Ticker

3/recent/ticker-posts

Από που πήραν το όνομά τους τα δομικά στοιχεία

Τι ονομάζουμε δομικά στοιχεία 

Τα δομικά στοιχεία  ενός κτιρίου διαχωρίζονται στις αδιαφανείς επιφάνειες, δηλαδή τους τοίχους, το δάπεδο και την οροφή, και τις διαφανείς επιφάνειες, δηλαδή τους υαλοπίνακες. Τα υλικά κατασκευής τους καθορίζουν, σε ενεργειακό επίπεδο, τις θερμικές τους ιδιότητες

fontana di trevi



Τί είναι κατοικία

Το σπίτι (ή οικία ή κατοικία) είναι κτήριο που χρησιμοποιείται για στέγαση ανθρώπων. Συνήθως έχει τοίχους και οροφή για να προστατεύει τον εσωτερικό του χώρο από τη βροχή, τον άνεμο, τη ζέστη και το κρύο. Εκτός από ανθρώπους, στα σπίτια συχνά βρίσκει κανείς και ζώα, είτε ως κατοικίδια είτε ως ανεπιθύμητους επισκέπτες.


Ετυμολογία της λέξης οίκος και σπίτι

οἶκος < ϝοῖκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *woyḱos / *wéyḱs. Συγγενή: λατινική vicus (συγκρότημα κατοικιών), विश् (viś), वेश (veśa, οικία)

σπίτι < μεσαιωνική ελληνική σπίτιν < ὁσπίτιν < ελληνιστική κοινή ὁσπίτιον < λατινική hospitium < hospes  "επισκέπτης, ξένος, , επισκέπτης" επίσης "οικοδεσπότης· δεσμευμένος από δεσμούς φιλοξενίας."

Αυτό φαίνεται να προέρχεται από το PIE *ghos-pot-, ένα σύνθετο που σημαίνει «επισκέπτης-κύριος» (σύγκρινε την παλαιοεκκλησιαστική σλαβονική gospodi «κύριος, κύριος», κυριολεκτικά «άρχοντας των ξένων»), από τις ρίζες *ghos-ti- «ξένος , φιλοξενούμενος, οικοδεσπότης» και *poti- «ισχυρός


ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΝΟΣ ΚΤΗΡΙΟΥ

Ας δούμε από που πήραν το όνομά τους τα σημαντικότερα δομικά στοιχεία

ΤΟΙΧΟΣ

τοίχος < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική τοῖχος, παράλληλος τύπος του τεῖχος

Στην καθομιλουμένη τον συναντάμε σαν ντουβάρι με επιρροή από τα αραβικά

ΤΟΥΒΛΟ

Αντικείμενο που χρησιμεύει ως οικοδομικό υλικό· έχει σχήμα ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου, κατασκευάζεται από πηλό και ψήνεται σε υψηλή θερμοκρασία

≈ συνώνυμα: οπτόπλινθος (παρωχημένο)

Τούβλο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τοῦβλον < τούβουλον < υστερολατινική tubulus / tublus (μικρό σωλήνας, όπως φαίνεται στα τούβλα), υποκοριστικό για τη λατινική tubus (σωλήνας) 

ΠΛΑΚΑ

Μεγάλο επίπεδο κομμάτι με ομοιόμορφο πάχος από πέτρα, μπετόν,μέταλλο, ξύλο και παρόμοια σκληρά υλικά

πλάκα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πλάκα < αρχαία ελληνική πλάξ

(χαρακτηρισμός επίπεδου) < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλάξ και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική plaque

ΜΠΕΤΟΝ

Ενα όνομα που δόθηκε από τους Ρωμαίους συγγραφείς σε διάφορους υδρογονάνθρακες, συμπεριλαμβανομένης της ασφάλτου και του πετρελαίου, μέσα του 15ου αιώνα, από τα λατινικά bitumen"άσφαλτος, ορυκτό γήπεδο", πιθανώς, μέσω Oscan ή Umbrian, από το Celtic*betu-"σημύδα, ρητίνη σημύδας" (συγκρίνετε Gaulish betulla«σημύδα», που χρησιμοποιούσε ο Πλίνιος για το δέντρο που υποτίθεται ότι ήταν η πηγή της πίσσας 

μπετόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική béton < λατινική bitumen (άσφαλτος)


ΣΕΝΑΖΙ

Οριζόντιο δοκάρι από μπετόν που είναι ενσωματωμένο σε τοίχο από άλλο υλικό, κυρίως από τούβλα

σενάζι < γαλλική chainage<αλυσιδωτό-συνεχόμενο

ΠΡΕΚΙ

 το οριζόντιο δοκάρι (από ξύλο, μάρμαρο κτλ.) που βρίσκεται στον τοίχο πάνω από μια πόρτα ή ένα παράθυρο, στα ελληνικά υπέρθυρο

Στα βουλγαρικά прек σημαίνει  πάνω από ,ίσωςνα έχει σχέση με το ελληνικά υπέρ και την ΠΙΕ ρίζα *per

ΣΟΒΑΣ

Το υλικό με το οποίο καλύπτονται συνήθως οι εσωτερικοί και εξωτερικοί τοίχοι των κτηρίων και τα ταβάνια

≈ συνώνυμα: επίχρισμα, κονίαμα, ασβεστοκονίαμα, πηλάσβεστο

σοβάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική sıva, θέμα του ρήματος sıvamak (επιχρίω, αρχική σημασία: εμποτίζω

ΣΟΒΑΤΕΠΙ

Η στενή κι οριζόντια λωρίδα από ξύλο, μάρμαρο, μωσαϊκό κ.λπ. η οποία καλύπτει το κάτω μέρος του εσωτερικού τοίχου στο σημείο όπου ενώνεται με το δάπεδο για λόγους προστασίας και καθαριότητας

σοβατεπί < (άμεσο δάνειο) τουρκική sıvadibi <sıva (σοβάς-επίχρισμα) + dip (βυθός, δάπεδο)

ΟΡΟΦΗ

οροφή < αρχαία ελληνική ὀροφή < ἐρέφω<στεγάζω

Στην καθομιλουμένη το συναντάμε σαν ταβάνι από τα τουρκικά

ΔΑΠΕΔΟ

δάπεδο < αρχαία ελληνική δάπεδον < δᾶ (γῆ) + πέδον, πέδου < πούς, ποδός

ΠΑΡΑΘΥΡΟ

παράθυρο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παράθυρον<δίπλα στη θύρα-πόρτα

ΔΟΚΟΣ

δοκός < δοκ-, μεταπτωτική βαθμίδα για θέμα του ρήματος δέκομαι, δέχομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deḱ- (δέχομαι, παίρνω)

ΚΟΛΩΝΑ

κολώνα < μεσαιωνική ελληνική κολόνα - κολώνα< ιταλική colonna < λατινική columna < columen < culmen < πρωτοϊταλική *kolamen < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kelH- (ανέρχομαι, ψηλώνω, λόφος)

ΘΥΡΑ-ΠΟΡΤΑ

θύρα, ήδη ομηρικό < μεταπτωτική βαθμίδα *dʰur για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰwer-. Συγγενή: αγγλική door,  σανσκριτική द्वार् (dvār), αλβανικά ντερ,αφγανικά,ντερ,ρώσικα ντβέρ,αγγλικά door,λατινική foris, σλοβακική dvere

Η πόρτα προέρχεται από το ιταλικό porta που με τη σειρά του προέρχεται από το ελληνικό πόρος,έχει δε σχέση με την ΠΙΕ *per- που σημαίνει περνώ πάνω από κάτι

ΣΚΑΛΑ

σκάλα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκάλα < λατινική scala < scando < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *skend- (πηδώ)

ΜΠΑΛΚΟΝΙ

μπαλκόνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική balcone 

Μεσοαγγλικά balke, από τα παλαιά αγγλικά balca "ράχη, όχθη", επηρεασμένη από την παλαιά σκανδιναβική balkr "ράχη της γης", ειδικά ανάμεσα σε δύο οργωμένα αυλάκια, και τα δύο από το πρωτο-γερμανικό *balkon- (πηγή επίσης του παλαιοσαξονικού balko, δανικά bjelke, Παλαιά Φριζιανή balka, Παλαιά Υψηλογερμανικά balcho, Γερμανικά Balken "δοκός, δοκός"), από τη ρίζα PIE *bhelg- "δοκός, σανίδα" (πηγή επίσης του λατινικού fulcire ," υπομόχλιο "bedpost;" Λιθουανική balžiena "cross-bar;" και πιθανώς ελληνική φάλαγγα "κορμός, κούτσουρο, γραμμή μάχης"). Το ιταλικό balco "ως δοκός" είναι από τα γερμανικά..

ΚΟΥΦΩΜΑΤΑ

Κουφώματα γενικά ονομάζονται όλα εκείνα τα στοιχεία, τα οποία χρησιμοποιούνται για να κουφώσουν (κλείσουν) τα ανοίγματα των τοίχων ενός κτηρίου.

Mέσα του 14οu αιώνα,cuffe«κάλυμμα χεριών, γάντι, γάντι», ίσως από τα μεσαιωνικά λατινικάcuffia, cuphia«κάλυμμα κεφαλιού», που είναι αβέβαιης προέλευσης, ίσως τελικά από την ελληνική.

ΤΖΑΚΙ

Το τζάκι δεν έχει ρίζα ελληνική, αλλά τουρκική, καθώς προέρχεται από τη λέξη ocak. 

Στα ελληνικά η λέξη λέγεται εστία ( < αρχαία ελληνική εστία), γωνιά (γωνιά < μεσαιωνική ελληνική γωνιά < αρχαία ελληνική γωνία), παραγώνι (< παρά + γωνιά + -ι), παραστιά (1.< αρχαία ελληνική παρέστιος < παρά + ἔστιος < ἐστία / 2.< μεταγενέστερη ελληνική πυρεστία < πῦρ + ἐστία) ή στια (< εστία (πβ. παραστιά) < αρχαία ελληνική ἑστία).

ΚΑΜΙΝΑΔΑ

Ο κάθετος προς την γη αγωγός για την απομάκρυνση των αερίων προϊόντων της καύσης του τζακιού ή του λέβητα

καμινάδα < βενετική caminada < λατινική caminata, θηλυκό του caminatus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος camino < caminus < ελληνιστική κοινή κάμινος


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια