιας αυτοκρατορίας
αὐτοκράτωρ < αὐτός αὐτο- + κρατ(έω) + -ωρ
ΣΛΑΒΙΚΟΙ ΤΙΤΛΟΙ
ΤΣΑΡΟΣ
Η λέξη τσάρος (βουλγάρικα: цар, ρώσικα: царь, ουκρανικά цар, σερβικά: цар, με επιστημονική μεταγραφή car' και car αντίστοιχα, θηλ. τσαρίνα) είναι ο τίτλος του βασιλέως ή αυτοκράτορος στους Σλάβους. Προέρχεται από την απόδοση της λατινικής λέξης "Καίσαρ" (Caesar) στα σλαβικά. Αν και δεν έφεραν όλοι αυτόν τον τίτλο, τον χρησιμοποιούμε στις δυτικές γλώσσες όταν θέλουμε να αναφερθούμε γενικά στους:
Βούλγαρους βασιλείς από το 10ο έως το 15ο αιώνα.
Σέρβους Αυτοκράτορες
Ρώσους βασιλείς και αυτοκράτορες από το 16ο έως την κατάργηση της μοναρχίας. Ο Μέγας Πέτρος (αρχές 18ου αι.) αντικατέστησε τον τίτλο τσάρος με το αυτοκράτορας, όμως ο παλαιός τίτλος παρέμεινε κυρίαρχος στην καθημερινή χρήση στους περισσότερους λαούς του κόσμου.
ΚΡΑΛΗΣ
κράλης < μεσαιωνική ελληνική κράλης < σλαβικής προέλευσης краљ (βασιλιάς) < πρωτοσλαβική *kõrľь < παλαιά άνω γερμανική Karl < πρωτογερμανική *karilaz (ελεύθερος άνθρωπος)
ΙΣΛΑΜΙΚΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΚΑΙ ΑΞΙΩΜΑΤΑ
ΣΟΥΛΤΑΝΟΣ
Σουλτάνος (αραβικά: سلطان, από το سلطة sultah "εξουσία, δύναμη") είναι Ισλαμικός μοναρχικός τίτλος ο οποίος ιστορικά έχει αποκτήσει πολλαπλές σημασίες και πολιτικούς ρόλους. Σε αντίθεση με τους προγενέστερους βασιλικούς τίτλους που συνέχισαν να χρησιμοποιούνται στον μουσουλμανικό κόσμο, ο σουλτανικός τίτλος δημιουργήθηκε σε ένα Ισλαμικό πολιτικό περιβάλλον, και συνδέεται άμεσα με μία θεωρητική εξουσιοδότηση από το πρόσωπο του Χαλίφη
Ο τίτλος έγινε ευρέως γνωστός στη Δύση υπό την εσφαλμένη αντίληψη πως ήταν ο αυτοκρατορικός τίτλος των Οθωμανών, οι οποίοι όμως χρησιμοποιούσαν τον ανώτερο αυτοκρατορικό τίτλο Πατισάχ (Padeshah, Περσικά: پادشاه, Τούρκικα: Padişah, κύριος βασιλέων). Ο Οθωμανικός οίκος απέδιδε τον σουλτανικό τίτλο στον αυτοκράτορα, τα παιδιά και τη μητέρα του, καθώς και στις υψηλόβαθμες γυναίκες του.
Ο τίτλος έπεσε εκτός ευρείας χρήσης κατά τον 20ο αιώνα, καθώς η πτώση του Οθωμανικού χαλιφάτου και η επιθυμία των σύγχρονων μοναρχιών να αυτονομηθούν από εξωτερικές πηγές εξουσίας οδήγησαν τους κυρίαρχους σουλτάνους να υιοθετήσουν τον τίτλο του βασιλιά (Αραβικά: مَلِك, malik), με τις σημαντικές εξαιρέσεις των σουλτάνων του Ομάν και του Μπρουνέι.
ΧΑΛΙΦΗΣ
Ο χαλίφης (αραβικά: خَليفة, χαλίφα, κυριολεκτικά: διάδοχος - του Μωάμεθ) είναι ηγεμονικός, μουσουλμανικός, κληρονομικός τίτλος. Ο ηγεμόνας μουσουλμανικής ούµα (κοινότητας). Όταν πέθανε ο Μωάμεθ (8 Ιουνίου 632) τον διαδέχθηκε στις πολιτικές και διοικητικές εξουσίες ο Αμπού Μπακρ ας–Σιντίκ με τον τίτλο "Χαλίφα ρασούλ Αλά(χ)" (Διάδοχος αγγέλου (αγγελιαφόρου) Θεού). Αυτός όμως ο όρος μάλλον καθιερώθηκε ως ηγεμονικός (θρησκευτικός και πολιτικός) επί ηγεμονίας του 2ου Χαλίφη Ουμάρ Α΄ λαμβάνοντάς το από το Κοράνι που έτσι αποδίδεται στον Αδάμ και τον Δαβίδ ως αντιβασιλείς του Θεού.
ΕΜΙΡΗΣ
Ο Εμίρης (أمير, Αμίρ στα αραβικά) σημαίνει ηγεμόνας, διοικητής, στρατηγός ή πρίγκιπας και γενικώς αποτελεί τίτλο υψηλού διοικητικού αξιώματος. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ευρέως στον ισλαμικό κόσμο και με διάφορες παραφθορές και αλλού. Ως εμίρηδες θεωρούνται γενικώς οι υψηλόβαθμοι σεΐχηδες, αλλά στα μοναρχικά κράτη ο όρος χρησιμοποιείται επίσης και για τους πρίγκιπες, με τον όρο εμιράτο να αποτελεί το αντίστοιχο του πριγκιπάτου.
Η θηλυκή μορφή είναι η εμίρα (أميرة ʾamīrah)
Η λέξη αμίρ, που σημαίνει κύριος, προέρχεται από την αραβική ρίζα α-μ-ρ, που σημαίνει "οδηγώ, είμαι επικεφαλής". Χρησιμοποιήθηκε αρχικά για αναφορά σε κυβερνήτες, συνήθως σε μικρότερα κράτη, ενώ στα σύγχρονα αραβικά είναι ισοδύναμη με την λέξη πρίγκιπας. Ήταν ένας από τους τίτλους του μωαμεθανού προφήτη Μωάμεθ.
ΚΙΝΕΖΙΚΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΚΑΙ ΑΞΙΩΜΑΤΑ
Με τον όρο χαν[α] (εξελληνισμένο: χάνος) εννοείται τίτλος πολιτικής ή στρατιωτικής εξουσίας που προήλθε αρχικά από την κεντρική Ασία. Πρωτοχρησιμοποιήθηκε στις αλταϊκά ομιλούσες τουρκομογγολικές νομαδικές φυλές που ζούσαν βόρεια της Κίνας. Ως τίτλος φαίνεται πως χρησιμοποιήθηκε κατ΄αρχάς στη συνομοσπονδία των Ξιανμπέι για τον αρχηγό της, μεταξύ του 283 - 289 και επίσης ως κρατικός τίτλος από τη συνομοσπονδία Ρουράν.
Αργότερα υιοθετήθηκε από τους Ασίνα και κατόπιν τους Γκιοκτούρκ και τους Μογγόλους που τον διέδωσαν στην υπόλοιπη Ασία. Στα μέσα του 6ου αιώνα έγινε γνωστός ως «Χαγάνος - Βασιλέας των Τούρκων» στους Πέρσες.
Σήμερα έχει αποκτήσει πολλά ισοδύναμα νοήματα όπως διοικητής, αρχηγός ή κυβερνήτης. Επί του παρόντος, χάνοι υπάρχουν κυρίως στη νότια και κεντρική Ασία, το Αφγανιστάν και το Ιράν. Τα θηλυκά αντίστοιχα είναι χατούμ και χανούμ. Διάφοροι τουρκικοί και μογγολικοί λαοί από την κεντρική Ασία έδωσαν στον τίτλο μια νέα ισχύ μετά τις μογγολικές επιδρομές και αργότερα έφεραν τον τίτλο «χαν» στο Αφγανιστάν και τη βόρειο Ινδία. Πολύ αργότερα ο τίτλος υιοθετήθηκε από τους γηγενείς ως όνομα. Ο τίτλος Χαγάνος αποδίδεται ως Χαν των χαν (Χάνος των Χάνων) και ήταν ο τίτλος του Τζενγκίς Χαν και των λοιπών απογόνων-κυβερνητών σε αρρενογραμμική γραμμή διαδοχής.
Μογγολικά: хан/ᠬᠠᠨ khan/qan, τουρκικά: han, αζερικά: xan, οθωμανικά: han, παλαιά τουρκικά: 𐰴𐰍𐰣 kaɣan, κινεζικά: 可汗 kèhán, κογκουριό: 皆 key, σίλλα: 干 kan, μπέκτζε: 瑕 ke, μαντσού: ᡥᠠᠨ, περσικά: خان, παντζάμπι: ਖਾਨ, ούρντου: خان, βαλουχικά: خان, βουλγαρικά: хан, khan,
*Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι έχει σχ΄σεη με τον τίτλο Άναξ των μυκηναίων
ΙΝΔΙΚΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΚΑΙ ΑΞΙΩΜΑΤΑ
ΜΑΧΑΡΑΓΙΑΣ
Ο Μαχαραγιάς (ή Μαχαρατζάς) αποτελεί ηγεμονικό τίτλο που σημαίνει «Μέγας Βασιλεύς». Είναι ινδική σύνθετη λέξη που προέρχεται από τη λέξη «μαχά-maha» (= Μέγας) και τη λέξη «ραντζά-rajah» η οποία προέρχεται από τη ρίζα ΠΙΕ *reg- που σημαίνει "να κατευθύνω σε ευθεία γραμμή", επομένως "να οδηγώ, να κυβερνώ (= Ηγεμών, Βασιλεύς, Κυρίαρχος μη εξαρτώμενος από άλλον). Από την ίδια ρίζα έχουμε και το reg-regis-real-roi,regina,rich,
Ρήγας,ορέγομαι κτλ.
Αρχικά τον τίτλο αυτόν έφεραν Ινδοί ηγεμόνες που είχαν υπό την εξουσία τους ή προστασία τους μικρότερες ηγεμονίες. Επί αγγλικής κατοχής των Ινδιών, η «Κυβέρνηση της Αυτοκρατορίας» απένεμε τον τίτλο του Μαχαραγιά σε πολλούς επιφανείς Ινδούς απλώς ως «τίτλο τιμής», παραχωρώντας ενίοτε στον τιμώμενο και το δικαίωμα (κληρονομικό) της διατήρησης του τίτλου και από τους απογόνους του.
Η σύζυγος του Μαχαραγιά ονομάζεται Μαχαρανή.
ΤΙΤΛΟΙ ΕΥΓΕΝΕΙΑΣ
Ο Δούκαςείναι τίτλος ευγενείας όμως και στρατιωτικός τίτλος, μιας που προέρχεται από τη λατινική λέξη dux, που σημαίνει στρατιωτικός διοικητής για τη ακρίβεια αυτός που καθοδηγεί
Στο Βυζάντιο, τον 10ο και 11ο αιώνα, δινόταν σε διοικητές ευρύτερων περιφερειών, ενώ στη μεσαιωνική Δυτική Ευρώπη, εξελίχτηκε σε τίτλο που έφεραν τοπικοί άρχοντες. Οι Δούκες, θεωρητικά ήταν υποτελείς σε κάποιο μονάρχη, πολλοί όμως δρούσαν ως αυτόνομοι ηγεμόνες.
Ο Μαρκήσιος(Μαρκίων) αν και στην πορεία εξελίχθηκε σε καθαρά τιμητικό τίτλο ευγενείας, στην αρχή ήταν ένας ανώτερος τίτλος που λάμβαναν τιμητικά διοικητές παραμεθορίων περιοχών. Είχε δηλαδή αντίστοιχη ισχύ με τον ελληνικό τίτλο του Κλεισουράρχη και του τούρκικου τίτλου του «Ουτς-Μπέη» ή «Ούτσμπεη».
Ο τίτλος πρωτοεμφανίστηκε το Μεσαίωνα και δόθηκε για πρώτη φορά από τον Κάρολο τον Α΄ σε ευγενείς που ήταν υπεύθυνοι για την ασφάλεια των συνοριακών επαρχιών. Έτσι εξηγείται και το ότι ο αρχικός τίτλος σήμαινε κόμης των συνόρων. Ιεραρχικά μιλώντας, ο Μαρκήσιος ήταν ανώτερος του Κόμη και κατώτερος του Δούκα, αν και η ιεραρχία αυτή δεν παρέμενε σταθερή σε όλες τις τότε Ηγεμονίες και υπήρχε διαφοροποίηση ανάλογα με τη χώρα και την εποχή. Στη νεότερη εποχή επικράτησε εθιμοτυπικά τόσο στην Αγγλία, όσο και τη Γαλλία να τιτλοφορούνται Μαρκήσιοι, ζώντων των γονέων τους, τα πρωτότοκα τέκνα των Δουκών.
Κόμης είναιένας τίτλος ευγενείας που χρησιμοποιούσαν στην Ευρώπη για τον άρχοντα μιας χώρας. Προέρχεται από τη λατινική λέξη comes, που σημαίνει ακόλουθος. Ο τίτλος του κόμητος βρίσκεται ανάμεσα στον τίτλο του μαρκήσιου και στον τίτλο του βαρόνου.
Για τους Ρωμαίους, ο κόμης ήταν ο ακόλουθος του αυτοκράτορα, ενώ για τους Φράγκους ήταν ο τοπικός άρχοντας και ο δικαστής. Διάσημοι κάτοχοι του τίτλου είναι ο κόμης Μόντε Κρίστο και ο κόμης Δράκουλας.
Ο τίτλος του Υποκόμη (Viscount) είχε χρήση σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, χωρίς κληρονομικότητα στην αρχή – αυτό άλλαξε αργότερα για τους Γάλλους. Ο Υποκόμης είχε συνήθως δικαστικό πόστο και κέρδιζε το σεβασμό της κοινωνίας.
Ο Υποκόμης είναι ο τέταρτος στη σειρά τίτλος ευγενείας στην Ευρώπη, που ειδικά στη Μ. Βρετανία χρησιμοποιείται από το 1387. Συχνά χρησιμοποιείται “τιμής ένεκεν” για το διάδοχο του κόμη ή του μαρκήσιου.
Ο Βαρόνοςείναι τίτλος ευγενείας που προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη baron, που σημαίνει «ελεύθερος άνθρωπος». Αντιστοιχεί στον γερμανικό τίτλο, που χρησιμοποιούσαν στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, Baron. Είναι ο κατώτερος τίτλος ευγενείας.
Λόρδος είναι ένας τιμητικό τίτλος (ευγενείας) που αποδίδεται κυρίως στους ευγενείς στη Μεγάλη Βρετανία. Η ετυμολογία του μας παραπέμπει στην αρχαία αγγλική λέξη hlaford που κυριολεκτικά σημαίνει φύλακας του ψωμιού ενώ μεταφορικά: νοικοκύρης.
Για να κερδίσει κάποιος το συγκεκριμένο τίτλο θα πρέπει να ανήκει στους ανώτατους λειτουργούς και αξιωματούχους του κράτους (δικαστικούς, βουλευτές, υπουργούς, δημάρχους κλπ), ή να είναι γόνος ευγενών (πχ βαρόνων, δουκών κλπ.).
Στην Αγγλία μάλιστα υπάρχει και η επονομαζόμενη βουλή των λόρδων, με μέλη που έχουν κληρονομήσει τον τίτλο του λόρδου. Σήμερα η Βουλή των Λόρδων αριθμεί μόλις 90 κληρονομικά μέλη.
Άλλοι τίτλοι ευγενείας είναι: Πρίγκιπας / Ινφάντες, Κυρίαρχος Πρίγκιπας / Φυρστ / Μαργράβος / Λαντγράβος / Παλατινός κόμης, Εσκουάιρ, Βαρονέτος / Κληρονομικός Ιππότης, Τζέντλεμαν.
ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
https://www.etymonline.com/
https://www.wikipedia.org/
https://en.wiktionary.org/
0 Σχόλια