Τι είναι τα μπαχαρικά
Το μπαχαρικό είναι το αποξηραμένο τμήμα ενός φυτού που περιέχει αρωματικές, πικάντικες και καυστικές ουσίες. Είναι γνωστό και με τις ονομασίες καρύκευμα και μυρωδικό.
Τα μπαχαρικά μπορεί να είναι φύλλα, σπόρια, καρποί, ρίζες, βολβοί και φλοιοί. Περιλαμβάνονται στις αρτυματικές ύλες και σύμφωνα με τον Ελληνικό κώδικα τροφίμων και ποτών αυτές είναι εκείνες που έχουν έντονο άρωμα και γεύση και η προσθήκη τους στα τρόφιμα γίνεται για να τους προσδώσουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και για να βελτιώσουν τη γεύση τους. Πολλά από τα μπαχαρικά έχουν και αντιοξειδωτικές ιδιότητες και αντικαθιστούν τα διάφορα συντηρητικά που σε πολλές περιπτώσεις βλάπτουν την υγεία του ανθρώπου. Αξιοσημείωτο είναι πως απαγορεύεται αυστηρά η χρήση των μπαχαρικών σε τρόφιμα που έχουν αλλοιωθεί από τον χρόνο για να καλυφθεί η δυσάρεστη οσμή και γεύση τους.
Ιστορία των μπαχαρικών
Το εμπόριο των μπαχαρικών είναι από τα αρχαιότερα και είχαν ανοιχθεί ολόκληρες εμπορικές οδοί για τη μεταφορά τους από την Ασία στην Ευρώπη. Τα μπαχαρικά χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή ελαίων, φαρμάκων, αφροδισιακών και διαφόρων τελετουργιών. Αρχαία βιβλία ιατρικής και βοτανολογίας αναφέρουν τα μπαχαρικά ως σπουδαία φάρμακα.
Ετυμολογία της λέξης μπαχαρικό
μπαχάρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική bahar < αραβική بهار (bahār, καρύκευμα,μυρωδικό) < περσική بهار (bahâr, άνοιξη-εποχή των μυρωδιών, ανθός) < μέση περσική wahār
Στις άλλες γλώσσες το συνανταμε ως spice,epice,würzen,ਮਸਾਲਾ-massala,especia(από το λατινικό όνομα του μυρωδικού πήραν το όνομά τους οι Σπέτσες),especiaria,специя-spechiya
Τα διαφορα μπαχαρικά πήραν το όνομά τους από τη χώρα που παράγονταν κυρίως και από ένα χαρακτηριστικό τους που έκανε περισσότερη εντύπωση στους πρώτους χρήστες.
Ας γνωρίσουμε τα σημαντικότερα μπαχαρικά με λίγες πληροφορίες για το καθένα ,και από πήρε το όνομά του το καθένα
ΠΙΠΕΡΙ
Μπαχαρικό που παράγεται από τους καρπούς των φυτών της οικογένειας Piperaceae
ΤΖΙΝΤΖΕΡ
Η πιπερόριζα ή τζίντζερ είναι η ρίζα του φυτού Zingiber officinale (Ζιγγίβερις η φαρμακευτική) η οποία χρησιμοποιείται στην ιατρική αλλά και ως μπαχαρικό στο φαγητό ή ως εξωτική λιχουδιά. Το είδος αυτό δίνει το όνομα στην ομάδα φυτών Zingiberaceae, της οποίας άλλα γνωστά μέλη είναι το καρδάμωμο (κακουλέ), ο κουρκουμάς (κιτρινόριζα), κλπ.
Η προέλευση της λέξης τζίντζερ είναι αντιδάνειο από το αγγλικό όνομα του μπαχαρικού, προερχόμενο αρχικά από την Ταμίλ γλώσσα: ίντζι βερ (இஞ்சி வேர்).
Ο βοτανικός όρος για τη ρίζα στην Ταμίλ γλώσσα είναι βερ (வேர்) έτσι ονομάζεται ρίζα ίνζι
ή ίνζι βερ
.
Η ελληνική ζιγγίβερις συναντάται ως ginginer στη μεσαιωνική λατινική και εν συνεχεία στην παλιά αγγλική gingifere, την οποία ύστερα η γαλλική ονομάζει gingembre και καταλήγει στα αγγλικά ginge
ΣΟΥΜΑΚ
Ελάχιστα γνωστό στην Ελλάδα, το σουμάκ είναι από τα βασικά μπαχαρικά της κουζίνας των χωρών της Μέσης Ανατολής.Ένα μπαχαρικό που τονίζει τη γεύση του κεμπαπ αλλά ταιριάζει απόλυτα και σε όλα είδη ψητών κρεατικών και φυσικά ως συστατικό σε μαρινάδες.Η λέξη «σουμάκ», προέρχεται από την παλαιά Γαλλική "σουμάκι" (13ος αιώνας), από το Μεσαιωνικό Λατινικό sumach, από το Αραβικό summāq (سماق), από το Συριακό summāq (ܣܡܘܩ) - που σημαίνει «κόκκινο».
ΚΑΚΟΥΛΕ-ΚΑΡΔΑΜΟΝ
Το κάρδαμο ή καρδάμωμο ή κακουλέ, είναι μπαχαρικό που προέρχεται από τους σπόρους διαφόρων φυτών του γένους Ελεττάρια (Elettaria) και Άμωμον (Amomum) στην οικογένεια Ζιγγιβεροειδών (Zingiberaceae). Και τα δύο γένη είναι εγγενή στην Ινδία, το Πακιστάν, το Νεπάλ, το Μπουτάν και αναγνωρίζονται από τους μικρούς λοβούς του σπόρου, τριγωνικοί στη διατομή και σχήματος ατράκτου, με ένα λεπτό χαρτώδες εξωτερικό κέλυφος και μικρά μαύρα κουκούτσια (στο εσωτερικό τους).
Η λέξη «κάρδαμο» προέρχεται από το Λατινικό cardamomum,που είναι η Λατινοποιημένη μορφή του Ελληνικού «καρδάμωμον», μία συνένωση της λέξης «κάρδαμον» (Lepidium sativum) + «άμωμον», η οποία ήταν πιθανότατα η ονομασία ενός είδους Ινδικού φυτού μπαχαρικού. Η παλαιότερη βεβαιωμένη μορφή της λέξης «κάρδαμον» που σημαίνει κάρδαμο, είναι στα Μυκηναϊκά ελληνικά ka-da-mi-ja, γραμμένη σε Γραμμική Β συλλαβική γραφή, στη λίστα αρτυμάτων, με τα δισκία των «Μπαχαρικών», βρέθηκε μεταξύ των ανακτορικών αρχείων, στον Οίκο των Σφιγγών στις Μυκήνες.
Στην Καινή Διαθήκη η λέξη ἄμωμον εμφανίζεται σε σχέση με ένα αρωματικό φυτικό προϊόν (Αποκάλυψη του Ιωάννη 18:13) και συχνά μεταφράζεται ως «μπαχαρικό». Το «άμωμον» θα μπορούσε να προέρχεται και κάποια βιβλία το θέτουν έτσι, από το επίθετο ἄμωμος «άμεμπτος, χωρίς μομφή», δεδομένου ωστόσο, ότι το ἄμωμος είναι μια περιφερειακή και ποιητική μορφή, αυτό μπορεί να είναι λιγότερο πιθανό από ό,τι (που τα άλλα βιβλία θέτουν) η καταγωγή από τα Αραμαϊκά hemama, η οποία όμως δεν ήταν δυνατό να επαληθευτεί.
Η σύγχρονη ονομασία του γένους Ελεττάρια (Elettaria), προέρχεται από την τοπική ονομασία. Η ρίζα ēlam μαρτυρείται σε όλες τις Δραβιδιανές γλώσσες[8] δηλ. Κανάντα elakki (ಏಲಕ್ಕಿ), Τελούγκου yelakulu (యేలకులు), Ταμίλ elakkai (ஏலக்காய்) και Μαλαγιαλαμικά elakkay (ഏലക്കായ്). Το δεύτερο στοιχείο kai σημαίνει «σπόρος» ή «καρπός». Η περιοχή του Malabar είχε ιστορικές εμπορικές συνδέσεις και ήταν μια εξέχουσα περιοχή καλλιέργειας κάρδαμου. Μια συγγενική ρίζα είναι επίσης παρούσα στα Χίντι ilaychi (इलायची), Μπενγκάλι elachi (এলাচি) και Παντζάμπι ilaichi (ਇਲੈਚੀ) «πράσινο κάρδαμο». Η κοινή πηγή είναι Σανσκριτική, όπου το κάρδαμο ονομάζεται ela (एला) ή ellka ([एल्ल्का). Στο Μαραθικά είναι κοινώς γνωστό ως Velchi (वेलची) ή Veldoda (वेलदोडा)[9]
ΣΑΦΡΑΝ-ΚΡΟΚΟΣ ΚΟΖΑΝΗΣ
Το σαφράνι ή σαφράν είναι μπαχαρικό που προέρχεται από το άνθος του Crocus sativus, κοινώς γνωστό ως «κρόκος σαφράν». Τα ζωηρά κατακόκκινα στίγματα και τα στυλ συλλέγονται και ξηραίνονται για χρήση κυρίως ως καρυκεύματα και χρωστικές ουσίες στα τρόφιμα. Το σαφράνι είναι από καιρό το πιο ακριβό μπαχαρικό στον κόσμο κατά βάρος. Αν και εξακολουθούν να υπάρχουν αμφιβολίες για την προέλευσή του, πιστεύεται ότι ο κρόκος προέρχεται από το Ιράν. Ωστόσο, η Ελλάδα και η Μεσοποταμία έχουν επίσης προταθεί ως πιθανή περιοχή προέλευσης αυτού του φυτού. Ο κρόκος του σαφράν διαδόθηκε αργά σε μεγάλο μέρος της Ευρασίας και αργότερα μεταφέρθηκε σε μέρη της Βόρειας Αφρικής, της Βόρειας Αμερικής και της Ωκεανίας.
σαφράν < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σαφράν < μεσαιωνική λατινική safranum < αραβική زعفران (zaʿfarān) που σημαίνει κίτρινο < περσική جعفری (ja'fari) < μαζανταρανί جفری (jaferi)
ΚΑΡΥ
Το κάρυ ή κάρι (ενικός: curry [kʌri], πληθυντικός: curries), είναι ένα πιάτο που κατάγεται από την κουζίνα της Ινδικής υποηπείρου. Το κοινό χαρακτηριστικό του είναι η χρήση πολύπλοκων συνδυασμών μπαχαρικών ή βοτάνων, περιλαμβάνοντας συνήθως φρέσκες ή αποξηραμένες καυτερές πιπεριές τσίλι. Η χρήση του όρου, γενικά περιορίζεται σε πιάτα που παρασκευάζονται με σάλτσα.[1] Τα πιάτα με κάρυ, που παρασκευάζονται στις νότιες πολιτείες της Ινδίας, μπορεί να είναι καρυκευμένα με φύλλα από το δέντρο κάρυ.[2]
Υπάρχουν πολλές ποικιλίες πιάτων που ονομάζονται «κάρι». Για παράδειγμα, στις αρχικές παραδοσιακές κουζίνες, η ακριβής επιλογή των μπαχαρικών για κάθε πιάτο είναι μια εθνική ή περιφερειακή πολιτιστική παράδοση, η θρησκευτική πρακτική και, σε κάποιον βαθμό, η οικογενειακή προτίμηση.
Το κάρυ υιοθετήθηκε και αγγλοποιήθηκε από την Ταμίλ λέξη kari (கறி) που σημαίνει «σάλτσα»
ΠΑΠΡΙΚΑ
Η πάπρικα (paprika) είναι μπαχαρικό το οποίο γίνεται από τους αποξηραμένους δι' αέρος καρπούς της οικογένειας της πιπεριάς τσίλι, του είδους Καψικόν το ετήσιον (Capsicum annuum). Αν και η πάπρικα συχνά συνδέεται με την Ουγγρική κουζίνα, τα τσίλι από τα οποία γίνεται είναι εγγενή στο Νέο Κόσμο και εισήχθησαν στον Παλαιό Κόσμο από την Αμερική. Καταγόμενο από το κεντρικό Μεξικό, μεταφέρθηκε κατά τον 16ο αιώνα στην Ισπανία. Το καρύκευμα χρησιμοποιείται επίσης για να προστεθεί χρώμα και γεύση σε πολλούς τύπους πιάτων.
Τα φυτά φυτεύονται στην αρχή της άνοιξης, η δε συγκομιδή πραγματοποιείται το καλοκαίρι και το φθινόπωρο. Οι καρποί ξηραίνονται και κονιορτοποιούνται για να παραχθεί η πάπρικα. Η γεύση της πάπρικας ποικίλλει από γλυκιά έως δριμεία
Το φυτό που κάνει την Ουγγρική έκδοση του μπαχαρικού, είχε αναπτυχθεί από τους Τούρκους το 1529, στην Βούδα (τώρα τμήμα της πρωτεύουσας της Ουγγαρίας, Βουδαπέστη). Η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση της λέξης "πάπρικα" στα Αγγλικά, είναι από το 1896,αν και μια παλαιότερη αναφορά στην Τουρκική πάπρικα, είχε δημοσιευθεί το 1831.Η λέξη προέρχεται από την Ουγγρική λέξη paprika, υποκοριστικό της Σερβο-Κροατικής λέξης papar (που σημαίνει "πιπέρι"),[8] η οποία με τη σειρά της προέρχεται από το Λατινικό piper ή το σύγχρονο Ελληνικό "πιπέρι".[6] Η λέξη paprika και οι παρόμοιες λέξεις peperke, piperke και paparka, χρησιμοποιούνται σε ποικίλες Σλαβικές γλώσσες των Βαλκανίων, για τις πιπεριές φούσκα.
Η λέξη "πάπρικα", εισήλθε σε μεγάλο αριθμό γλωσσών, σε πολλές περιπτώσεις πιθανόν μέσω των Γερμανικών. Οι Ευρωπαϊκές γλώσσες, χρησιμοποιούν μια παρόμοια λέξη, ενώ παραδείγματα από άλλες γλώσσες, περιλαμβάνουν την Ιαπωνική papurika.
ΜΠΟΥΚΟΒΟ
To μπούκοβο είναι βαλκανικό μπαχαρικό το οποίο ανήκει στην οικογένεια των καψικών (λατ. Capsicum annum) και αποτελείται από αποξηραμμένες και θρυμματισμένες κόκκινες πιπεριές (γλυκές ή καυτερές). Έχει κόκκινο κεραμιδί χρώμα και πικάντικη γεύση. Συνήθως χρησιμοποιείται σε κρεατικά και σάλτσες και αποτελεί σημαντικό στοιχείο της Βορειοελλαδίτικης κουζίνας. Στη Μεσανατολίτικη κουζίνα συναντάται με την ονομασία πουλ μπιμπέρ (κατά λέξη «νιφάδες πιπεριάς»).
Υπάρχουν δύο είδη μπούκοβου, το γλυκό και το καυτερό. Το κάθε είδος προκύπτει από την αντίστοιχη ποικιλία κόκκινης πιπεριάς που χρησιμοποιείται στην παρασκευή του (γλυκιά/καυτερή). Η καλύτερη ποικιλία του είναι εκείνη που προκύπτει από θρυμματισμένους κόκκους τριμμένους σε λάδι, πράγμα που το διατηρεί φρέσκο και επιτρέπει την ομοιόμορφη διάχυση του αρώματος χωρίς να έχει μαγειρευτεί
Θεωρείται ότι το μπούκοβο αντλεί την ονομασία του από το αντίστοιχο τοπωνύμιο, το οποίο είναι κοινό στις σλαβικές γλώσσες και προέρχεται από τον σλαβικό τύπο bukv που σημαίνει οξιά .Με τη σειρά της η σλαβική λέξη αντλεί τις ρλιζες της από το αρχαιελληνικό όνομα της φηγός-οξιάς
ΡΙΓΑΝΗ
Η ρίγανη (Ορίγανον το κοινόν, Origanum vulgare) είναι αρωματικό ποώδες, πολυετές, ιθαγενές και θαμνώδες φυτό της Μεσογείου και της Κεντρικής Ασίας. Ανήκει στο γένος Ορίγανο της τάξης των λαμιωδών αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών.
Η Ελληνική ρίγανη (Greek Oregano) είναι φυτό πολυετές και ποώδες η ποιότητά της θεωρείται από τις καλύτερες παγκοσμίως. Η ρίγανη πέρα από το χαρακτηριστικό άρωμα και γεύση που δίνει στο φαγητό έχει και πάρα πολλές φαρμακευτικές ιδιότητες, με κυριότερη (γνωστή φαρμακευτικά) δραστική ουσία την καρβακρόλη. Στην Ελλάδα η ρίγανη είναι αυτοφυής και βρίσκεται σε ορεινές και βραχώδεις περιοχές
Η λέξη ρίγανη προέρχεται ετυμολογικά από τις λέξεις όρος και γάνος που σημαίνει “χαρά του βουνού” και συμβόλιζε την ευτυχία και την ειρήνη.
ΚΥΜΙΝΟ
Το κύμινο είναι η κοινή ονομασία του φυτού Κούμινον το κύμινον ή Κύμινον το ήμερον (Cuminum cyminum). Είναι επίσης γνωστό και ως λευκό κύμινο, αρτυσία ή αρτυσιά στην Κύπρο, καμούν και ως τζίρα,ή τζήρα (jeera ή zeera)
Η Αγγλική λέξη "cumin" προέρχεται από τα παλαιά Αγγλικά, από το Λατινικό cuminum, το οποίο είναι ο εκλατινισμένος τύπος του Ελληνικού "κύμινον",λέξης συγγενικής με το Εβραϊκό כמון (kammon) και το Αραβικό كمون (kammūn).Η παλαιότερη πιστοποιημένη μορφή της λέξης στα Ελληνικά είναι στη Μυκηναϊκή, κου-μι-νο (ku-mi-no), γραμμένη σε Γραμμική Β συλλαβική γραφή. Οι μορφές αυτής της λέξης απαντούν σε πολλές αρχαίες Σημιτικές γλώσσες, συμπεριλαμβανομένου του kamūnu στην Ακκαδική γλώσσα. Η ύστατη πηγή, θεωρείται η λέξη gamun της γλώσσας των Σουμερίων
ΓΑΡΙΦΑΛΟ
Το γαρύφαλλο (ή γαρίφαλο) είναι ο αρωματικός ανθοφόρος οφθαλμός (μπουμπούκι) του δέντρου Συζύγιον το αρωματικόν (Syzygium aromaticum), από την οικογένεια Μυρτίδες (Myrtaceae) και δεν πρέπει να συγχέεται με το γνωστό λουλούδι. Είναι εγγενές στα νησιά Μολούκες στην Ινδονησία και χρησιμοποιείται ευρέως ως καρύκευμα. Τα γαρίφαλα συγκομίζονται εμπορικά κυρίως στις Ινδονησία, Ινδία, Μαδαγασκάρη, Ζανζιβάρη, Πακιστάν, Σρι Λάνκα και Τανζανία.
Παραφθορά του βενετικού garofolo, λατιν. garofulum, ελλην. καρυόφυλλο (Ανδριώτης). Στην αρχή το έγραφαν με ύψιλον και δύο λάμδα, όπως ακριβώς και το λουλούδι γαρύφαλλο. Συνώνυμες και οι λέξεις girofle, clou de Girofle, καρενφίλ, καρυόφυλλο(ν). Γερμανιστί gewürznelke. Γνωστό και με τα ονόματα μοσχοκάρφι ή καρυόφυλλο ή γαρόφαλο ή καραφίλι
ΓΛΥΚΑΝΙΣΟΣ
Το άνισο (anise) (/ˈænɪs/·Πιμπινέλλη το άνισον (Pimpinella anisum)), γνωστό επίσης και ως γλυκάνισος ή γλυκάνισο (aniseed), είναι ανθοφόρο φυτό στην οικογένεια των Απιίδων (Apiaceae) ή Σκιαδοφόρων (Umbelliferae), εγγενές στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και τη Νοτιοδυτική Ασία. Η γεύση του έχει ομοιότητες με κάποια άλλα μπαχαρικά, όπως ο αστεροειδής γλυκάνισος, το μάραθο και η γλυκόριζα.
γλυκάνισο < κληρονομημένο από την ελληνιστική κοινή γλυκάνισον < αρχαία ελληνική γλυκύς + ἄνισον / ἄννισον / ἄνησον / ἄννησον / ἄνησσον< προελληνική ή < αρχαία αιγυπτιακή jnst
ΔΕΝΔΡΟΛΙΒΑΝΟ
Το δενδρολίβανο (αρχ. ελλ. ἀπόσπληνος) γνωστό και ως αρισμαρί, στην Κύπρο είναι γνωστό με το όνομα λασμαρί, είναι αρωματικός, αειθαλής θάμνος ο οποίος ανήκει στο γένος Ροσμαρίνος και στην οικογένεια των Χειλανθών. Το γένος Rosmarinus περιλαμβάνει, εκτός του γνωστού (R. officinalis) που αναφέρεται και ως λιβανωτίς (Διοσκ.) και ως δενδρολίβανον το φαρμακευτικόν, και μερικά άλλα είδη, μεταξύ των οποίων και τα ακόλουθα: Ροσμαρίνος ο εριοκάλυξ (R. eriocalyx) και Ροσμαρίνος ο γναφαλώδης (R. tomentosus). Η λατινική ονομασία του φυτού Rosmarinus σημαίνει δροσιά της θάλασσας και είναι σύνθετη από τις λέξεις ros (δροσιά) και marinus (θαλάσσιος), γιατί πιστευόταν ότι το φυτό μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς πότισμα, αρκούμενο μόνο στην υγρασία που έρχεται από τη θάλασσα.
ΚΑΝΕΛΛΑ
Η κανέλα, κανέλλα ή καννέλα, είναι μπαχαρικό που βρίσκεται στο εσωτερικό του φλοιού αρκετών δέντρων από το γένος Κιννάμωμον (Cinnamomum) που χρησιμοποιείται τόσο στη μαγειρική όσο και στη ζαχαροπλαστική. Ενώ το κιννάμωμον το γνήσιον (Cinnamomum verum) θεωρείται μερικές φορές ότι είναι η "αληθινή κανέλα", η περισσότερη κανέλα στο διεθνές εμπόριο προέρχεται από συγγενή είδη, τα οποία αναφέρονται επίσης ως "κασσία" ("cassia") ξεχωρίζοντας έτσι από την "αληθινή κανέλα".
Η αγγλική λέξη cinnamon που βεβαιώνεται στα αγγλικά από τον 15ο αιώνα, προέρχεται από το Αρχαίο Ελληνικό «κιννάμωμον» (kinnámōmon (αργότερα kínnamon), μέσω των ενδιάμεσων μορφών των Λατινικών και των Μεσαιωνικών Γαλλικών. Η Ελληνική με τη σειρά της το είχε δανειστεί από τη Φοινικική γλώσσα, η οποία θα ήταν παρόμοια με τη σχετική στα Εβραϊκά qinnamon.[3]
Το όνομα cassia (κασσία), καταγράφηκε για πρώτη φορά στην Αγγλική γλώσσα γύρω στο 1000 μ.Χ., είχε δανειστεί μέσω της Λατινικής και σε τελική ανάλυση προέρχεται από το Εβραϊκό q'tsīʿāh, μια μορφή του ρήματος qātsaʿ που σημαίνει "απογυμνώνω το φλοιό".[4]
Στα πρώιμα νεότερα Αγγλικά χρησιμοποιείται επίσης το όνομα canel ή canella, παρόμοιο με τα σημερινά ονόματα της κανέλας σε πολλές άλλες Ευρωπαϊκές γλώσσες, τα οποία προέρχονται από τη Λατινική λέξη cannella, υποκοριστικό του canna («σωλήνας»), που προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη κάννη, από τον τρόπο που τυλίγεται καθώς στεγνώνει.[
ΜΟΣΧΟΚΑΡΥΔΟ
Το μοσχοκάρυδο (επίσης γνωστό στην Ινδονησία ως pala) είναι ένα από τα δύο μπαχαρικά - το άλλο είναι το μασίς - τα οποία προέρχονται από διάφορα είδη δέντρων του γένους Myristica.[1] Το πιο σημαντικό εμπορικό είδος είναι η Μυριστική η ευώδης (Myristica fragrans), ένα αειθαλές δέντρο ιθαγενές στις Νήσους Μπάντα στις Μολούκες Νήσους (ή Νησιά των μπαχαρικών) της Ινδονησίας.
ΚΟΥΡΚΟΥΜΑΣ
Ο κουρκουμάς, ή κουρκούμη (επιστημονική ονομασία: Curcuma longa [Κουρκούμη η μακρά]) ή κιτρινόριζα, είναι ριζωματοειδές (rhizomatous) ποώδες, πολυετές φυτό της οικογένειας των Ζιγγιβεριδών (Zingiberaceae).Είναι εγγενές στη νότια Ασία, όπου απαιτεί θερμοκρασίες μεταξύ 20 και 30 °C και ένα σημαντικό ποσό ετήσιας βροχόπτωσης για να ευδοκιμήσει. Τα φυτά συγκομίζονται κάθε χρόνο για τα ριζώματά τους και πολλαπλασιάζονται κατά την επόμενη περίοδο, από μερικά εξ αυτών των ριζωμάτων.
Ο κουρκουμάς έχει χρησιμοποιηθεί στην Ασία για χιλιάδες χρόνια και είναι ένα σημαντικό μέρος της ιατρικής Σίντα. Αρχικά, χρησιμοποιήθηκε ως χρωστική ουσία και εν συνεχεία, αργότερα για τις θεραπευτικές του ιδιότητες.
Το όνομα προέρχεται από το ισπανικό «cúrcuma» που με τη σειρά του προέρχεται από το αραβικό «كركم».
Η ονομασία του γένους, Curcuma, είναι από την αραβική ονομασία τόσο του σαφράν όσο και της κουρκούμης
ΜΑΧΛΕΠΙ
Το μαχλέπι είναι αρωματικό μπαχαρικό που κατασκευάζεται από τους σπόρους του είδους Prunus mahaleb ( Πρίνος Χαλεπίου) ,ενός είδους κερασιάς η οποία συχνά απαντάται ως πετροκερασιά ή μαχλεποκερασιά. Για να κατασκευαστεί το μαχλέπι οι σπόροι του κερασιού σπάζονται για να εξαχθεί ο πυρήνας του σπόρου, ο οποίος έχει διάμετρο περίπου 6 χιλιοστά και όταν είναι φρέσκος έχει μαλακή και μαστιχωτή υφή. Μετά ο πυρήνας αλέθεται σε σκόνη πριν τη χρήση. Η γεύση του παρομοιάζεται με το συνδυασμό των γεύσεων πικραμύγδαλου και κερασιού.Χρησιμοποιείται αλεσμένο – σε μικρές ποσότητες – για να τονίσει τη γλυκιά γεύση των παραδοσιακών αρτοσκευασμάτων.
ΚΌΛΙΑΝΔΡΟΣ
Το φυτό Κορίανδρον το ήμερον (Coriandrum sativum), επίσης γνωστό ως κορίανδρος, κορίαντρος, κόλιανδρος, κόλιαντρος, κολίανδρος, κοριός ή κουτβαράς, κινέζικος μαϊντανός ή ντάνια (dhania),[1] είναι ένα ετήσιο φυτό-βότανο της οικογένειας των Απιίδων (συν. Σκιαδοφόρων) (Apiaceae). Ο κορίανδρος είναι ιθαγενής σε περιοχές που εκτείνονται από τη Νότια Ευρώπη και τη Βόρεια Αφρική ως τη Νοτιοδυτική Ασία. Είναι ένα μαλακό φυτό που φτάνει σε ύψος έως τα 50 εκ.
Στα αγγλικά κατά τα τέλη του 14ου αιώνα βεβαιώνεται η λέξη coriander, που προέρχεται από την παλαιά γαλλική coriandre, μεσαιωνική εξέλιξη του λατινικού coriandrum, που με τη σειρά του προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό κορίαννον. Η αρχαιότερη μορφή της λέξης πιστοποιείται στα μυκηναϊκά ελληνικά ko-ri-ja-da-na' (γραμμένη σε συλλαβική γραφή γραμμική Β, που ανακατασκευάστηκε ως 'koriadnon', παρομοίως με την εξέλιξη του ονόματος της κόρης του Μίνωα Αριάδνης'), το οποίο αργότερα εξελίχθηκε σε 'koriannon' ή 'koriandron'.
ΥΣΣΩΠΟΣ
Το φυτό ονόματι Ύσσωπος, χρησιμοποιείται από την κλασική αρχαιότητα. Η ονομασία του είναι μια άμεση προσαρμογή από το αρχαίο Ελληνικό ὕσσωπος. Η Εβραϊκή λέξη אזוב (ezov, esov ή esob) και η Ελληνική λέξη ὕσσωπος πιθανόν μοιράζονται μια κοινή (άγνωστη) καταγωγή. Η ονομασία ύσσωπος (hyssop), εμφανίζεται ως μετάφραση του ezov σε ορισμένες μεταφράσεις της Αγίας Γραφής, ιδιαιτέρως στο στίχο 9 του Ψαλμού του Δαυίδ 50:
"Καθάρισέ με με ύσσωπο
και οι αμαρτίες μου θα εξαλειφθούν·
πλύνε με,
κι απ' το χιόνι
λευκότερος θα γίνω."
— (Αγία Γραφή - Ψαλμός του Βασιλιά Δαβίδ),
αλλά οι ερευνητές προτείνουν ότι οι Βιβλικές αναφορές, δεν αναφέρονται στο φυτό που είναι σήμερα γνωστό ως ύσσωπος, αλλά μάλλον σε ένα από κάποιο αριθμό διαφορετικών βοτάνων, συμπεριλαμβανομένης της Origanum syriacum (Συριακής ρίγανης, συνήθως αναφερόμενης ως "ύσσωπος Βίβλου").
Ο Ύσσωπος χρησιμοποιείτο επίσης, στην Αίγυπτο, για την κάθαρση (την εκκλησιαστική κάθαρση), όπου, σύμφωνα με τον Χαιρήμονα των Στωϊκό, οι ιερείς τον έτρωγαν με το ψωμί, προκειμένου να εξαγνίσουν αυτό το είδος της τροφής και να το καταστήσουν κατάλληλο για τη λιτή τους διατροφή.
Το φρέσκο βότανο συνήθως χρησιμοποιείται στην μαγειρική. Το αιθέριο έλαιο του υσσώπου μπορεί να ληφθεί δια του ατμού και σε μικρότερο βαθμό χρησιμοποιείται στο μαγείρεμα.
Το φυτό χρησιμοποιείται συνήθως από τους μελισσοκόμους για να παραχθεί πλούσιο και αρωματικό μέλι.
Τα φύλλα του βοτάνου υσσώπου, χρησιμοποιούνται ως αρωματικό καρύκευμα. Τα φύλλα έχουν μια ελαφρώς πικρή γεύση λόγω της τανίνης και ένα έντονο άρωμα μέντας. Λόγω της έντασης του, χρησιμοποιείται μετρίως στη μαγειρική. Το βότανο χρησιμοποιείται επίσης για τον αρωματισμό λικέρ και αποτελεί μέρος της επίσημης διαμόρφωσης του Chartreuse
ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
https://www.etymonline.com/
https://www.wikipedia.org/
https://en.wiktionary.org/
0 Σχόλια